Μια παραθαλάσσια εξοχική προσφυγούπολη, με όμορφες παραλίες αλλά και φτώχεια και καθημερινό αγώνα για το μεροκάματο χιλιάδων κατατρεγμένων προσφύγων, ήταν το Κερατσίνι και η Δραπετσώνα του Μεσοπολέμου.
Οι σωζόμενες μαρτυρίες επικεντρώνονται στον αγώνα των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αρμενία για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, κυρίως την εχθρότητα των γηγενών, που έφτανε στα όρια του μίσους, και να κερδίσουν τις νέες ζωές τους.
Ομως, μέσα από σκόρπιες εικόνες και περιγραφές αναδύεται και η όμορφη, καλοκαιρινή όψη της πόλης, που αποκόπηκε, μεταπολεμικά, σταδιακά από τη θάλασσα, με τη γιγάντωση του λιμανιού και την κατάληψη λιμενικών χώρων από μεγάλες βιομηχανίες, όπως ήταν τα Λιπάσματα και τα τσιμέντα της ΑΓΕΤ.
Δυστυχώς, όμως, τον Σεπτέμβρη του 1948, η περιοχή «σημαδεύτηκε» από ένα τραγικό γεγονός, που για χρόνια διηγούνταν, συγκλονισμένοι, οι κάτοικοι. Ηταν η εμφάνιση ενός καρχαρία που κατασπάραξε έναν 17χρονο κολυμβητή, τον Δημήτρη Παρασάκη, στην περιοχή πίσω από το εργοστάσιο της ΔΕΗ, στον Αγιο Γεώργιο Κερατσινίου, όπου υπήρχε η λεγόμενη σπηλιά του Κουλού και η βραχώδης ακτή ονομαζόταν «τρίτα βοτσαλάκια» ή «μαύρο πηδηχτήρι», από μια μικρή προβλήτα που είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί.
Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά που εμφανιζόταν καρχαρίας στην ευρύτερη περιοχή. Ισως επειδή τους προσέλκυαν τα αίματα από τα σφαγεία στη Δραπετσώνα, που χύνονταν στη θάλασσα, τα σαρκοβόρα αυτά εμφανίζονταν συχνά-πυκνά στον Σαρωνικό. Μάλιστα, στις 10 Νοεμβρίου 1937, είχε γίνει πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες («Ακρόπολις» και άλλες) το περιπετειώδες ψάρεμα ενός καρχαρία ανοιχτά του Περάματος.
Είναι αξιοσημείωτο ότι από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα το Κερατσίνι αναφερόταν στους τουριστικούς οδηγούς ως μία από τις εξοχές των Αθηνών, ενώ και στον Μέγα Οδηγό του Πειραιά 1928-29 ο Αγιος Γεώργιος Κερατσινίου κατατάσσεται στις εξοχές του Πειραιά.
«Συγκοινωνία δι’ αμαξιτής οδού, Αγιος Γεώργιος (Κερατσίνι) απέχει μίαν ώραν περίπου εκ του κέντρου της πόλεως και 15’ εκ της συνοικίας Ταμπουρίων. Ολίγον εκείθεν του Αγίου Γεωργίου είναι η θαυμασία τοποθεσία του Περάματος ένθα υπάρχει και μικρός συνοικισμός. Τα πεύκα αφθονούν εκεί», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Οπως διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής (1928), η διαδρομή μπροστά από τον Αγιο Γεώργιο στο Κερατσίνι ήταν μαγευτική.
Κατά μήκος της ακτής «άνθρωποι που κολυμβάνε, παιδάκια που ψαρεύουν γαρίδες και μικρόψαρα με τα τσέρκια (σ.σ. μεταλλικά στεφάνια που συγκρατούσαν τα ξύλα των βαρελιών) στα χέρια, τρατάρηδες, που ασχολούνται με το καλάρισμα, βαρκούλες με τα πανάκια τους και βενζινούλες που πηγαινοέρχονται φτύνοντας διαρκώς καπνούς απ’ τις τσιμινιέρες».
Γενικά, μέχρι το 1960, ολόκληρη η παραλία του Κερατσινίου ήταν τόπος εκδρομής και αναψυχής.
Ιδίως στο Ικόνιο, όπου σήμερα εκτείνεται ο θορυβώδης Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων, πολλοί ψάρευαν, άλλοι με το καλάμι, άλλοι με πετονιά ή με τη βαρκούλα τους. Εκεί συνήθως γιόρταζαν την Καθαρά Δευτέρα οι Κερατσινιώτες τα Κούλουμα, ενώ υπήρχαν πολλά γραφικά ταβερνάκια που άρχισαν να κατεδαφίζονται από το 1960 και μετά.
Σε ιστορικό λεύκωμα του Δήμου Κερατσινίου διαβάζουμε ότι οι πρώτες μεγάλες βιομηχανίες που ιδρύθηκαν στην περιοχή ήταν η τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ Ηρακλής (1907), το εργοστάσιο λιπασμάτων και το τσιμεντάδικο των Νικ. Κανελλόπουλου και Ανδρ. Χατζηκυριάκου (1909). Η ίδρυση των εργοστασίων αυτών στηρίχτηκε στη λογική ότι οι βιομηχανίες πρέπει να βρίσκονται κοντά στο λιμάνι και να διαθέτουν δική τους αποβάθρα, ώστε να μειώνεται το μεταφορικό κόστος (πηγή: Δ. Λουκάς, Μ. Κλαδιά, Δ. Μπελέζος, 2004, «Κερατσίνι», επιμέλεια: Δρ Βλάσης Αγτζίδης, εκδόσεις Αλέξανδρος, Αθήνα, σελ. 77).
Οι βιομηχανίες αυτές δημιουργήθηκαν στη Δραπετσώνα και από την ίδια πηγή μαθαίνουμε ότι με τη δημιουργία τους «εκτόπισαν από την περιοχή τις καλλιέργειες καθώς και τη βόσκηση αιγοπροβάτων, που μεταφέρθηκαν δυτικότερα (προς το Κερατσίνι)».
Παράλληλα, αποκόπηκαν οι κάτοικοι από τη θάλασσα, που άρχισαν να αναζητούν τη δροσιά της στην παραλία του Κερατσινίου, η οποία ονομάζονταν «βοτσαλάκια».
Παλαιοί Δραπετσωνίτες θυμόντουσαν το μπάνιο στα «βοτσαλάκια», ενώ ο Σταυρίκος Παπαβραμίδης σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο του (Ενωση Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας, «Από τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά, εδώ… στη Δραπετσώνα», εκδόσεις Ινφογνώμων, Δραπετσώνα 2016), έγραφε:
«Μπάνιο κάναμε και κάτω από τις δεξαμενές του πετρελαίου, στα πρώτα βοτσαλάκια. Εκεί πηγαίνανε όσοι πρωτομαθαίνανε. Μετά πηγαίναμε πιο πέρα, που ήταν πιο βαθιά, στο “πηδηχτήρι”. Είχε βράχους και κάναμε βουτιές από κει».
Ο ίδιος θυμάται και το τραγικό τέλος του 17χρονου παλικαριού στα σαγόνια του καρχαρία, που συγκλόνισε, τότε, το πανελλήνιο.
«Καρχαρίας κατέφαγε έναν νέον. Πέντε μέτρα από την ακτήν», έγραφε πρωτοσέλιδα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1948, την επομένη του δυστυχήματος, η εφημερίδα «Ελευθερία».
«Εκεί λοιπόν στη σπηλιά του Κουλού είχανε πάει κάποια αγόρια για μπάνιο. Δεκαπέντε χρόνων το πολύ. Ολα τα παιδιά εκεί πηγαίναμε για μπάνιο. Ωραία θάλασσα, προτού τη βρομίσουνε τα εργοστάσια», θυμάται στο βιβλίο του ο Στ. Παπαβραμίδης. Και συνεχίζει γράφοντας:
«Εκεί λοιπόν στου Κουλού, τη μέρα που πήγανε τ’ αγόρια, μπαίνει ένα μέσα, Παρασάκη τον λέγανε, μη φανταστείς πολύ βαθιά, και πριν καλά-καλά κολυμπήσει έρχεται ένα σκυλόψαρο και το τρώει. Ολη η θάλασσα κάτω από το Τσιμεντάδικο γέμισε αίματα. (…) Τότες έρχονταν σκυλόψαρα εδώ, τα τραβούσε το αίμα από τα Σφαγεία. Επεφτε το αίμα στη θάλασσα, αυτά το μύριζαν και έβγαιναν στα ρηχά. Φόβος και τρόμος».
Στο περιστατικό αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του και ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972), που εργάστηκε, μεταξύ 1923 και 1924, ως εκδορέας στα σφαγεία και θυμάται τη σπηλιά του Κουλού ως ένας μέρος όπου σύχναζαν στον Μεσοπόλεμο χασισοπότες.
Ο ίδιος στο τραγούδι του «Μόρτισσα χασικλού» (1933) αναφέρει «νερό που εκουβάλησες απ’ του Κουλού τη βρύση» και στην αυτοβιογραφία του γράφει:
«… Μετά απ’ αυτό το μακελειό (εννοεί στα Σφαγεία), καταλαβαίνεις με τι λαχτάρα έπαιρνα το δρόμο για τον τεκέ. Μια φορά έτρεξα στη σπηλιά του Κουλού που ήταν μια ακτή εδώ της Δραπετσώνας, η οποία ονομάζεται “Απαγορεύεται”. Από τότες το λέγανε Απαγορεύεται διότι εκεί πέρα εφάγανε τα σκυλόψαρα δυο τρεις ανθρώπους. Λοιπόν, εκεί στο “Απαγορεύεται” υπήρχε ένα απόκρημνο μέρος, στο οποίο κατεβαίναμε κάτω και πηγαίναμε και φουμέρναμε, διάφοροι, πολύς κόσμος. Πολύ πηγαίναν οι χασικλήδες εκεί, για πιο ησυχία, για να μη μας κυνηγάει η αστυνομία. Εκεί υπήρχε ένα νερό, το οποίο το πηγαδάκι αυτό ήτανε λιγάκι γλυφό. (…) Και πλέναμε και τα τουμπεκιά και τις τζούρες που παίρναμε απ’ τα καφενεία, βάζαμε νερό στον αργιλέ. Οταν κατεβαίναμε στη σπηλιά για να φουμάρουμε, ήτανε πολύ απόκρημνο το κατέβασμα. Οποιος κι όποιος δεν μπορούσε να κατέβει, ειμή μόνον όσοι πηγαίναμε εκεί και αράζαμε…» (Μάρκος Βαμβακάρης, «Αυτοβιογραφία», της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ, 1978, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 101-103).
Οι επιθέσεις καρχαριών σε σφουγγαράδες δεν ήταν συνηθισμένες, αλλά οι λίγες περιγραφές που διασώζονται είναι συγκλονιστικές.
«Οι ατρόμητοι σπογγαλιείς δεν φοβούνται τον καρχαρίαν, τον τόσον σπανίως προσβάλλοντα δύτην, όσον σπανίως κεραυνός πλήττει τον άνθρωπον», έγραφε χαρακτηριστικά η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» (φ. 28.12.1903), σε εκτενή έρευνα για «Το σπογγαλιευτικόν ζήτημα της Μεσογείου κατά το έτος 1903».
Από μελέτη του Σωτηρίου Ι. Αγαπητίδη, η οποία διασώζεται στα «Συμαϊκά», μαθαίνουμε ότι τα τρία παλαιότερα συστήματα σπογγαλιείας ήταν οι «γυμνοί δύτες», οι περισσότεροι ευάλωτοι στους καρχαρίες, το καμάκι και η γκαγκάβα (σε αυτό το σύστημα χρησιμοποιούνταν δίχτυα) (Επιτροπή Συμαϊκών Εκδόσεων, «Τα Συμαϊκά», τόμος Γ΄, Αθήνα 1977).
Στο σύστημα των «γυμνών δυτών» ο δύτης ή βουτηχτής καταδύεται από μια μικρή βάρκα, φορτωμένος με κάποιο βάρος, τη λεγόμενη σκανταλόπετρα, και παρακολουθείται από τη βάρκα μέχρις ότου αναδυθεί στην επιφάνεια με τη βοήθεια δυο ανδρών του πληρώματος. Η κατάδυση γινόταν σε βάθος 72 με 78 μέτρα (40 οργιές) και ο δύτης παρέμενε εκεί για ένα με δύο λεπτά της ώρας, τοποθετώντας σε ένα ειδικό δίχτυ, την απόχη, ό,τι αλίευμα προλάβαινε να αποσπάσει, αποφεύγοντας, πάντως, να ξεριζώνει τα πολύ μικρά σφουγγάρια.
Σε χειρόγραφο του Συμαίου γυμνασιάρχη και λογίου Νικήτα Χαβιαρά, που διασώζεται στα «Συμαϊκά» με τίτλο «Συμαίων γυμνών σπογγαλιέων φρικτά επεισόδια», περιγράφονται παραστατικά δύο ιστορίες σπογγαλιέων που… συναντήθηκαν στον βυθό με καρχαρίες, αλλά είχαν αίσιο τέλος.
Η μια εξελισσόταν τον Ιούνιο του 1902, ανοιχτά της Λιβύης, όπου πήγαιναν πολλά σπογγαλιευτικά της Σύμης. Εκεί, ένας δύτης, καθώς βρισκόταν στον βυθό, είδε «προ αυτού θηρίον μεγαλύτερον μιας οργυιάς (περίπου 1,8 με 1,95 μέτρα), το οποίον μόλις εστάθη και ώρμησε κατά του δυστυχούς μας δύτου, όστις εις την ορμήν του αντέταξε την στιβαράν χείρα του, οπισθοχωρήσας δυο ή τρία βήματα. Το θηρίον ήρπασε της προταθείσης χειρός τον αντίχειρα, αλλά δεν τον απέκοψε. Ωρμησε και πάλιν και εκ τρίτου εδάκνε τον δυστυχή μας δύτην εις τους μηρούς».
Ο δύτης άρχισε να ανεβαίνει μόνος του προς την επιφάνεια και φτάνοντας περίπου 10 μέτρα απ’ αυτήν (5- 6 οργιές) άφησε την σκανταλόπετρα που είχε μαζί του «εναντίον της οποίας ώρμησε το φοβερόν θηρίον», δίνοντας τον χρόνο στον δύτη να ανέβει στην επιφάνεια και οι σύντροφοί του να τον ανασύρουν από το νερό τραυματισμένο αλλά ζωντανό.
Το ίδιο καλό τέλος είχε και ένα δεύτερο επεισόδιο που περιγράφει ο Ν. Χαβιαράς. Αντίθετα, σε χειρόγραφο του Γιάννη Γεράκη (1887-1971) από την Κάλυμνο, που ήταν γιος σφουγγαρά, αναφέρονται δύο θανατηφόρα περιστατικά που συνέβησαν το καλοκαίρι του 1903 νοτιοανατολικά της Κρήτης, με θύματα δυο σφουγγαράδες «γυμνούς δύτες».
Οπως έγραφε η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» (φ. 11.12.1903), για την καταδίωξη του καρχαρία η Βουλή των Κρητών είχε αποφασίσει να διαθέσει 500 δραχμές, σημαντικό ποσό για την εποχή.