Γράφει η Κοινωνιολόγος Ιωάννα Σκουφεζή*
Ποιες είναι οι σωματικές και ψυχολογικές ενδείξεις στα σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά;
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 2006) «σεξουαλική κακοποίηση είναι η συμμετοχή του παιδιού σε σεξουαλική δραστηριότητα, την οποία δεν κατανοεί πλήρως, δεν είναι σε θέση να δώσει συγκατάθεση ή για την οποία το παιδί δεν είναι αναπτυξιακά προετοιμασμένο ή αλλιώς παραβιάζει τους νόμους ή τα κοινωνικά ταμπού της κοινωνίας.
Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών μπορεί να περιλαμβάνει διάφορους τρόπους πραγματοποίησης της από το δράστη:
– Σεξουαλικά αγγίγματα
– Κολπική ή πρωκτική συνουσία
– Στοματικό έρωτα
– Διείσδυση
– Αυνανισμό μεταξύ ενηλίκων και παιδιών
– Επαφή με τα γεννητικά όργανα ή σεξουαλική επαφή
– Επίδειξη γεννητικών οργάνων
– Χρησιμοποίηση παιδιών σε πορνογραφική κινηματογράφηση ή φωτογράφιση
– Έκθεση παιδιών σε πορνογραφικές ταινίες ή φωτογραφίες
– Ενθάρρυνση ή εξαναγκασμός παιδιών να εκπορνευτούν
– Ενθάρρυνση ή εξαναγκασμός παιδιών να γίνουν μάρτυρες σεξουαλικών πράξεων.
Σύμφωνα με τον Παρασκευόπουλο (1997) υπάρχουν ορισμένες σωματικές και ψυχολογικές ενδείξεις στα παιδιά, οι οποίες πιθανόν να οφείλονται σε σεξουαλική κακοποίηση.
Το παιδί ενδέχεται να εμφανίζει κάποιες σωματικές προειδοποιητικές ενδείξεις πιθανής σεξουαλικής κακοποίησης. Αυτές περιλαμβάνουν:
-δυσκολία στο περπάτημα ή στο κάθισμα,
– αϋπνίες, εφιάλτες και φόβος για το σκοτάδι,
– διαταραχές στο φαγητό ή αλλαγές στις συνήθειες του φαγητού,
– νευρική ανορεξία,
– μώλωπες,
– γρατζουνιές και δαγκώματα,
– κατάθλιψη και απόπειρες αυτοκτονίας,
– προβλήματα στο ουροποιητικό σύστημα,
– κολπικές μολύνσεις ή βλάβη των γεννητικών οργάνων ή του πρωκτού,
– νυχτερινή ενούρηση,
– απροσδιόριστοι πόνοι,
– κνησμός ή ερεθισμός των γεννητικών οργάνων,
– εγκυμοσύνη (ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από άρνηση να κατονομαστεί ο πατέρας),και
– Αφροδίσια νοσήματα.
Η διάγνωση αφροδίσιου νοσήματος σε ένα παιδί είναι απόδειξη ότι το παιδί αυτό είναι θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Επιπλέον, μπορεί να εμφανίζονται ενδείξεις στη συμπεριφορά του παιδιού, που καταδεικνύουν πιθανή σεξουαλική κακοποίηση του. Τέτοιες ενδείξεις είναι:
– η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους μεγαλύτερους,
– ο φόβος για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο,
– το κλείσιμο στον εαυτό του και η εσωστρέφεια,
– η φυγή από το σπίτι,
– το κορίτσι αναλαμβάνει το ρόλο της μητέρας,
– η εμφάνιση προβλημάτων στο σχολείο,
– η φυγοπονία και η μείωση της επίδοσης,
– η χαμηλή αυτοεκτίμηση και οι μικρές προσδοκίες από τους άλλους,
– οι κλοπές,
– η χρήση ναρκωτικών, οινοπνευματωδών ή διαλυτικών ουσιών,
– οι ζωγραφιές με σεξουαλικά θέματα,
– η πορνεία,
– η ροπή προς σεξουαλική και συναισθηματική εκμετάλλευση,
– η μεταστροφή στη στάση απέναντι στο σεξ και
– ο φόβος για τις ιατρικές εξετάσεις στο σχολείο.
Το σύμπτωμα δεν είναι απαραίτητο ότι μπορεί να προσδιορίζει τη σεξουαλική κακοποίηση. Ένα τρίτο των θυμάτων μπορεί να είναι ασυμπτωματικό και το γεγονός ότι η εμπειρία είναι τραυματική από τη φύση της παρατηρείται ότι αυτά τα παιδιά μπορεί να μην εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα ή να αναρρώνουν. Η διαφοροποίηση ως προς την έκβαση και την εμφάνιση των συμπτωμάτων ενδέχεται να σχετίζεται με τη διαφοροποίηση ως προς τα είδη της εμπειρίας που εμπίπτουν στη μία εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης ή σε επαναλαμβανόμενες βίαιες σεξουαλικές επιθέσεις. Η υψηλή συχνότητα, η μακροχρόνια διάρκεια των σεξουαλικών επαφών, η χρήση βίας, η στενή σχέση με τον δράστη και η στοματική, πρωκτική και κολπική διείσδυση αποτελούν παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Επίσης, υπάρχει το φαινόμενο της «λανθάνουσας επίδρασης» κατά το οποίο η επίδραση του γεγονότος εμφανίζεται αργότερα και όχι ακριβώς μετά την εμπειρία. Έτσι, οι επιπτώσεις της σεξουαλικής κακοποίησης που συνέβη στην παιδική ηλικία, μπορεί να εμφανιστούν στην εφηβεία. Τα συμπτώματα της σεξουαλικής παιδικής κακοποίησης εμφανίζονταν σε πολλές
πτυχές της ενήλικης ζωής .
*Aπόφοιτος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης – με πιστοποιητικό παρακολούθησης στην εγκληματολογική ψυχολογία