ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ
ΑΠ ΤΗ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ-ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ.
Απ το «ΗΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΧΕΙΛΟΣ ΕΝ ΚΑΙ Η ΦΩΝΗ ΜΙΑ ΠΑΣΙ» στο ΚΥΩΝ ΕΠΙΣΤΡΕΨΑΣ ΕΠΙ ΤΟ ΙΔΙΟΝ ΕΞΕΡΑΜΑ»
Μέρος 1 ο . του Νίκου Παπαχαρτοφύλη
Φιλολόγου .
Τώρα με τη συσσωρευμένη γνώση και πείρα να στραφούμε στα εφηβικά-λυκειακά χρόνια φέρνοντας στη μνήμη μας τις ευτράπελες στιγμές με τις «μεταφράσεις-λυσάρια» κάτω απ τα τα θρανία της εποχής, την εικονική αξιολόγηση μερικών «πονηρών» μαθητών απ τον δήθεν εξαπατημένο Καθηγητή στα σχετικά μαθήματα ,την φαντασιακή(μεταφορική) ταύτιση μιας ιδέας με την πραγματικότητα : στην ανάλυση ενός ποιήματος ή στην ερμηνεία ενός Βιβλικού μύθου(ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους), την αντιπαράθεση Θεολόγων ,Βιοχημικών και Φυσικών περί της δημιουργίας του Σύμπαντος,της καταγωγής του ανθρώπου,με το απορύφωμα,την αμφιταλάντευση-σύγχυση της άπειρης εφηβείας.
Η καλλιέργεια της φιλομάθειας και της έρευνας στην πιο κρίσιμη ηλικία ψυχονοητικά και ειδικότερα στην σύγχρονη ,ασύλληπτα μετανεωτερική ψηφιακή Τεχνολογία έχει την πιο πλούσια σοδειά: η κατάφαση της ζωής ,ΝΑΙ στη ζωή μ όλα της τα «γιατί».Η ΓΛΩΣΣΑ ως προβολέας( δια)φωτίζει τη διαλεκτική των αντιθέσεων του ΚΟΣΜΟΥ. Αν και ο Ιάκωβος δ,4: « ο φίλος του κόσμου,εχθρός του Θεού».Και ο Παύλος,προς Ρωμ.1,25: «ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα».
Η εμμονή στην μορφή της γλώσσας (γραμματική και συντακτικό + μετάφραση) σύμφωνα με την αυστηρή επιτήρηση του τότε ωρολόγιου προγράμματος: δωδεκάωρο ανά τάξη της εξαήμερης διδασκαλίας (1980),υποβάθμιζε ανομολόγητα την βαθύτερη προσέγγιση του περιεχομένου των αρχαίων κειμένων μέσω της Ερμηνευτικής. Ένας στείρος φορμαλισμός που μετατρέπει την ουσία σε φόρμα = μορφή, μεταθέτει το ουσιώδες σε επουσιώδες, σε λατρευτικό σύμβολο. Αναμφίλεκτα η επεξεργασία της γλώσσας είναι θεμελιώδης ως μέσον για την κατανόηση των κειμένων και όχι ως αυτοσκοπός.
Η Σύγχρονη προχωρημένη κριτική φιλολογική ερμηνεία είναι η ένταξη του αρχαίου ελληνικού κειμένου (μυθολογικού, ιστορικού, ποιητικού, φιλοσοφικού, επιστημονικού = ιπποκρατικού και τέλος των Γραφών) ως φαινομένου της ιστορίας του πνεύματος μέσα στα φυσικά και κοινωνικά πλαίσια του τόπου και της εποχής που το γέννησαν: η ιστορική δικαίωση, ιστορικότητα του δέκτη-αναγνώστη με την ιστορικότητα του πομπού-συγγραφέα .
Στην περίπτωση όμως των Γραφών η Φιλολογική Επιστήμη αντιμετωπίζει με σεβασμό και κατανόηση τα παρακάτω ακανθώδη προβλήματα:
1) οι Γραφές ως « θεόπνευστες» έργο των Πατέρων, χοικών=χωμάτινων ανθρώπων, καθοδηγημένων απ το «Αγιον πνεύμα»,γραμμένες στην αρχαία ελληνική γλώσσα διακρίνονται για τον αδιαπραγμάτευτο δογματισμό τους,εκ διαμέτρου αντίθετο με τον ορθό λόγο= ανατομία της γλώσσας, με τα εργαλεία της γραμματικής, ετυμολογίας ,του συντακτικού, της κριτικής κειμένου (criticus apparatus κριτικό υπόμνημα= σχόλια σχετικά με τα λάθη σκόπιμα ή μη κατά την αντιγραφή των χειρογράφων απ τους αντιγραφείς) .
2) Απ την αρχή, μέση και τέλος των Γραφών διαπερνάται το « μυστήριον το αποκεκρυμμένον από καταβολής κόσμου.» Κολασσαείς,α,26. « Καμμιά προφητεία δεν μπορεί κανένας μόνος του να ερμηνεύσει γιατί καμμιά προφητεία δεν προήλθε απ την ανθρώπινη θέληση αλλά από το Αγ.πνεύμα» Β, Πέτρου,α,20-21. «Χωρίς παραβολής ουκ ελάλει αυτοίς» Μάρκ.δ,34.
3) Η Παλαιά Διαθήκη, η Βίβλος των Εβραίων, επειδή ήταν ακατανόητη στην πρωτότυπη εβραική γλώσσα απ τη πλειοψηφία του αναλφάβητου λαού, μεταφραζόταν στη λαική αραμαική απ τους διερμηνείς της Συναγωγής =οίκος ερμηνείας , ως παράφραση με την άγνοια του ακροατή ότι είναι αναξιόπιστη! Παράλληλα στο προοίμιο της μετάφρασης Σοφίας Σειράχ που πέρασε στον Κανόνα των βιβλίων της Π.Δ όπως τον έδωσαν οι Εβδομήκοντα Ο΄αναφέρονται τα εξής χαρακτηριστικά: «παρακαλούνται οι αναγνώστες να είναι προσεκτικοί γιατί δεν υπάρχει ισοδυναμία στη μεταφορά των λέξεων απ τη μια γλώσσα στην άλλη και επιεικείς στο μεταφραστή για τα λάθη του παρά τις φιλόπονες προσπάθειες και τα ξενύχτια. Αλλά και ο ίδιος ο νόμος και οι προφητείες και στα υπόλοιπα των βιβλίων έχουν μεγάλη διαφορά μεταξύ τους.» Και ο Ιουστίνος μας πληροφορεί « η Βίβλος …μη είναι έν τισιν αληθής» Διάλ.68 και Απολ.Α 31,2-5. Μάλιστα οι ραβίνοι χαρακτήριζαν την ημέρα της μετάφρασης, αποφράδα και ημέρα πένθους και μετάνοιας.
Γιά περισσότερα : Μπρατσιώτης ,Φιλιππίδης,Βέλλας, Καρμίρης, Η,Gunkel, Wutz. Για την Καινή Διαθήκη: Αγουρίδης «Ερμηνευτική των ιερών κειμένων» Αρτος ζωής, Δεσπότης Σωτ.«Κώδικας των Ευαγγελίων» Αθως, Παναγόπουλος Γιάν. «Ερμηνεία των Γραφών» Αθως, Αννα Τζούμα « Απ τη βεβαιότητα στην υποψία» Μεταίχμιο, Ρεινολντς και Γουιλσον «Αντιγραφείς χειρογράφων: το ιστορικό παράδοσης των κλασσικών κειμένων.» Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας. Βιλαμόβιτς « Ιστορία της Κλασσικής Φιλολογίας, Βάνιας. Γεώργιος Φλορόφσκυ « οι Βυζαντινοί πατέρες του 4ουαι. Πουρναρά. Bultmann«Υπαρξη και πίστη» Αρτος ζωής. Μαρκαντωνάτου Γ.Λογοτεχνικοί και φιλολογικοί όροι Gudenberg :Δειγματοληπτικά.
Τούτων δοθέντων σε μια άκρως επιτροχάδην Εισαγωγή στα προβλήματα Ερμηνείας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας των Ιουδαιοχριστιανικών κειμένων, να αναφερθούμε καί στην Θεολογική Ερμηνευτική των Γραφών, των δύο Σχολών προσέγγισης: της Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας.
Στην ιστορία της Ερμηνευτικής η μεταφορά-αλληγορία αποτελεί την πρώτη αναγνωστική θεωρία. Πρώτα οι Έλληνες: ο Θεαγένης ο Ρηγίνος, τον 6 αι πΧ μελετητής του Ομήρου και ευρετής της αλληγορίας, απεφάνθη ότι οι Ολύμπιοι θεοί είναι οι προσωποποιήσεις των φυσικών στοιχείων και φαινομένων, το ίδιο αι. ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνειος και άλλοι στοχαστές ασκούν σφοδρή κριτική κατά του ανθρωπομορφισμού και των ανθρωποπαθειών: της βιαιότητας και του ερωτισμού των θεών μέσα στα έπη, τα οποία θεωρήθηκαν ψυχοφθόρα και η αποπομπή τους θα υποστηριχθεί και από τον Πλάτωνα (Πολιτεία ΙΙ 378 d).
Σύμφωνα με τον Frye Nothrop στο βιβλίο του “ η Ανατομία της κριτικής”, Gudenberg: « η αλληγορία γεννιέται από μια ανάγκη δικαιολόγησης του γελοίου, του απάνθρωπου και του ανήθικου»: η σκληρότητα και οι αδιανόητες ενέργειες του θεού Γιαχβέ, οι προκλήσεις-βάσανα του Ιώβ ,η ελευθεριότητα επιφανών Εβραίων ( η αιμομειξία του Λώτ), το έγκλημα κατά του Άβελ,ο κωμικοτραγικός διάλογος Γιαχβέ-Ιεζεκιήλ και άπειρα άλλα εκτός λογικής φέρνουν αμηχανία στην « ηθική » της εποχής .
Ο Κράτης τον 2 αι.π Χ βιβλιοθηκάριος στη Πέργαμο συνεχιστής της αλληγορικής ερμηνευτικής παράδοσης των Στωικών ,υιοθέτησε δύο τρόπους προσέγγισης του Ομήρου: τον γραμματικό, λέξη προς λέξη στην αποσαφήνιση του κυριολεκτικού νοήματος και τον ποιητικό λόγο που αφορούσε στην αλληγορική ερμηνεία του νοήματος.Με τον Κράτη ανοίγει μια μεγάλη περίοδος προσπάθειας γεφύρωσης των δύο ερμηνευτικών τρόπων,η οποία θα προσανατολίσει τις δύο εξηγητικές Σχολές Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας.
Την πρώτη εκπροσωπεί ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς ( 13 πΧ -54μΧ) και αυτός συνεχιστής της αλληγορικής παράδοσης των Στωικών ,αποδέχεται την αντίληψη της εποχής του ότι οι Γραφές περιέχουν ένα έμμεσο νόημα, συμβολικό,μυστικό και θα επισημάνει τον κίνδυνο των αλληγορικών υπερβολών.Ακολουθούν ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς 150- 216 μΧ και ο μαθητής του ο Ωριγένης 185-253. Το έργο του δασκάλου του «Στρωματείς » αναφέρεται στους Ελληνες οι οποίοι μεταδίδουν τις αλήθειες μέσα από σύμβολα, αλληγορίες, αινίγματα .Κατά τον ίδιο τρόπο και οι συγγραφείς της Σχολής .
Ο Ωριγένης ο Αδαμάντιος ο ευφυής αυτός θεολόγος χαλκέντερος συστηματοποίησε το έργο του δασκάλου του, ειρήσθω εν παρόδω, καταδικάστηκε στην Ε΄ σύνοδο (Ιουστινιανός) τρείς αι. μετά θάνατον με μια ανίερη απόφαση γιατί δεν ήταν εν ζωή για να υπερασπιστεί εαυτόν! Συνέλαβε μια τριμερή ανθρωπολογία στο γραπτό λόγο των Γραφών: το γραμματικό ,ιστορικό: για τους απλοικούς, ψυχή=ηθικό νόημα: για τους προχωρημένους, πνεύμα=αλληγορικό-μυστικιστικό:για τους ώριμους χριστιανούς .Εν ολίγοις σχεδόν επιβάλλει την συμβολική ανάγνωση των Γραφών με την αποδοχή του πληθυντικού νοήματος.Στο « περί αρχών» έργο του,το οποίο εκδόθηκε παρά τη θέληση του απ τον Αμβρόσιο, αποκαλύπτει ευθαρσώς ότι αποκρύπτονται απ τον πολύ λαό τα βαθύτερα νοήματα, επιβεβαιώνοντας την αντίληψη του Ιησού και του Παύλου ότι οι νεοφώτιστοι χριστιανοί ακροατές είναι αναλφάβητοι και αμαθείς σε μια περίοδο πολιτικοκοινωνικής κατρακύλας και αγραμματοσύνης με τους άξεστους Ρωμαίους κατακτητές (οι 3 πρωτοχριστιανικοί αι.)
Η Σχολή της Αντιόχειας: η πολεμική ανάγκη να αντικρουστούν εσφαλμένες διδασκαλίες ώθησε στη δημιουργία της Σχολής αυτής τον 4 ο αι. με κύριο εκπρόσωπο της τον Διόδωρο τον Ταρσού 330-390.Ενώ η Ιδουαική διασπορά της Αιγύπτου εξελληνίστηκε ( Πλατωνισμός-στωικισμός) η Ιουδαική κοινότητα Αντιόχειας εφαρμόζει την γραμματική εξήγηση των Γραφών υπό την επιρροή ραββίνων.(Αριστοτελισμός:αποφυγή συμβολισμών).
Ο Διόδωρος στην προσπάθεια του να αντικρούσει τον «Ελληνισμό» που υποκρύπτεται στην αλληγορική ερμηνεία,προσκρούει στον τοίχο του « Ιουδαισμού» στην αυστηρά κατά γράμμα ερμηνεία. Στο αδιέξοδο αυτό ο Διόδωρος επινοεί μια άλλη εξηγητική προσέγγιση, δανείζεται απ το Ελληνικό λεξιλόγιο τη λέξη ΘΕΩΡΙΑ και με σημασία άσχετη με το πληθυντικό περιεχόμενο της στην Ελληνική γλώσσα. Συγγράφει το έργο «Ποιά η διαφορά θεωρίας και αλληγορίας» δυστυχώς απολεσθέν.
Ο Φλοροφσκυ ισχυρίζεται ότι θεωρία σημαίνει μια μορφή εξηγητικής μαντείας, ανακάλυψης των πρωτοτύπων…μέσα στο γράμμα και όχι έξω απ αυτό. Και μετά απ αυτήν την αδιέξοδη κίνηση, απομακρύνεται απ τον ορθολογισμό της γραμματικής: στην κατά γράμμα λογική ερμηνεία και καταφεύγει στην ιερότητα της Γραφής που αποκαλύπτει μια μοναδική Θεία χάρη με πολλές μορφές. Είναι δύσκολο να κρίνουμε πώς ο Διόδωρος εφάρμοσε αυτές τις αρχές.
Στη σχολή αυτή διέπρεψαν ο Χρυσόστομος επι μια τετραετία με φιλολογίζουσα γνώση και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, Κιλικία -Εσκί Μισίς (350-428) κορυφαίος Σχολάρχης, αντίπαλος της Αλεξανδρινής.Τελικά πέρα απ την ασυμφωνία τους στην μεθοδολογία, στόχευαν να συλλάβουν και να ερμηνεύσουν το βαθύτερο μήνυμα των Γραφών.Στο σημείο αυτό είναι αξιομνημόνευτη η παρουσία του Δημ. Ζαχαροπούλου,θεολόγου,αδελφού του + Κώου Αιμιλιανού,με το βιβλίο : «Θεόδωρος ο Μοψουεστίας ως Ερμηνευτής των Γραφών » εκδ. Αρτος ζωής.
Στο Μεσαίωνα στη Δύση και στη Βυζαντινή Χιλιετία και μετά την κατάρρευση της, τα πάντα βρίσκονται σε στασιμότητα. Στις Μεσαιωνικές Εκλογές ή Σειρές* γίνεται ένα κράμα των δύο Σχολών ,μια μέθοδος εντελώς παραδοσιαρχική που εκπαραθύρωσε τη ζωντάνια της ιδιότυπης αντιπαράθεσης και όποια απολειφάδια της δημοκρατικότητας διαλόγου κατά το βίαιο ψυχορράγισμα της ύστερης Ελληνικής Αρχαιότητας (Υπατία,5ος αι.) απ τη Θρησκεία της ΑΓΑΠΗΣ. Ο 16ος κ 17ος αιώνες αδιάκοπων πολέμων και ρήξεων περί το τί ως αληθινό υποστηρίζουν οι Γραφές. Ο εξοντωτικός αγώνας ανάμεσα σε Καθολικούς και Προτεστάντες κατέληξε ευτυχώς σε αλληλοκατανόηση και ανεξιθρησκεία. Ο Τερτυλλιανός(155-240) ειλικρινώς εκφράζει την ιερή δυσχερέστατη θέση του, άλυτη μέχρι σήμερα : «προτιμούμε να βρίσκουμε λιγότερο νόημα στις Γραφές,αν δεν γίνεται αλλιώς, παρά να βρίσκουμε το αντίθετο». De Pudicitia.
Στο νεότερο κόσμο μια πορεία τριών αιώνων απ το Διαφωτισμό και τη Γαλλική επανάσταση, οι επιστήμες της Κλασσικής Φιλολογίας, Ιστορίας ,Αρχαιολογίας ,τέκνα του Ορθολογισμού, με την συνδρομή της Ψυχοκοινωνιολογίας και Ανθρωπολογίας προελαύνουν με τον εμπλουτισμό νέων ερωτήσεων-απαντήσεων στις σύγχρονες ανάγκες του πνευματικού ανθρώπου:ο εντοπισμός και η αποκάλυψη της κατάχρησης του φαντασιακού,της φαντασιοπληξίας δηλ. της μεταφοράς-αλληγορίας που διασχίζει τις Ιερές Γραφές ως κυνήγι ΧΙΜΑΙΡΑΣ, το άλφα και ωμέγα των θρησκειών.
*Εκλογές ή εκλογάδια ή σειρές : σχόλια που παρατίθενται στη σειρά ,κατ εκλογή κάτω από κάθε κείμενο της Γραφής,ερμηνείες παλαιών εξηγητών.
Αφού ο ‘δημοκρατικός’ αρχαιολάτρης «Δαυλός δεν δημοσίευσε ποτέ την απόλυτα τεκμηριωμένη επιστημονική απάντηση του παπά Γιώργη ας την δούμε από δω
https://www.youtube.com/watch?v=j98tuV5e3ww