Από την τοπική μας ιστορία.
Η ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΩ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Γράφει ο κ. Βασίλης Χατζηβασιλείου, Δικηγόρος-Ιστορικός Συγγραφέας.
Από επιγραφές της ελληνιστικής περιόδου μαθαίνουμε ότι ο πληθυσμός της πόλης Κω και των άλλων έξι δήμων του νησιού στην αρχαιότητα, ήταν κατανεμημένος σε πέντε κατηγορίες:1) τους πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, 2) τους πολίτες χωρίς πλήρη πολιτικά δικαιώματα, 3) τους ξένους με μερικά δικαιώματα, 4) τους ξένους χωρίς δικαιώματα και 5) τους δούλους. Οι πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα ήταν εκείνοι που μπορούσαν να εκλέγουν, να εκλέγονται και να γράφονται με το όνομά τους και το πατρώνυμο. Απαραίτητο στοιχείο για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη με πλήρη πολιτικά δικαιώματα ήταν η κοινή καταγωγή, γιατί μόνο έτσι μπορούσε να συμμετέχει κανείς στις απαραίτητες θρησκευτικές τελετές και να έχει την προστασία των νόμων της Πολιτείας. Το κριτήριο για την κοινή καταγωγή καθοριζόταν από το γεγονός ότι έπρεπε η ρίζα του κάθε πολίτη να φτάνει ως τις τρεις γενιές («εκ τριγονίας»), κάθε δε πολίτης να ανήκει σε μια από τις τρεις δωρικές φυλές, των Υλλέων, των Παμφύλων και των Δυμάνων.
Οι πολίτες όμως με πλήρη πολιτικά δικαιώματα είχαν και υποχρεώσεις, όπως ήταν η στρατιωτική εκγύμναση και η συμμετοχή σε πολεμικές συρράξεις καθώς και η κάλυψη των δημοσίων δαπανών με την καταβολή είτε έμμεσης τακτικής φορολογίας («τα τέλη»), είτε έκτακτου άμεσου φόρου («της εισφοράς») για την αντιμετώπιση των κρίσιμων περιστάσεων ή των λειτουργικών αναγκών. Γι αυτό συναντούμε σε επιγραφές της Κω, που αναφέρονται σε ονομαστικούς καταλόγους συνεισφορών για περιπτώσεις εξωτερικών κινδύνων που απειλούσαν την κοινή ασφάλεια των κατοίκων, να μας μιλούν για συμμετοχή «πολιτών και πολιτίδων και νόθων και παροίκων και ξένων». Μια συνάθροιση, δηλαδή, πολλών ανθρώπων που συμμερίζονταν το κοινό συμφέρον και τις τύχες αυτού του νησιού.
Να διευκρινίσω εδώ ότι νόθοι θεωρούνταν οι γεννημένοι εκτός νομίμου γάμου από δούλες ή παλλακίδες, οι οποίοι στερούνταν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, όπως και οι κατάδικοι. Οι πάροικοι ήταν οι περαστικοί και προσωρινής διαμονής, χωρίς πολιτικά δικαιώματα, ενώ οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην πόλη (λέγονταν και «μέτοικοι») είχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, που τα εξαγόραζαν με ειδική άμεση φορολογία. Οι ξένοι αυτοί, με εξαίρεση όσους είχαν πολιτογραφηθεί, εκπροσωπούνταν από τους «Προστάτες», δηλαδή από τους άρχοντες, που είχαν μηνιαία αρχή, ανάλογη με εκείνη των Πρυτάνεων της Αθήνας. Έτσι ενσωματώνονταν διοικητικά στον Κωακό πληθυσμό. Οι δούλοι, τέλος, ανήκαν σε ιδιώτες ή στο δημόσιο και προορίζονταν για το φύτεμα των αμπελιών, την καλλιέργεια των αγρών, το χτίσιμο ναών και κατοικιών και για κάθε άλλη χειρονακτική εργασία. Είχαν τη δυνατότητα να γίνουν “απελεύθεροι” με μια διαδικασία που πρέπει να ήταν κοινή για όλους τους δούλους της Κωακής Πολιτείας, όπως μας πληροφορούν οι επιγραφές που δημοσίευσαν οι Paton-Hicks.
Ο Γερμανός αρχαιολόγος Rudolf Herzog στηριζόμενος στις τοπικές επιγραφές υπολόγισε τον αριθμό των ανδρών του αρχαίου Δήμου των Κώων σε 9.000. Σ’ αυτούς τους 9.000 άνδρες, που αποτελούσαν και τον τακτικό στρατό, αν προσθέσουμε τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες, υποθέτουμε ότι ο πληθυσμός του Δήμου των Κώων έφθανε και ίσως να ξεπερνούσε τα 36.000 άτομα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τον αριθμό των δούλων και των ξένων. Πολύ ορθά, λοιπόν, ο επιφανής Έλληνας ιστορικός και συγγραφέας Διόδωρος ο Σικελιώτης (80 π. Χ.-30 π. Χ.) αναφερόμενος στην ίδρυση της νέας πόλης της Κω μετά το 366 π. Χ., τονίζει (σε μετάφραση) ότι: «Οι Κώοι μετοίκησαν στη νέα τους πρωτεύουσα και την κατασκεύασαν αξιόλογη. Γιατί πλήθος ανδρών συγκεντρώθηκε σ’ αυτή και τείχη πολυτελή κατασκευάστηκαν και λιμάνι αξιόλογο. Κι από εκείνα τα χρόνια πάντα αυξάνονταν οι δημόσιες πρόσοδοι και ο πλούτος των ιδιωτών, ώστε στο σύνολό τους τα πάντα να είναι ισάξια με εκείνα των άλλων πρωτευουσών πόλεων».(ΙΕ΄,76).