Το χρονικό της υιοθεσίας, της ανατροφής και του μοναχικού τέλους της Χάιδως Τραϊφόρου
Είναι αρχές της δεκαετίας του ’50 και στην είσοδο μιας πολυκατοικίας της οδού Στουρνάρη αντηχούν δυνατά παιδικά γέλια και παιχνίδια. Ένα χαριτωμένο μελαχρινό τετράχρονο κοριτσάκι πηγαινοέρχεται ασταμάτητα, παίζει στα σκαλιά, φωνάζει συχνά προκειμένου να καταφέρει να προσελκύσει το ενδιαφέρον. Λίγο πιο πέρα, στο θυρωρείο, η μητέρα της, της φωνάζει να κάνει πιο σιγά. Εκείνη όμως δεν φαίνεται να την ακούει και συνεχίζει τις σκανδαλιές της. Ανάμεσα στους ενοίκους της πολυκατοικίας, όπου εργάζονταν οι πολύτεχνοι και πάμπτωχοι γονείς της μικρής Χάϊδως, ήταν και ένα θρυλικό ζευγάρι. Η Σοφία Βέμπο και ο Μίμης Τραϊφόρος!
Η τραγουδίστρια της νίκης, εκείνη την περίοδο έμενε πολύ καιρό στο εξωτερικό. Η μητέρα της, όμως, η κ. Πηνελόπη, που ζούσε επίσης στην ίδια πολυκατοικία, είχε ενθουσιαστεί με την ζωηρή πιτσιρίκα που τραγουδούσε με μπρίο κάνοντας παράλληλα τις φιγούρες της. Γι’ αυτό και συχνά, όσο εργάζονταν οι γονείς της, την έπαιρνε στο διαμέρισμά της και την κρατούσε κοντά της για αρκετές ώρες. Την φρόντιζε, την τάιζε, την πρόσεχε. Ήταν για εκείνη η καλύτερη συντροφιά.
Πίσω από τα αθώα παιδικά γέλια της μικρής Χάϊδως, ωστόσο, κρυβόταν μια σκληρή πραγματικότητα. Οι γονείς της αδυνατούσαν να συντηρήσουν εκείνη και τα άλλα επτά αδέλφια της. Τις περισσότερες ημέρες δεν υπήρχε φαγητό στο τραπέζι και τα χρήματα που εξασφάλισαν από την εργασία τους στο θυρωρείο δεν έφθαναν ούτε για τα βασικά. Τα παιδιά υπέφεραν, πεινούσαν και το μέλλον τους προδιαγραφόταν δραματικό.
Θέλοντας να βοηθήσει την οικογένεια και ιδιαίτερα την μικρούλα Χάϊδω, στην οποία είχε πολύ μεγάλη αδυναμία, η κ. Πηνελόπη θα προτείνει στην κόρη της να πάρει εκείνη το παιδί, να το μεγαλώσει και αργότερα, όταν τα χρόνια θα περάσουν να έχει κι αυτή μια συντροφιά. Η σχέση της Βέμπο με τον Τραϊφόρο, εξάλλου, ήταν τόσο εκρηκτική που δεν τους επέπτρεπε να συνυπάρχουν για πολλές ημέρες στον ίδιο χώρο. Οι καυγάδες τους ήταν τόσο δυνατοί όσο και ο έρωτάς τους. Γι’ αυτό όταν η Βέμπο βρισκόταν στην Αθήνα, εκείνος επέλεγε συχνά να φεύγει από το σπίτι.
Η Σοφία Βέμπο θα αντιδράσει θετικά στην πρόταση της μητέρας της. Θα πάρει το παιδί στο σπίτι της και θα του προσφέρει τα πάντα. Όσοι είχαν δώσει, μάλιστα, το παρών, στον πολυσυζητημένο γάμο της με τον Μίμη Τραϊφόρο, που έγινε το 1957, θυμούνταν την μικρή Χάϊδω να συνοδεύει τους θετούς γονείς ντυμένη παρανυφάκι. Η τύχη του κοριτσιού φαινόταν τότε πως είχε αλλάξει και πως με την φροντίδα και τις αρχές που θα της έδινε η Βέμπο θα κατάφερνε να ζήσει μια καλή ζωή. Η μοίρα, όμως, είχε διαφορετικά σχέδια για εκείνη.
Μεγαλώνοντας με την Βέμπο η Χάϊδω είχε ό,τι ζητούσε. Μπορεί να ήταν αυστηρή μαζί της όσο αφορά στους τρόπους και την συμπεριφορά της, καθώς θεωρούσε πως αυτό ήταν το σωστό, έκανε όμως το παν για την προστατεύσει. Κι ίσως ήταν αυτή η υπερπροστασία που δεν την άφησαν να γνωρίσει εγκαίρως τον αληθινό κόσμο, τα προβλήματά του και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει. Γεγονός που, αργότερα, θα της δημιουργήσει πολλά προβλήματα καθώς θα νιώθει ανήμπορη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της καθημερινότητας μόνη, χωρίς βοήθεια.
Κι έπειτα ήταν τα πρότυπα που πήρε μέσα σε εκείνο το σπίτι. Έμαθε να σέβεται, να αγαπά τους ανθρώπους και να βοηθά όποτε μπορεί. Έμαθε όμως, επίσης, πως οι μεγάλοι έρωτες έχουν και τις αρνητικές πλευρές τους, αυτές της ζήλιας, της απιστίας, των καυγάδων, της μοναξιάς. Κι όσο τα χρόνια περνούσαν έβλεπε την άλλοτε αεικίνητη Βέμπο να βουλιάζει μέσα στην απογοήτευση και το ποτό. Μια συνήθεια την οποία υιοθέτησε και εκείνη όταν ήρθαν τα δύσκολα.
Κάποια στιγμή η Χάϊδω θα ερωτευθεί έναν Κύπριο μπουζουξή και θα αποφασίσει να τον παντρευτεί και να τον ακολουθήσει στην Αγγλία. Εκεί θα κάνει κάποιες προσπάθειες να μπει και η ίδια στον χώρο του τραγουδιού. Η θετή της μητέρα θα την στηρίξει πολύ και σε αυτήν της την απόφαση. Διέθετε μια καλή φωνή αλλά οι συγκρίσεις με την σπουδαία Βέμπο ήταν αναπόφευκτες. Όταν θα δει πως τα πράγματα σε αυτόν τον τομέα δεν προχωρούν, θα τα παρατήσει απογοητευμένη.
Στο μεταξύ η Σοφία Βέμπο, καταβεβλημένη πλέον, ιδιαίτερα αδύναμη και εξαρτημένη από το αλκοόλ, θα αφήσει την τελευταία της πνοή τον Μάρτιο του 1978, προκαλώντας πανελλήνια συγκίνηση. Η Χάϊδω δεν ήταν στο πλευρό της τις τελευταίες της στιγμές καθώς ήταν εκείνη η περίοδος που ζούσε με τον μουσικό σύζυγό της στην Αγγλία.
Λίγο χρόνια μετά, θα επιστέψει στην Ελλάδα με ένα διαζύγιο στο χέρι, χωρίς χρήματα και δίχως να έχει την παραμικρή ιδέα για το τί θα κάνει στη ζωή της. Η Βέμπο δεν ήταν πλέον δίπλα της για να την συμβουλεύσει και να την στηρίξει. Το μοναδικό της εισόδημα ήταν τα χρήματα που εισέπραττε από τα πνευματικά δικαιώματα της θετής της μητέρας. Οι υποχρεώσεις όμως ήταν πολλές, η ζωή δύσκολη κι εκείνη δεν είχε μάθει να περνά τα εμπόδια. Δούλεψε για κάποια χρόνια νύχτα σε διάφορα μπαρ και νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Το περιβάλλον αυτής της δουλειάς, όμως, αύξησε δραματικά την εξάρτησή της από το αλκοόλ στο οποίο είχε καταφύγει τα τελευταία χρόνια σε μια μάταιη προσπάθεια να επουλώσει τις πληγές της. Στην γειτονιά που ζούσε, κάπου στην Αγίου Μελετίου, οι περισσότεροι την γνώριζαν και ανησυχούσαν για εκείνη βλέποντάς την να τριγυρίζει, σαν σκιά, μεθυσμένη και μόνη. Κάποια στιγμή μάλιστα, πριν από περίπου τρία χρόνια, οι γείτονές της είχαν δηλώσει την εξαφάνισή της. Είχε να φανεί έναν ολόκληρο μήνα…!
Εκεί στο σκοτεινό, γεμάτο υγρασία υπόγειο της Αγίου Μελετίου άφησε πριν λίγες ημέρες την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 71 ετών, πληγωμένη και μόνη. Η σωρός της βρισκόταν για 24ωρα στα αζήτητα του νεκροτομείου Αθηνών μέχρι χθες που παρενέβη το υπουργείο Πολιτισμού αναλαμβάνοντας τα έξοδα της κηδεία της. Το φευγιό της σηματοδοτεί, αναμφισβήτητα, το κλείσιμο ενός σημαντικού κεφαλαίου της ελληνικής μουσικής ιστορίας. Του κεφαλαίου που έγραψε η ασυναγώνιστη Σοφία Βέμπο με την ιδιαίτερη προσωπικότητά της και τη μεγάλη φωνή της.