Όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν έξω, ο Φρέντι ξεκίνησε να επιδιορθώνει τους χαλασμένους υπολογιστές του σχολείου του κι αυτό ήταν το εισιτήριό του προς την επιτυχία
«Μην αφήνετε τις περιστάσεις να καθορίζουν ποιοί είστε».
Αποτελεί μια πρόταση του 31χρονου επιχειρηματία Φρέντι Φίγκερς σε όσους θέλουν να τον ακούσουν.
Mιλώντας στο BBC, ο Φρέντι ανέφερε πως όταν ήταν 8 ετών, ρώτησε τον πατέρα του Νέιθαν, για τη γέννησή του. Η απάντηση που πήρε του έμεινε αξέχαστη. «Ακου», του είπε «θα σου μιλήσω στα ίσια Φρεντ. Η βιολογική σου μητέρα σε παράτησε όταν γεννήθηκες. Εγω και η Μπέτι Μέι δε θέλαμε να σε στείλουμε σε ανάδοχους και σε υιοθετήσαμε. Είσαι ο γιός μου». Ο Φρέντι έμαθε πως η μητέρα του τον είχε παρατήσει δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών στην Φλόριντα.
«Οταν μου το είπε ο πατέρας μου, θεώρησα πως είμαι απλά ένα σκουπίδι. Πως δε με ήθελε κανείς. Αλλά με άρπαξε από τους ώμους και μου είπε να μην πιστέψω ποτέ πως ισχύει κάτι τέτοιο».
Ο Νέιθαν Φίγκερς ήταν εργάτης και η Μπέτι Μέι δούλευε σε μια φάρμα. Ζούσαν στο Κουίνσι, μια επαρχιακή κωμόπολη 8000 κατοίκων στη βόρεια Φλόριντα, ενώ όταν ο Φρέντι γεννήθηκε το 1989, βρίσκονταν στην πέμπτη δεκαετία της ζωής τους.
Είχαν ήδη γίνει ανάδοχοι πολλών παιδιών, αλλά αποφάσισαν να υιοθετήσουν τον Φρέντι όταν αυτός ήταν μόλις δύο ημερών. Ο Φρέντι αναφέρει πως οι γονείς του τον αγάπησαν όσο μπορεί να αγαπήσει κάποιος γονιός το παιδί του. Αλλά τα άλλα παιδιά στο Κουίνσι είχαν κτηνώδη συμπεριφορά. «Ημουν θύμα bullying και με φώναζαν σκουπιδοπαίδι. Μου έλεγαν πως είμαι βρώμικος, πως κανείς δε με θέλει. Θυμάμαι πως όταν κατέβαινα από το σχολικό έρχονταν, με άρπαζαν και με έριχναν σε σκουπιδοτενεκέδες και γέλαγαν».
Εφτασε σε σημείο που ο πατέρας του τον περίμενε στη στάση του σχολικού. Αλλά τα παιδιά κορόιδευαν και τον Νέιθαν: «Χα,χα, κοιτάξτε τον γέρο με τη μαγκούρα», φώναζαν.
Για τον Φρέντι, όμως, οι γονείς του ήταν οι ήρωές του, και παραδείγματα προς μίμηση.
«Ο πατέρας μου πάντα βοηθούσε τον κόσμο να περάσει τον δρόμο, ή έδινε φαγητό σε αστέγους. Ηταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος και θέλω να του μοιάσω».
Τα σαββατοκύριακα, ο Φρέντι και ο Νέιθαν ήταν ρακοσυλλέκτες, προσπαθώντας να βρουν χρήσιμα αντικείμενα που άλλοι τα είχαν πετάξει. Ο Φρέντι ήθελε πάντα να βρει έναν υπολογιστή. Και μια μέρα, όταν ο Φρέντι ήταν 9 ετών, πήγαν σε ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα όπου βρήκαν έναν χαλασμένο Macintosh.
«Πείσαμε τον πωλητή να μας το αφήσει για $24. Εκστασιάστηκα».
Του Φρέντι πάντα του άρεσε να “πειράζει” συσκευές, όπως ραδιόφωνα, ρολόγια, βίντεο (που έπαιζαν βιντεοκασέτες). Τώρα, το νέο, χαλασμένο Mac έγινε το παιχνίδι του.
«Οταν τον συνέδεσα και δεν άνοιγε, τον “άνοιξα”. Βρήκα πως οι πυκνωτές ήταν χαλασμένοι. Είχα εργαλεία και είχε ραδιόφωνα και ρολόγια, οπότε πήρα ανταλλακτικά από αυτά και τα συγκόλλησα στο σύστημα του υπολογιστή». Μετά από περίπου 50 προσπάθειες, ο υπολογιστής άναψε. Εκείνη τη στιγμή ο Φρέντι κατάλαβε πως ήθελε να ασχοληθεί με την τεχνολογία.
«Ο υπολογιστής με βοήθησε στο να υπομείνω το bullying», αναφέρει. Στα 12 έτη του οι ικανότητες του Φρέντι δεν πέρασαν απαρατήρητες. Κατά τη διάρκεια ενός εξωσχολικού κλαμπ δραστηριοτήτων, όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν έξω, ο Φρέντι ξεκίνησε να επιδιορθώνει τους χαλασμένους υπολογιστές του σχολείου. «Εάν ο σκληρός ήταν χαλασμένος, τον άλλαζα. Εάν χρειαζόταν περισσότερη μνήμη, προσέθετα περισσότερη RAM», αναφέρει.
Η επικεφαλής του κλαμπ ήταν και δήμαρχος της πόλης. Οταν είδε πως ο Φρέντι “ανένηπτε” τους υπολογιστές, του ζήτησε να έρθει στο δημαρχείο με τους γονείς του.
«Οταν πήγαμε, μου έδειξε όλους τους υπολογιστές στην αποθήκη. Περίπου 100 από αυτούς και μου είπε πως θέλει να τους φτιάξω».
Από τότε και στο εξής, ο Φρέντι πέρναγε ώρες μετά το σχολείο καθημερινά επιδιορθώνοντας υπολογιστές για $12 την ώρα.
«Ποτέ δε με απασχόλησαν τα χρήματα. Εκανα αυτό που αγαπούσα και πέρναγα καλά».
Μετά από δύο περίπου χρόνια, εμφανίστηκε μια νέα ευκαιρία. Η πόλη χρειαζόταν ένα σύστημα κώδικα υπολογιστών που θα έλεγχε τους αισθητήρες πίεσης της πόλης και μια εταιρεία είχε αναφέρει πως θα το έκανε για $600.000.
Ο Φρέντι θυμάται πως ένας από τους παράγοντες του δημαρχείου είχε πει «Ο Φρέντι ξέρει από κομπιούτερ, μπορεί να μας βοηθήσει».
«Του είπα, κοιτάξτε, εάν μου δώσετε την ευκαιρία θα σας φτιάξω τον ίδιο κώδικα. Μου την έδωσε, και το έκανα. Δεν μου έδωσαν $600.000. Μου έδωσαν τον κανονικό μου μισθό, και πήγα σπίτι μου».
Επρόκειτο για μια σημαδιακή ημέρα στη ζωή του Φρέντι. Ηταν μόλις 15 ετών αλλά τώρα αποφάσισε να παρατήσει το σχολείο και να ιδρύσει τη δική του επιχείρηση.
«Οι γονείς μου πίστευαν στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην συνταξιοδότηση. Εγώ ήθελα να σπάσω την αλυσίδα. Να κάνω κάτι διαφορετικό», ανέφερε.
Ο Φρέντι ξεκίνησε την εταιρεία του και άρχισε να τα πηγαίνει καλά. Μετά από δύο περίπου χρόνια, όμως, ο Νέιθαν εμφάνισε Αλτσχάιμερ.
Ενα από τα συμπτώματα ήταν πως ο Νέιθαν ξυπνούσε στη μέση της νύχτας και έκανε ό,τι είχε δει την προηγούμενη ημέρα στην τηλεόραση. Ενα βράδυ, το οποίο σύμφωνα με τον Φρέντι έζησε και την πιο τραυματική του εμπειρία, ο πατέρας του είχε παρακολουθήσει τη σειρά γουέστερν Gunsmoke. Μπούκαρε στο δωμάτιό του όταν κοιμόταν, και -νομίζοντας πως είναι κύριος χαρακτήρας Ματ Ντίλον- του είπε «Θέλω να την κάνεις απ’την πόλη μου».
Ο Φρέντι πάλεψε και άρπαξε το όπλο από τον πατέρα του, τον ησύχασε, και τον έβαλε για ύπνο. Οταν ξύπνησε όμως, ο Νέιθαν είχε φύγει από το σπίτι. Αλλο ένα σύμπτωμα του Αλτσχάιμερ που είχε συμβεί προηγουμένως. Πολλές φορές, δεν φόραγε καν ρούχα, αλλά πάντοτε έβαζε παπούτσια.
Τότε, ο Φρέντι είχε μια ιδέα. Εφηύρε την πρώτη του εφεύρεση.
«Πήρα τα παπούτσια του πατέρα μου και έκοψα τις σόλες. Εβαλα μέσα μια μητρική, με ένα ηχείο 90mhZ, ένα μικρόφωνο και μια ενσύρματη κάρτυ δικτύου. Τα συνέδεσα με το λάπτοπ μου, όλα αυτά πριν από τα Google maps και Apple maps, και την πλατφόρμα της Garmin, ΤomTom. Ο πατέρας μου χανόταν κι εγώ μπορούσα να πατήσω ένα κουμπί στο λάπτοπ και να του μιλήσω, να τον ρωτήσω που ήταν». Ο πατέρας του δεν ήξερε, και τότε ο Φρέντι τον έβρισκε μέσω του GPS και τον πήγαινε σπίτι. Το έκανε περίπου 8 φορές.
Οταν η κατάσταση του πατέρα του χειροτέρευσε, μέλη της οικογένειας ήθελαν να τον στείλουν σε γηροκομείο. Ο Φρέντι αντιστάθηκε.
«Δεν με παράτησε, έτσι κι εγώ δεν τον παράτησα. Τον έπαιρνα μαζί μου σε επαγγελματικές συναντήσεις». Τον άφηνε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, με ανοιχτό air-condition, μουσική και κλειδωμένο τιμόνι. «Μόλις μια φορά, ο πατέρας του άνοιξε το πίσω παράθυρο και “δραπέτευσε”. Ο Φρέντι, βλέποντάς το από το παράθυρο του μίτινγκ που πάντα κοίταζε στο πάρκινγκ, έφυγε γρήγορα και τον βρήκε σε ένα διπλανό παρκάκι να κάθεται σε ένα παγκάκι.
Οταν ο Φρέντι ήταν 24 ετών, ο Νέιθαν απεβίωσε στα 81 του, τον Ιανουάριο του 2014.
«Με κατέστρεψε ψυχολογικά. Αυτό που ήθελα να κάνω πάντα ήταν να κάνω τον πατέρα μου περήφανο για μένα και ευτυχισμένο».
Ο Φρέντι είχε πουλήσει την εφεύρεσή του, που τον βοηθούσε να βρίσκει τον πατέρα του, για $2,2 εκατομμύρια και περίμενε τα χρήματα. Ηθελε να αγοράσει στον πατέρα του ένα Ford αγροτικό του 1993 που πάντα ονειρευόταν και ένα βαρκάκι για ψάρεμα. Τώρα που ο Φρέντι μπορούσε να το κάνει επιτέλους, ο πατέρας του δεν ήταν πια εκεί.
«Μου άνοιξε τα μάτια. Μου έμαθε πως τα λεφτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εργαλείο. Θα κάνω τα πάντα για να κάνω τον κόσμο καλύτερο από αυτό που ήταν όταν άνοιξα τα μάτια μου. Ξέρω τον πατέρα μου. Ηταν φτωχός αλλά βοήθησε τόσους πολλούς ανθρώπους, που μου το δίδαξε κι εμένα».
Ο Φρέντι είχε λανσάρει και άλλη εφεύρεση. Αυτή τη φορά είχε πάρει την ιδέα από όταν ήταν 8 χρονών και επισκέφτηκαν το θείο του στην πολιτεία της Τζόρτζια. «Οταν φτάσαμε στο σπίτι του και ο πατέρας μου χτυπούσε την πόρτα, ο θείος μου δεν άνοιξε». Ο Φρέντι μπήκε από το παράθυρο και άνοιξε την πόρτα. Βρήκαν τον θείο του νεκρό στην καρέκλα του, δίπλα στο τζάκι. Ο διαβητικός θείος του έπεσε σε διαβητικό κώμα και απεβίωσε.
Οι διαβητικοί πρέπει να κρατούν βιβλιάριο με τις τιμές του ζαχάρου τους. Για τον θείο μου, όμως, που έμενε στη μέση του πουθενά, κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει».
Στα 22 του χρόνια ο Φρέντι εφηύρε ένα έξυπνο γλυκόμετρο το οποίο άμεσα αναφέρει την τιμή με τον κοντινότερο συγγενή τους και προσθέτει τα δεδομένα σε ένα ηλεκτρονικό βιβλιάριο υγείας το οποίο μπορεί να παρακολουθεί κάποιος ιατρός. Εάν τα ποσά είναι περίεργα, στέλνει “συναγερμό”.
Ο Φρέντι είχε επίσης ξεκινήσει να εργάζεται και σε ένα μεγαλύτερο πρότζεκτ. Ηξερε πως οι επαρχίες των ΗΠΑ δεν είχαν πρόσβαση σε 2G και 3G δίκτυα, ενώ στο Κουίνσι είχαν ακόμη dial-up συνδέσεις στο διαδίκτυο.
Το 2008 προχώρησε με την πρώτη εκ των πολλών αιτήσεών του προς την Federal Communications Commission για να ιδρύσει τη δική του εταιρεία τηλεπικοινωνιών.
Δεν ήταν εύκολο. Του πήρε 394 προσπάθειες και κόστισε πάρα πολλά χρήματα. Αλλά το 2011, στα 21 του, ο Φρέντι έγινε ο νεότερος τηλεπικοινωνιακός επιχειρηματίας στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το NBC, η Figgers Communication παραμένει η μόνη επιχείρηση τηλεπικοινωνιών με επικεφαλής έναν αφροαμερικανό.
Τον πρώτο καιρό ο Φρέντι έκανε τα πάντα μόνος του. Από τα τσιμέντα του πρώτου του πύργου, μέχρι το πρώτο καλώδιο οπτικών ινών. Ξεκίνησε να προσφέρει υπηρεσίες κοντά στο Κουίνσι και η εταιρεία έχει γιγαντωθεί από τότε. Το 2014 ο Φρέντι λάνσαρε και το νέο smartphone Figgers F1 το οποίο μπαίνει σε “λειτουργία ασφαλείας” εάν κινείται άνω των 10 μιλίων/ώρα έτσι ώστε να μην μπορούν να στέλνουν μηνύματα αυτοί που οδηγούν. Το Figgers F3 το οποίο λανσαρίστηκε το 2019 έχει ένα τσιπ το οποίο έχει σχεδιαστεί για να φορτίζει ασύρματα όταν βρίσκεται μεταξύ πέντε μέτρων ενός super base charger, μιας άλλης πατέντας που αναμένει έγκριση από την FCC.
H 83χρονη μητέρα του Φρέντι έχει κι αυτή αρχίσει να πάσχει από Αλτσχάιμερ. Ο ίδιος υποστηρίζει πως η μητέρα του είναι πολύ περήφανη. Ο Φρέντι παντρεύτηκε τη δικηγόρο Νάτλι Φίγκερς το 2015, και έχουν ένα κοριτσάκι. Εκτός από την επιχείρησή του, ο Φρέντι έχει και ένα ίδρυμα το οποίο επενδύει στην εκπαίδευση και τα υγειονομικά πρότζεκτ, βοηθώντας παιδιά και οικογένειες που αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Ο Φρέντι αναφέρει πως η σημαντικότερη συμβουλή που θα μπορούσε να δώσει στην κορούλα του είναι πως «ποτέ δεν πρέπει να τα βάλει κάτω, όσο κρύος και απόμακρος κι αν φαίνεται ο κόσμος. Πως πρέπει να επηρεάζει θετικά τις ζωές όλων των ανθρώπων που συναντά». Αυτό είναι κι ένα μήνυμα που σίγουρα, ο πατέρας του, ο Νέιθαν, θα υποστήριζε με όλη του την ψυχή.