Τα καλύτερα μας χρόνια, τα χρόνια της αθωότητας και της ξεγνοιασιάς του νησιού μας | Δεκαετίες του 60-70 (Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)

13
1598
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Τα καλύτερα μας χρόνια, τα χρόνια της αθωότητας και της ξεγνοιασιάς του νησιού μας

Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη

Δεκαετίες του 60-70,  ανέμελο ζεστό το καλοκαιράκι και ανάμεσα στην ασταμάτητη φλυαρία, από τα αμέτρητα τζιτζίκια, που κατοικούσαν στις πανύψηλες λεύκες  και στα  ευωδιαστά γιασεμό-δένδρα, ακούγονταν και το γλυκό κλάμα του μπουζουκιού.   Κάθε  πρωί  ο αξέχαστος  γείτονας μας,  ο Μπάμπης ο Καραμπεσίνης,  φόρτωνε ένα  αυτοσχέδιο μουσικό κουτί και τριγυρνούσε στις ήσυχες γειτονιές, σκορπώντας αξεπέραστες μελωδίες.  Πάνω  στο ξύλινο καροτσάκι, είχε τα δισκάκια  βινυλίου της Κολούμπια,  με τις τελευταίες λαϊκές επιτυχίες. Η  βελόνα του πικάπ,  ζωντάνευε τις φωνές του καλού λαϊκού τραγουδιού, που  μίλαγε στις  καρδιές όλων.

Τραγούδια της πικρής ξενιτιάς, που με τη  στεντόρεια φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, παρηγορούσαν τους συγγενείς και φίλους των ξενιτεμένων μας. Τραγούδια του έρωτα και της χαράς, που η Καίτη Γκρέυ, η Μαρινέλλα και  η Πόλυ Πάνου,  κλπ  τότε τραγουδούσαν με πάθος.

Λίγο πιο κάτω στην Χαντάκα  στην οδό Ιπποκράτους, η παραδοσιακή αοιδός Άννα  Σαρρή  Καρμπεσίνη, η σύζυγος του Μπάμπη, είχε ανοίξει μαζί με την αδελφή της Έφη Σαρρή, το πρώτο δισκάδικο. Τα  δυο γλυκόλαλα αηδόνια της Κω, μουσικοί πρεσβευτές σε όλο τον κόσμο, χάριζαν παντού  τα δικά τους Αιγαιοπελαγίτικα νησιώτικα, Δημοτικά τραγούδια, σκορπώντας ευχάριστες μελωδίες.

Κατά το μεσημεράκι ο Μπάμπης, επέστρεφε από τον μουσικό γύρο της όμορφης πόλης της Κω. Μια πόλη που την έπνιγαν τα γιασεμιά, οι τριανταφυλλιές, οι κόκκινοι ιβίσκοι, οι μπουκαμβύλιες και το αγιόκλημα. Μια  πόλη περήφανη για τις κομψές και λιτές μονοκατοικίες της, με τις ανθισμένες αυλές και τις πέργολες από  κληματαριά.

Στην οδό Αβέρωφ, που περίσσευε η  ευωδιά του δυόσμου και του βασιλικού, απέναντι μας έμενε η αξέχαστη Άννα Καραμπεσίνη, με τον Μπάμπη της και τις αείμνηστες αδελφές τις,  στις οποίες η πολιομυελίτιδα δεν χαρίστηκε.

Αξέχαστα τα καλοκαίρια, με τους γείτονες, να σιγοτραγουδούν και να αποσπερίζουν τα ζεστά βραδάκια, κάτω από τον έναστρο  ουρανό, με το ολόγιομο, Αυγουστιάτικο φεγγάρι να τους φωτίζει.

Μαζεμένοι στις αυλές  παρέες, παρέες άκουγαν  τις τελευταίες λαϊκές επιτυχίες και απολάμβαναν όλοι,  μαζί με τους Αθηναίους περιηγητές,   ολόδροσο καρπούζι, μελωμένο πεπόνι και φρέσκια ντοματοσαλάτα με τυρί, που τα συνόδευαν με ντόπιο κρασί. Οι   περισσότεροι, διανυχτέρευαν στις αυλές τους, γιατί νοίκιαζαν με τη βραδιά τα σπίτια τους, στους πρώτους Έλληνες και κυρίως Αθηναίους τουρίστες. Αυτοί έρχονταν για να απολαύσουν, τα κρυστάλλινα θαλασσινά νερά στις ακρογιαλιές και   να κάνουν ατέλειωτη ηλιοθεραπεία, μαζί με νόστιμο μεσημεριανό γεύμα από φρέσκο ψάρι που εύρισκαν στις γύρω ψαροταβέρνες.

Σιγά, σιγά  οι μονοκατοικίες αυτές χάθηκαν, κάτω από τριώροφες πολυκατοικίες και διάφορα ξενοδοχειακά συγκροτήματα.

Ο Μπάμπης  καθημερινά, χρωμάτιζε μουσικά τις ωραίες γειτονιές, με την άριστη ρυμοτομία και τις καταπράσινες συστάδες των δένδρων. Μέσα από το βινύλιο, ξεπηδούσαν τα λαϊκά τραγούδια,  ενώ εμείς Σχολιαρόπαιδα τότε,   αφήναμε στην άκρη τα βαρετά βιβλία, για να τρέξουμε να ακούσουμε από  το μουσικό καροτσάκι του Μπάμπη τις τελευταίες λαϊκές επιτυχίες.  Μέχρι  που ο Μπάμπης κουράστηκε να μοιράζει χαρά, με το μελωδικό καροτσάκι του. Αργότερα  άνοιξαν άλλα  δισκάδικα,  του Χαράλαμπου Πίττα, στην οδό Κανάρη,  του Αντώνη Παρθενιάδη  και του Γιώργου του Ρήνου, στην Πλατεία Ελευθερίας.

Τα τραγούδια της ξενιτιάς, με την Πολύ Πάνου να τραγουδάει ‘το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα’  και τον  Στέλιο Καζαντζίδη ‘την πικρή ξενιτιά , ακούγονταν και από τα ‘τζουκ μποξ’ στα καφενεία της πόλης και των χωριών.  Τα   τραγούδια του έρωτα και της αγάπης, τα τραγουδούσαν τότε με πάθος ο Μιχάλης Μενιδιάτης,  η Καίτη Γκρέυ, η Μαρινέλλα και αργότερα  η  Ρίτα Σακελλαρίου. Τα πρώτα τους μουσικά βήματα, έκαναν ο Πασχάλης, ο Δάκης,  ο Γιάννης  Πάριος, ο Δημήτρης Μητροπάνος και ο Γιάννης Πουλόπουλος. Τα λαϊκά τραγούδια της καρδιάς, τα  σιγοτραγουδούσαν και οι εργάτες και οι εργάτριες, στο εργοστάσιο τοματοπολτέ της οικογένειας  Νομικού, ένα από τα επτά εργοστάσια ντομάτας  της Κω. Αυτό βρισκόταν επί της οδού Αβέρωφ, απέναντι από την νεόκτιστη Εκκλησία του Αγίου Παύλου.

Ύστερα  ήρθε το  άκαρδο χέρι της μετανάστευσης, που πήρε τα καλύτερα παιδιά μακριά από την πατρίδα τους. Ακλούθησε  ο μαζικός τουρισμός, που πλημύρισε τα νησιά μας με ξένους, κυρίως Ευρωπαίους περιηγητές. Τα χωράφια χέρσωσαν, αντίθετα η οικοδομή και τα παραπλήσια επαγγέλματα,  άνθιζαν και έφτασαν  στο απόγειο τους.

Τα  νυχτερινά κέντρα, οι ντισκοτέκ και τα μπουζούκια,  κάθε βράδυ ήταν γεμάτα, αφού γέμιζαν ασφυκτικά από ντόπιους και ξένους .                      Η  σαμπάνια και το ουίσκι, έρρεαν  άφθονα,  όπως και το χρήμα.

Πρόσφατα, έφυγε ο τραγουδιστής των εφηβικών μας χρόνων. Τότε  που τρέχαμε στα περίπτερα για να αγοράσουμε τα περιοδικά ‘Μανίνα’ και ‘Κατερίνα,’ που είχαν   έγχρωμες  αφίσες του Γιάννη Πουλόπουλου. Τότε  που μας συνόδευαν τα  τραγούδια του, με ένα μικρό τρανζίστορ  στις Σχολικές μας εκδρομές.  Ο  ταλαντούχος τραγουδιστής, της νιότης μας,  έφυγε για την μουσική γειτονιά των Αγγέλων, μετά από μια τεράστια   πολυετή  καριέρα, στην μουσική σκηνή, όπου τραγούδησε  με πάθος τον έρωτα και την αγάπη.

Μας άφησε, τα καλύτερα τραγούδια του. Ας  θυμηθούμε μερικά από τα εκατοντάδες που ερμήνευσε με την βελούδινη, ξεχωριστή φωνή του.

‘Απόψε κλαίει ο ουρανός’ -γιατί ‘έπεσε βαθύ σκοτάδι’- και έσβησε το ‘γειτονάκι’ μου- ‘σπουργητάκι’ μου -σε ‘μια καμαρούλα μια σταλιά.’- ‘Νύχτωσε  χωρίς φεγγάρι’  -και ‘δεν έχει άστρα ο ουρανός’ -για αυτό ‘μην του μιλάτε του παιδιού’ -γιατί  ‘θα πιει απόψε το φεγγάρι’.-

‘Μια φορά μονάχα φτάνει να ραγίσει το γυαλί’- και ‘εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο’  -για αυτό ‘μην μου θυμώνεις μάτια μου’- γιατί  ‘θέλω να μ’ αγαπάς  σαν τον ήλιο.’ – ‘όσο  και αν βρέχει στην φτωχογειτονιά μας’,- αλλά ‘αχάριστη ‘- και ‘αστατη γυναικα’  – ‘οι χάρτινες καρδιές δεν αγαπάνε’  -για αυτό  ‘άνθρωπος είμαι και εγώ’-και  ‘με το βουνό θα γίνω φίλος.’ -Να  που ‘κάποιο άγαλμα στο δρόμο με θυμήθηκε’  -‘να’ χα τη δύναμη τα βράχια να κυλίσω’- για  να δω ‘πια νύχτα σε έκλεψε. -Έτσι είναι  τελικά  ‘αυτοί που φεύγουν και αυτοί που μένουν’- για αυτό ‘παιδί μου ώρα σου καλή’- ‘καλό  δρόμο’ -Γιάννη Πουλόπουλε. Σε ευχαριστούμε, για  τα  μουσικά δώρα που   μας χάρισες.

Ξανθίππη Αγρέλλη  – Κως 26/8/2020  –

Κως 1966: ΔΕΙΤΕ Σπάνιας ομορφιάς βίντεο για το νησί της Κω!

13 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Τα χρόνια που οι γονείς σε σάπιζαν στο ξύλο και έλεγες και ευχαριστώ, που τις κόρες τις δίνανε με αντάλλαγμα χωράφια και φυσικά την αγαπημένη για κάποιους χούντα όνειρο θερινής νυκτός για κάθε στρατόκ…ο…

  2. Ξυνουν τις πληγες της ψυχης μου αυτες οι αναμνησεις,και τρεχει το αιμα της πανω στο μαξιλαρι των γλυκων στιγμων που μας προσφερε απλοχερα αυτη η κουκλα,που την πληγωνουμε καθημερινα .Η ΚΩΣ μας!!!!

  3. Ξυνουν τις πληγες του μυαλου μου αυτες οι γλυκες αναμνησεις ,και το αιμα σταζει στο μαξιλαρι της ψυχης. που γνωριζει καλα πως οι στιγμες που μας χαρισε αυτος ο τοπος θα μεινουν για παντα αναμνησεις.Κως μου πανεμορφο νησι!!!

  4. ΠΡΟΣ Ε ΜΑ.- ΑΠΑΝΤΩ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΤΗΝ ΔΕΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΙΑΣ ΣΑΣ – ΛΑΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ -ΑΝ ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑΤΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΑΣ- ΤΟΤΕ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΟΥΜΕ – ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΛΑΓΝΕΙΑ. ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ- ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΗΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΩ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΩ ΟΣΑ ΠΟΛΛΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΜΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ .- ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΡΑΦΗ ΜΕ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΟΡΑΣΗΣ.-

  5. Μην σκας Ξανθίππη μου ένα παιδάκι είναι κ μάλιστα όχι από δω τι να μας πει κι αυτό ας κάτσει να λέει για στορυ για λαικ κ για προφίλ κι άλλα τέτοια αυτή είναι η ιστορία της ζωής του

  6. Σας πείραξε η «παρελθοντολαγνεία» και αφήσατε ασχολίαστη την αναλυτικότερη εξήγηση του ανώνυμου πιο πάνω. Όπου συμπληρώνω: μιλάμε για τις εποχές που ευδοκιμούσαν η
    συγκαλυμμένη ενδοοικογενειακή βία, ο σεξισμός, η καταπίεση και η υποτίμηση των θυγατέρων, ο βαθιά ριζωμένος συντηρητισμός, η φτώχεια (όλα αυτά δυστυχώς τα έζησα). Επομένως, θα επιμείνω ότι η εξιδανίκευση και η αποστείρωση των παλαιότερων εποχών, και η παρουσίασή τους σαν ρομαντικές/νοσταλγικές καρτ ποστάλ της αθωότητας, ναι, είναι τουλάχιστον κουραστικές. Δεν είπα πουθενά να καταργήσουμε της ιστορίας μας. Απλά να μην την αλλοιώνουμε. Μόνο έτσι θα υπάρξει προσωπική και κοινωνική βελτίωση.

  7. Σε όλες τις εποχές υπήρχαν θετικά κσι αρνητικά γεγονότα και σήμερα υπαρχουν ενδοοικογενειακή βία σεξισμός παιδεραστία υποτίμηση των γυναικών όλες τα βιωσαμε. Για αυτο ας κρατήσουμε τις ευχάριστες μνήμες για να μαθαίνουν και τα παιδια μας. Οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν απο τα βέλτιστα μέχρι τα χειριστα.

  8. Η «νοσταλγία της αθωότητας» εκείνης της εποχής είναι λάθος. Οι άνθρωποι τότε δεν ήταν περισσότερο αθώοι απ’ ό,τι είναι σήμερα. Το αντίθετο μάλιστα. Ήταν περισσότερο καταπιεστικοί, βίαιοι και συντηρητικοί – και μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία. Η άγνοια, η παθητικότητα και η απάθεια της περιόδου δεν πρέπει να συγχέονται με την αθωότητα. Έτσι κοροϊδεύουμε τα παιδιά μας, δεν τα διδάσκουμε.

  9. ΟΤΑΝ ΄ΛΕΜΕ ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΝΕΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ- ΚΥΡΙΩΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΚΑΛΛΙΤΕΡΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ- ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ -ΘΑ ΧΑΡΩ ΝΑ ΣΑΣ ΓΝΩΡΙΣΩ ΚΑΙ ΕΠΩΝΥΜΑ-

  10. Έχουμε την τάσηνα ωραιοποιούμε τα χρόνια της νιότης μας, θα ξεχάσουμε την φτώχεια, τα σκοτωμένα μεροκάματα στα εργοστάσια ντομάτας, την εποχή που πήγαινες με ένα αυγό στη τσέπη να πιεις ένα καφέ στο καφενείο…..

  11. Πολλές (και πολλοί) εκείνα τα καταπιεστικά χρόνια, χάσαμε την αθωότητά μας νωρίς, από όλα τα αρνητικά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Προτιμώ το «Δειλή Ανώνυμη» που μου δόθηκε.

  12. ΠΡΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΚΑΙ ΔΕΙΛΗ ΚΑΙ ΑΝΩΝΥΜΗ –ΛΥΠΑΜΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΤΕΡΗΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗΣ ΖΩΗΣ -. ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΠΕΡΑΣΑΜΕ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ- ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΜΑΣ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΑΤΑΜΕ ΤΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΑ – ΘΑ ΧΑΡΩ ΝΑ ΣΑΣ ΓΝΩΡΙΣΩ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΜΕ ΤΟ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ ΔΕΙΛΗ ΚΑΙ ΑΝΩΝΥΜΗ – ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ-

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ