Αυτά τα τόσο ιδιαίτερα και χαρισματικά παιδιά, πολλές φορές μεγαλώνοντας, μεταλλάσσονται σε ενήλικες με παραβατικές ή αλλόκοτες συμπεριφορές στη σκιά των πρώην εαυτών τους
Δεν είναι λίγοι οι γονείς, που θα ήθελαν το παιδί τους να είναι ή να γίνει παιδί-θαύμα, θεωρώντας ότι αυτό θα του εξασφαλίσει μια υπέροχη ζωή. Τα παιδιά-θαύματα αναγνωρίζονται και απολαμβάνουν τον θαυμασμό της κοινωνίας για όλα όσα έχουν πετύχει, ωστόσο μερικές φορές, όταν ένα τέτοιο παιδί μεγαλώνει, μπορεί να μην ανταποκρίνεται πλέον στις αυξημένες προσδοκίες – δικές του ή των άλλων. Μπορεί να κουράστηκε να προσπαθεί να είναι πάντα αρεστό ή απλώς να βαρέθηκε και να αναζητά μια καθημερινή, απλή ζωή. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιες φορές αυτά τα τόσο ιδιαίτερα και χαρισματικά παιδιά μεγαλώνοντας μεταλλάσσονται σε ενήλικες με παραβατικές ή αλλόκοτες συμπεριφορές στη σκιά των πρώην εαυτών τους. Αυτά είναι μερικά παιδιά-θαύματα, που μεγαλώνοντας έγιναν πολύ «κακά παιδιά» και κάποια άλλα απλώς αμφιλεγόμενοι ενήλικες…
Στην παιδική του ηλικία, ο Έντγκρεν ήταν ένας εξαιρετικός πιανίστας, που έπαιζε στο Westminster Conservatory του Πρίνστον όταν ακόμη πήγαινε στο Γυμνάσιο. Το πιάνο ήταν το κερασάκι στους εντυπωσιακούς βαθμούς του, έπαιζε εξαιρετικό τένις και σκάκι στον ελεύθερο χρόνο του, η αριστεία ήταν απλώς αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Αυτό οδήγησε τον Έντγκρεν να γίνει δεκτός για σπουδές στο διάσημο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, παίζοντας πιάνο με το φημισμένο Pianist Ensemble. Η κατρακύλα του όμως από την κορυφή είναι πραγματικά σοκαριστική.
Ο εθισμός στα ναρκωτικά είναι μια «κατάρα» της σύγχρονης κοινωνίας. Οι εθισμένοι στις ουσίες γίνονται συχνά και οι ίδιοι διακινητές ναρκωτικών, αναγκασμένοι από τους εμπόρους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δόση τους. Ο Τζούλιαν Έντγκρεν, το χαρισματικό παιδί με την ευαισθησία και το ταλέντο στη μουσική έγινε ένας από αυτούς τους εμπόρους, προμηθεύοντας συμφοιτητές του στο Πρίνστον, ενόσω και ο ίδιος σπούδαζε εκεί. Αρχικά συνελήφθη αφού ένα πακέτο που έφθασε γι’ αυτόν περιείχε απαγορευμένες ουσίες και μια έρευνα στο διαμέρισμά του αποκάλυψε πολλά περισσότερα. Ο Έντγκρεν καταδικάστηκε τελικά για την κατηγορία διακίνησης-κατοχής συνταγογραφούμενων ναρκωτικών σε φυλάκιση 5 ετών. Έμεινε μόνο ένα χρόνο στη φυλακή και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος, ωστόσο δεν επανήλθε ποτέ στο Πρίνστον.
Ήταν ο νεότερος grandmaster σκακιού στην παγκόσμια ιστορία, που κέρδισε τον τίτλο σε ηλικία 15 ετών. Αυτή ήταν μόνο η αρχή για τον Φίσερ, του οποίου το πιο γνωστό παιχνίδι έλαβε χώρα το 1972 στην Ισλανδία, όταν νίκησε τον σοβιετικό παίκτη Μπόρις Σπάσκι, σε αυτό που θεωρήθηκε τότε σε μεγάλο βαθμό ως συμβολική νίκη της Δημοκρατίας έναντι του κομμουνισμού. Ωστόσο, αργότερα, ιδιαίτερα αφότου έχασε τον τίτλο του, ο Φίσερ άλλαξε προοδευτικά συμπεριφορά, άρχισε να κάνει μακροσκελείς αντι-εβραϊκές δηλώσεις και να εμπλέκεται σε αμφιλεγόμενα θρησκευτικά κινήματα, κάτι που ήταν πραγματικά πολύ περίεργο γι’ αυτόν λόγω της εβραϊκής κληρονομιάς του και της μέχρι τότε πορείας του.
Η συμπεριφορά του Φίσερ ξεπέρασε το όριο της παραξενιάς και έγινε παράνομη δραστηριότητα το 1991, όταν ταξίδεψε στη Γιουγκοσλαβία για να αγωνιστεί σε ένα επαναληπτικό παιχνίδι σκακιού εναντίον του Σπάσκι, παραβαίνοντας την απαγόρευση της χώρας του, λόγω των κυρώσεων, που είχε επιβάλει η κυβέρνηση των Η.Π.Α στη Γιουγκοσλαβία. Μετά τον αγώνα, ο Φίσερ το έσκασε, σε μια προσπάθεια να αποφύγει την απαγγελία κατηγοριών στις Η.Π.Α., συνεχίζοντας τους εξάψαλμους και μάλιστα έφθασε στο σημείο να πανηγυρίζει για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή. Τελικά συνελήφθη στην Ιαπωνία επειδή ταξίδευε με άκυρο διαβατήριο. Πέρασε αρκετούς μήνες στη φυλακή προτού του χορηγηθεί Ισλανδική υπηκοότητα και αφέθηκε ελεύθερος. Τελικά πέθανε στην Ισλανδία το 2005, χωρίς ποτέ να αποκηρύξει τις απόψεις του.
Ήταν κάποτε ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός αθλητής, που έγινε δύο φορές πρωταθλητής κολύμβησης στις ΗΠΑ και συμμετείχε σε Ολυμπιακούς Αγώνες με την ομάδα κολύμβησης των ΗΠΑ. Οι ικανότητές του και οι διακρίσεις του στο άθλημα του εξασφάλισαν υποτροφία στο διάσημο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, όπου συμμετείχε στην ομάδα κολύμβησης. Το στάτους του ως αθλητή του Πανεπιστημίου έδωσε στον Τέρνερ μια αίσθηση ανωτερότητας, την εντύπωση ότι ήταν υπεράνω του Νόμου και ήταν γνωστό ότι είχε εμπλακεί σε αρκετά μικροαδικήματα, ξεφεύγοντας πάντα με ελάχιστες ή καθόλου συνέπειες.
Στις 18 Ιανουαρίου 2015, ο Τέρνερ το τερμάτισε, όταν πιάστηκε να επιτίθεται σεξουαλικά σε μια γυναίκα πίσω από ένα σκουπιδοτενεκέ στην Πανεπιστημιούπολη του Στάνφορντ. Τόσο ο Τέρνερ όσο και το θύμα του ήταν σκνίπα στο μεθύσι κατά τη στιγμή του συμβάντος, ούτε καν μπορούσαν να θυμηθούν τί είχε συμβεί. Όμως από καταθέσεις μαρτύρων έγινε σαφές στην Αστυνομία πως ο Τέρνερ είχε διεισδύσει στη γυναίκα ενώ εκείνη ήταν αναίσθητη, με αποτέλεσμα να του απαγγελθούν κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση και απόπειρα βιασμού. Ο Τέρνερ δήλωσε αθώος, ωστόσο καταδικάστηκε. Σε μια αμφιλεγόμενη απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία ενισχύει μόνο την αίσθηση «ασυλίας» του Τέρνερ, καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση, εκ των οποίων εξέτισε μόνον τρεις λόγω καλής συμπεριφοράς.
Είναι κόρη Βιετναμέζων προσφύγων στον Καναδά, οι οποίοι διέφυγαν από πολιτικές διώξεις στη χώρα τους και ήταν αποφασισμένοι να τα καταφέρουν στη νέα τους πατρίδα. Ως αποτέλεσμα, οι γονείς της Παν είχαν υψηλές προσδοκίες από την κόρη τους και στην πρώιμη ζωή της εκείνη κατάφερνε και ανταποκρινόταν σ’ αυτές. Εκτός από τους τέλειους βαθμούς, η Τζένιφερ ήταν εγγεγραμμένη στο πιάνο, το χορό και το καλλιτεχνικό πατινάζ, στα οποία ήταν άριστη. Θεωρήθηκε ακόμη και υποψήφια για συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2010 στο καλλιτεχνικό πατινάζ, ωστόσο ένας τραυματισμός της στέρησε τη δυνατότητα να αγωνιστεί. Καθώς όμως μεγάλωνε, δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των γονιών της και άρχισε να πλαστογραφεί τους ελέγχους της στο Γυμνάσιο για να τους κρατά ευτυχισμένους. Στην συνέχεια γνώρισε τον έμπορο ναρκωτικών Ντάνιελ Γουόνγκ, με τον οποίο ξεκίνησε μια θυελλώδη σχέση που οι γονείς της αποδοκίμασαν έντονα σε σημείο που της είπαν ότι έπρεπε να επιλέξει μεταξύ εκείνων ή του Γουόνγκ. Επέλεξε τους γονείς και την οικογένειά της, μια απόφαση που όμως μετάνιωσε στην πορεία.
Επειδή δεν μπορούσε πλέον να βλέπει τον Γουόνγκ, καθώς είχαν τεθεί νέοι περιορισμοί στη ζωή της σε σημείο που δεν μπορούσε καν να βγει από το σπίτι των γονιών της, η Παν αποφάσισε, μετά από ιδέα του Γουόνγκ, να σκοτώσει τους γονείς της, τόσο για την ελευθερία της όσο και για την περιουσία τους. Ο Ντάνιελ Γουόνγκ έφερε την Τζένιφερ σε επαφή με έναν φίλο του ονόματι Λένφορντ Κρόφορντ, ο οποίος της είπε ότι μπορούσε να δολοφονήσει τους γονείς της για δέκα χιλιάδες δολάρια. Τις επόμενες εβδομάδες τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο και στις 8 Νοεμβρίου 2010 αποφασίστηκε να γίνει η δολοφονία. Η Παν άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη για να μπουν στο σπίτι τρεις οπλισμένοι άνδρες. Οι γονείς της Παν μεταφέρθηκαν απ’ αυτούς στο υπόγειο του σπιτιού και πυροβολήθηκαν και οι δύο στο κεφάλι. Η μητέρα της Παν πέθανε, ωστόσο ο πατέρας της επέζησε, αλλά υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς. Η Παν υποστήριξε ότι δέθηκε από τους εισβολείς στο δωμάτιο της στον πάνω όροφο. Μετά από αρκετές αντιφατικές καταθέσεις της στην αστυνομία, η Παν έγινε ύποπτη για την επίθεση στους γονείς της. Τελικά το σχέδιο δολοφονίας αποκαλύφθηκε. Η Τζένιφερ Παν, ο Ντάνιελ Γουόνγκ, ο Λένφορντ Κρόφορντ, ο Ντέιβιντ Μιλαγκάναμ και ο Έρικ Κάρτι κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν τελικά για δολοφονία πρώτου βαθμού και τους επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής για 25 χρόνια.
Όταν ο 42χρονος Γιάνσι Νολ πυροβολήθηκε στο αυτοκίνητό του σε μια φαινομενικά απρόκλητη επίθεση, η πόλη του Σιάτλ βίωσε κατάσταση φόβου και την έντονη ανάγκη να μάθει ποιος το έκανε. Η αστυνομία ήταν μπερδεμένη καθώς ο Nολ ήταν αγαπητός σε όλους, όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για έναν «ευγενικό γίγαντα». Το μόνο στοιχείο στην υπόθεση ήταν κάποιες μαρτυρίες που αποκάλυπταν ότι ο άντρας που πυροβόλησε τον Nολ οδηγούσε ένα ασημί κουπέ BMW με ένα παράθυρο σπασμένο από σφαίρες. Αφού παρακολούθησε -χωρίς επιτυχία- αρκετούς οδηγούς, η αστυνομία έλαβε μια πληροφορία ότι ένας άνδρας με το όνομα Ντιν Μπόουμαν ήταν ο άνθρωπος που έψαχναν.
Ο Ντιν Μπόουμαν θα ήταν το τελευταίο άτομο που θα περίμενε κάποιος να είναι δολοφόνος. Ο γιος ενός μηχανικού της Boeing και μιας Βιετναμέζας νοικοκυράς ήταν ένα ταλαντούχο παιδί. Έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο σε ηλικία 12 ετών με στόχο να γίνει μηχανικός. Μετά την αποφοίτησή του, άνοιξε τη δική του εταιρεία μηχανικών που ειδικεύεται στη ρομποτική. Ωστόσο, καθώς η αστυνομία άρχισε να ερευνά τον Μπόουμαν, εμφανίστηκε μια πιο σκοτεινή εικόνα. Εκτός από ένα πρόσφατα βαμμένο BMW κουπέ με νέο παράθυρο που έδειχνε μια κατ΄ αρχήν ενοχή, υπήρχαν αποδείξεις προμελέτης. Στον υπολογιστή του Μπόουμαν υπήρχαν πολλά βίντεο με τον ίδιο να πυροβολεί και περιγραφές πώς να πυροβολεί κάποιος μέσα από ένα παράθυρο. Υπήρχαν επίσης χιλιάδες έγγραφα σχετικά με δολοφονίες όπως: «πώς να καλύψετε ένα έγκλημα» και «πώς αισθάνεστε όταν σκοτώνετε». Ο Μπόουμαν καταδικάστηκε σε κάθειρξη 29 ετών για δολοφονία πρώτου βαθμού τον Δεκέμβριο 2014 και παραμένει στη φυλακή μέχρι σήμερα.
Ηταν το χρυσό αγόρι της πόλης του. Ξεχωρίζοντας στο ποδόσφαιρο κατά τη διάρκεια της μέσης και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αγαπήθηκε από όλους. Οι δεξιότητές του τον έκαναν έναν επιθυμητό παίκτη για Πανεπιστήμια και έλαβε πολλές προσφορές υποτροφιών. Φαινόταν ότι η NFL (πρωτάθλημα αμερικανικού ποδοσφαίρου των ΗΠΑ, το υψηλότερο επίπεδο του επαγγελματικού αμερικανικού ποδοσφαίρου στις Ηνωμένες Πολιτείες) ήταν βεβαιότητα γι αυτόν. Αφού έπαιξε στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, ο Χερνάντεζ μπήκε στο NFL παίζοντας για τους New England Patriots. Βοήθησε να φθάσει η ομάδα του στο Super Bowl XLVI, αλλά οι Patriots έχασαν από τους New York Giants.
Η δόξα του Χερναντεζ έληξε με πάταγο στις 26 Ιουνίου 2013 όταν συνελήφθη για τη δολοφονία της Οντίν Λόιντ, μιας γνωστής του και του φίλου της αδελφής της αρραβωνιαστικιάς του. Περαιτέρω έρευνα για τον Χερνάντεζ και τον κύκλο γνωριμιών του έφερε στο φως στοιχεία ότι ο Χερνάντεζ ήταν ο δράστης μιας παλαιότερης άλυτης υπόθεσης επίθεσης με πυροβολισμό που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο δύο ανδρών. Ο Χερνάντεζ κατηγορήθηκε αργότερα για αυτές τις δολοφονίες καθώς και για την υπόθεση Λόιντ.
Οι Patriots αποστασιοποιήθηκαν αμέσως από τον Χερνάντεζ καθώς και από όλους τους χορηγούς του. Στις 15 Απριλίου 2015 ο Χερνάντεζ καταδικάστηκε για δολοφονία πρώτου βαθμού της Λόιντ σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής. Εντούτοις, αθωώθηκε για τις δολοφονίες του Ντάνιελ Αμπρέου και του Σάφιρο Φουρτάδο στις 14 Απριλίου 2017. Στις 19 Απριλίου 2017, πέντε ημέρες μετά την αθώωσή του, ο Χερνάντεζ κρεμάστηκε μέσα στο κελί του στη φυλακή.
Ξεκίνησε τη ζωή του ως ένα αρκετά φυσιολογικό παιδί, χωρίς να εμφανίζει σημάδια χαρισματικότητας ή διαταραχής μέχρι τα εφηβικά του χρόνια. Όταν ήταν στην πρώτη χρονιά του στο Γυμνάσιο, έγινε δεκτός ως εσωτερικός μαθητής στο διάσημο κολέγιο Upper Canada, ένα ιδιωτικό σχολείο αρρένων στο Τορόντο του Οντάριο. Ως ενήλικας, ο Γουίλιαμς εντάχθηκε στις Καναδικές Δυνάμεις το 1987 και ανέβηκε τις βαθμίδες ιεραρχίας, κατακτώντας τον βαθμό του Συνταγματάρχη και διοικητή της Καναδικής Βάσης Τρέντον. Μέσω της υπηρεσίας του, ο Γουίλιαμς ήταν πιλότος του Πρωθυπουργού και του Γενικού Κυβερνήτη του Καναδά, καθώς και της Βασίλισσας της Αγγλίας. Ωστόσο, εκτός από τη λαμπρή στρατιωτική θητεία του, ο Γουίλιαμς δούλευε τα βράδια ως… δολοφόνος που είχε τρομοκρατήσει τη μικρή κοινότητα στο Οντάριο, σκοτώνοντας δύο νέες γυναίκες στα σπίτια τους.
Εκτός από τις δολοφονίες, ο Γουίλιαμς ήταν κατά συρροή διαρρήκτης, που έκλεβε γυναικεία και κοριτσίστικα εσώρουχα για να τα προσθέσει στην τεράστια συλλογή του. Η αστυνομία υποπτεύθηκε τον Γουίλιαμς για πρώτη φορά όταν το αυτοκίνητό του θεάθηκε σε μια από τις σκηνές εγκλήματος και τα ίχνη από τα πέλματα των ελαστικών του, που συλλέχθηκαν σε έναν έλεγχο για οδήγηση κάτω από την επήρεια αλκοόλ, ταίριαζαν με εκείνα που βρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος. Τον προσήγαγαν για ανάκριση αμέσως μετά, κι εκείνος έκανε το λάθος να φορέσει, για να πάει στο αστυνομικό τμήμα, τα ίδια παπούτσια που είχε φορέσει για να διαπράξει το έγκλημα. Υπό το φως των συντριπτικών στοιχείων, ο Γουίλιαμς συνελήφθη στις 18 Οκτωβρίου 2010. Καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής για 25 χρόνια μετά την ομολογία ενοχής του για 88 κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας πρώτου βαθμού, της σεξουαλικής επίθεσης και πολλαπλών διαρρήξεων.
Γεννήθηκε σε μια από τις πιο αξιοσέβαστες αεροπορικές οικογένειες του Καναδά. Ο παππούς του Καρλ Μίλαρντ είχε ιδρύσει την αεροπορική εταιρεία Millardair και ήταν πολύ γνωστός επειδή μετέφερε με τα αεροπλάνα του την Συμφωνική Ορχήστρα του Τορόντο στις απομακρυσμένες και παγωμένες περιοχές του Βόρειου Καναδά. Ο πατέρας του Ντέλεν, Γουέιν ανέλαβε την επιχείρηση, δίδαξε στον νεαρό γιο του τα βασικά και τον έβαλε στο πιλοτήριο σε ηλικία 6 ετών. Σε ηλικία 14 ετών, ο Ντέλεν Μίλαρντ σημείωσε παγκόσμιο ρεκόρ ως το νεότερο άτομο που έχει πετάξει ελικόπτερο και αεροπλάνο την ίδια ημέρα. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Ντέλεν Μϊλαρντ θα κοσμούσε ξανά τα πρωτοσέλιδα, αυτή τη φορά, ως ένας από τους κατηγορούμενους σε μια υπόθεση δολοφονίας που συγκλόνισε τον Καναδά, τη δολοφονία του Τιμ Μπόσμα.
Στις 6 Μαΐου 2013 ο Tιμ Μπόσμα πήγε μια βόλτα με 2 άντρες που ήθελαν να δοκιμάσουν ένα ημιφορτηγό Dodge Ram 3500 που πουλούσε. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδε κάποιος ζωντανό. Ο Μίλαρντ, αφού καταγγέλθηκε από έναν από τους υπαλλήλους του ότι είχε στην κατοχή του ένα κλεμμένο ημιφορτηγό, που ταίριαζε με αυτό του Μπόσμα, «αναβαθμίσθηκε» από την Αστυνομία ως ο κύριος ύποπτος. Μετά από μια σύντομη έρευνα, ο Ντέλεν Μϊλαρντ μαζί με τον φίλο του Μαρκ Σμιτς κατηγορήθηκαν για δολοφονία πρώτου βαθμού για την δολοφονία του Μπόσμα.
Μετά από περαιτέρω έρευνα, οι δυό τους, κατηγορήθηκαν επίσης για δολοφονία πρώτου βαθμού σε σχέση με το θάνατο της Λόρα Μπάμπλοκ, πρώην φίλης του Μίλαρντ, που είχε εξαφανισθεί χωρίς να αφήσει ίχνη, λίγα χρόνια νωρίτερα. Ο Μίλαρντ κατηγορήθηκε ακόμη για τη δολοφονία πρώτου βαθμού σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του Γουέιν Μίλαρντ, του οποίου ο θάνατος είχε αποδοθεί αρχικά σε αυτοκτονία.
Στη δίκη αποκαλύφθηκε ότι ο Τιμ Μπόσμα πυροβολήθηκε μέσα στο ημιφορτηγό του και το σώμα του κάηκε σε αποτεφρωτήρα ζώων, με τον Μίλαρντ να σκορπίζει την τέφρα σε ολόκληρη τη φάρμα του. Η Λόρα Μπάμπλοκ υπέστη την ίδια μοίρα και το σώμα της δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Γουέιν Μίλαρντ από την άλλη πλευρά πυροβολήθηκε στο κεφάλι και βρέθηκε στο σπίτι του, αφού προηγουμένως είχε σκηνοθετηθεί η αυτοκτονία του. Ο Μίλαρντ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής για 75 χρόνια, τη μεγαλύτερη ποινή που επιβλήθηκε ποτέ στην ιστορία του Οντάριο.
Γεννήθηκε στο προάστιο του Σικάγου Evergreen Park Illinois. Από μικρή ηλικία ήταν ταλαντούχο παιδί, ιδιαίτερα στα μαθηματικά. Ο Κατσζίνσκι παρέλειψε αρκετές τάξεις, μπήκε στο γυμνάσιο σε νεαρή ηλικία και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ σε ηλικία 16 ετών. Ολοκλήρωσε το προπτυχιακό του πτυχίο στο Χάρβαρντ το 1962 στην ηλικία των 20 ετών. Ακολούθησαν μεταπτυχιακό και PhD. Βρήκε δουλειά ως επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϋ, όπου ξεκίνησε η δυσαρέσκειά του για τη σύγχρονη κοινωνία και την τεχνολογία. Έφυγε από το Μπέρκλεϊ το 1969 και άρχισε να ζει έναν πιο απλό τρόπο ζωής και τελικά μετακόμισε σε ένα οικόπεδο που ανήκε στον αδερφό του ζώντας σε μια ξύλινη παράγκα. Εκεί ο Κατσζίνσκι πέρασε τα επόμενα 9 χρόνια της ζωής του σε απομόνωση, με τον θυμό του εναντίον της τεχνολογίας και της σύγχρονης κοινωνίας να δυναμώνει ολοένα και περισσότερο.
Ξεκίνησε την βομβιστική του δραστηριότητα το 1978 μετά από μια σύντομη παραμονή του στο Σικάγο. Εκεί έστειλε μια βόμβα με καρφιά σε έναν καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Northwestern, η οποία τραυμάτισε έναν αστυνομικό κατά την έκρηξη. Συνέχισε την εκστρατεία του τρόμου για τα επόμενα 18 χρόνια, στέλνοντας βόμβες μέσω ταχυδρομείου σε διάφορα πανεπιστήμια, μια πτήση της American Airlines καθώς και στον πρόεδρο της American Airlines. Τελικά πλησίασε τα μέσα ενημέρωσης- ανώνυμα- και είπε ότι θα σταματήσει την τοποθέτηση βομβών αν μια μεγάλη εφημερίδα δημοσίευε το Μανιφέστο του. Η Washington Post δέχθηκε και δημοσίευσε το Μανιφέστο ως ένθετο στην καθημερινή έκδοση της εφημερίδας. Αφού διάβασε το Μανιφέστο, ο αδερφός του Κατσζίνσκι αναγνώρισε στοιχεία της κοσμοθεωρίας του αδερφού του και ανέφερε τις υποψίες του στο FBI. Ως αποτέλεσμα, η παράγκα του δέχτηκε επιδρομή από την Αστυνομία και αποκαλύφθηκαν στοιχεία για τα εγκλήματά του. Δήλωσε ένοχος για όλες τις κατηγορίες εναντίον του και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής.