Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη
Γιορτή του Προφήτη Ηλία και βλέποντας το ξεχωριστό Εκκλησάκι στον λόφο της ‘Μινιέρας, ’αναπόφευκτα ζωντάνεψαν παλιές νοσταλγικές αναμνήσεις του χωριού μου.
Αγαπημένος μου προορισμός το Σαββατοκύριακο, τα γραφικά χωριά μας. Όμως το ορεινό Ασφενδιού, πάντα με τραβάει σαν μαγνήτης. Εκεί μαγεύομαι από την ασύγκριτη βουνίσια ομορφιά, από τα αιωνόβια κυπαρίσσια, τα μυρωδάτα πεύκα, τις καρυδιές και τους πυκνόφυλλους θάμνους.
Στον κεντρικό λόφο ξεχωρίζω ένα παλιό μοναχικό σπίτι που είχα χρόνια να το επισκεφθώ.
Περνώ από το παλιό κοιμητήριο του Σωτήρος Χριστού και αφού περπατήσω υπομονετικά μετά από λίγα μέτρα, στέκομαι απέναντι από τα ερείπια του άλλοτε φημισμένου και σήμερα έρημου σπιτιού.
Η μνήμη βασανιστική με γυρίζει αρκετά χρόνια πίσω στην θρυλική μάντρα του Ηλιάκη. Τότε που δεκάχρονη παιδούλα, ανηφόριζα το βουνό, μαζί με τον μακαριστό παπά Δημήτρη για τον καθιερωμένο Αγιασμό του μήνα. Κρατούσα το χέρι του πατέρα μου και ανεβαίναμε αργά, αργά στον ξεχωριστό λόφο.
Περνούσαμε τα παλιά εγκαταλειμμένα μεταλλεία η ορυχεία, όπου οι Ιταλοί έβγαζαν μετάλλευμα και κυρίως ασήμι, έπειτα στεκόμασταν για λίγο στο γραφικό Εκκλησάκι στο Μονάγρι, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Παναγιάς. Είναι ένα παμπάλαιο κτίσμα που μερικοί το αποδίδουν στον Όσιο Χριστόδουλο, κατά τα πρώτα χρόνια του Μοναχισμού του στην Κω. Οι αμέτρητες Αγιογραφίες και Βυζαντινές νωπογραφίες στους τοίχους φέρουν εμφανή τα σημάδια της μανιώδους καταστροφής τους από τις ξιφολόγχες των τότε Οθωμανών κατακτητών. Όμως αποτελεί καθημερινή ηθική υποχρέωση κάθε βοσκού η περαστικού να σταματάει και να ανάβει ένα κεράκι στο μοναχικό εξωκλήσι.
Λίγο δροσερό νερό από την παρακείμενη πηγή, μας έδινε κουράγιο για να ανεβούμε ως την κάτασπρη μάντρα.
Περνούσαμε τα κακοτράχαλα μονοπάτια με τις μυτερές πέτρες να γλιστράνε κάτω από το βήμα μας. Παρέα με πλήθος ωδικά πουλιά, φλύαρα τζιτζίκια και πολύχρωμες πεταλούδες, που κρύβονταν ανάμεσα σε πανύψηλα δένδρα και πυκνόφυλλες βελανιδιές ή κέδρους, περπατούσαμε για ώρες, αλλά αν και κουρασμένοι απολαμβάναμε την ζωογόνα μυρωδιά των πεύκων.
Ανάλογα με την εποχή και όταν ήταν ο Χειμώνας βαρύς συναντούσαμε παγετό επάνω στα κλαριά των δένδρων, έτσι που η φύση έφτιαχνε τον δικό της μοναδικό κρυστάλλινο πίνακα.
Το καλοκαίρι πάλι η ζέστη ήταν αφόρητη και ο ανηφορικός δύσβατος δρόμος την έκανε ακόμα πιο ανυπόφορη. Όμως μας αποζημίωνε η θέα που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας για να μας αποκαλύψει την καταπράσινη, εύφορη πεδιάδα της Κω, αγκαλιασμένη στοργικά από την Αιγαιοπελαγίτικη βαθιά γαλάζια θάλασσα.
Η Άνοιξη ήταν ξεχωριστή εποχή και έπρεπε να πάμε για τον καθιερωμένο Αγιασμό στην στάνη του Ηλιάκη, ώστε να αγιαστούνε τα πρόβατα τις καλές ημέρες του Πάσχα.
Για ανταμοιβή οι φιλόξενοι βοσκοί μας πρόσφεραν ζεστές λαμπρόπιτες, αυγούλες, βαμμένα κόκκινα αυγά και ένα μικρό προβατάκι που σύμφωνα με το έθιμο, θα το θυσιάζαμε την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου. Εκείνη η μέρα ήταν η πιο δύσκολη και έμεινε αξέχαστη στην παιδική μου ψυχή, αφού δενόταν η καρδιά μου τόσο πολύ με το αθώο αρνάκι και με τίποτα δεν δεχόταν να το αποχωρισθεί.
Συντροφιά με τις σκέψεις των παιδικών μου χρόνων, έφθασα και πάλι στην ξεχωριστή μάντρα του Ηλιάκη. Αξέχαστες, αεικίνητες φιγούρες χοροπηδούσαν στην θύμηση μου, με φόντο το χαμηλόκτιστο, κάτασπρο σπίτι.
Ο νοικοκύρης του λεβέντης και ευθυτενής ήταν ντυμένος πότε με την παραδοσιακή μαύρη στολή του, τη νησιώτικη ‘’βράκα,’’ με τον χαρακτηριστικό σκούφο και πότε με την στολή του κυνηγού ή του τσοπάνη. Σκεπασμένος με την βαριά χλαίνη λες και τον έβλεπα ξανά να μας καλωσορίζει φορώντας το λαδί τσόχινο παντελόνι του, που το βύθιζε στα καφέ δερμάτινα στιβάλια, δηλ. τις μακριές μπότες του.
Το Ηλιάκι ήταν ζωσμένος με την πάντα γεμάτη παλάσκα από σφαίρες και στον ένα ώμο είχε το κυνηγετικό του όπλο και στον άλλο μια αρμαθιά από λαγούς και πέρδικες. Πολλές φορές λαλούσε τα αιγοπρόβατα με βοηθό την γυριστή μακριά ξύλινη γκλίτσα, τον καγκαλά, που την είχε φτιάξει ο ίδιος από σκληρό ξύλο καρυδιάς.
Άλλοτε πάλι τα λευκά του μαλλιά τα σκέπαζε η παραδοσιακή τραγιάσκα, το δε τριγωνικό του πρόσωπο φιλοξενούσε δυο πανέξυπνα σκούρα μάτια κάτω από τις βαθουλωτές κόγχες των γκρίζων φρυδιών του. Χαρακτηριστικό ήταν το τσιγκελωτό αποφασιστικό του μουστάκι. Λες και στεκόταν πάλι εκεί , κοντά στο καφέ ‘’άτι ‘’το υπάκουο άλογο του, έτοιμος να πιλαλήσει τα βουνά και τους κάμπους για να οδηγήσουν μαζί με τους βοηθούς του, τα λεγόμενα κοπέλι, τα αμέτρητα ζώα στη καθημερινή βοσκή.
Η τότε σύζυγος του Μαρία πάντα μας υποδεχόταν με καλοσύνη. Όποτε περίμενε τον ιερέα για τον καθιερωμένο Αγιασμό του μήνα, είχε φροντίσει η μάντρα να είναι ακόμη πιο πεντακάθαρη, κατάλευκη και φρέσκο ασβεστωμένη.
Πολύχρωμο γεράνια, ευωδιαστά γαρύφαλλα και ροζ εκατόφυλλες τριανταφυλλιές, πλαισίωναν την μικρή αυλή της, που την σκιάζε η πλατύφυλλη και πάντα καρπερή μουριά. Το έντονο άρωμα του δυόσμου και του βασιλικού, ξεχυνόταν πληθωρικό από τις γύρω πήλινες γλάστρες.
Ήταν καλή νοικοκυρά η Μαρία, γιατί εκτός από τις συνηθισμένες δουλειές, όπως να ζυμώσει ψωμί, να φτιάξει γιαούρτι, να τυροκομήσει και να ξεχωρίσει το βούτυρο από το παχύ γάλα, γνώριζε και την τέχνη της υφάντριας ή αλεφαντούς.
Πολλές φορές την έβλεπα στο διπλανό χαμηλό δωματιάκι να
‘’κτυπάει’’ τον αργαλειό της και να βγάζει από τις χρωματιστές σαΐτες αριστουργήματα, όπως χράμια, κουρελούδες, κουβέρτες και υφαντά τραπεζομάντιλα. Πότε, πότε έπαιρνε τις βελόνες της και με συντροφιά τα αμέτρητα τζιτζίκια, έπλεκε ασταμάτητα δαντέλες, κάτω από την πλατύφυλλη μουριά. Άλλοτε πάλι έγνεθε και έστριβε το μαλλί με τη ρόκα της ακουμπισμένη στον χαμηλό χοντρό, κορμό της καρυδιάς.
Μια φορά την εβδομάδα, κατηφόριζε ως το διπλανό ποτάμι. Εκεί με το θολόσταχτο ή το σταχτόνερο και το πράσινο σαπούνι την αλισσίβα, έκανε πεντακάθαρη την μπουγάδα της. Το βράδυ με το απαλό φως της λάμπας και με λίγα κάρβουνα στο βαρύ σίδερο, ίσιωνε τα τσαλακωμένα και φρεσκοπλυμένα ρούχα.
Ανελέητες οι χειμαρρώδεις σκέψεις με κάνουν να συγκρίνω το τώρα με το τότε. Το σκληρό ρεαλιστικό παρόν με το νοσταλγικό παρελθόν, όταν χαμογελαστή η Μαρία μας περίμενε πάντα με το ντοματάκι, γλυκό του κουταλιού στο τραπέζι και την δροσιστική, σπιτική κανελάδα.
Φορούσε τα καλά της ρούχα, όπως την κλαδωτή μαντίλα, την άσπρη πουκαμίσα, την φαρδιά ταφταδένια φούστα, το γιορτάνι της με τα πεντόλιρα και τα αμέτρητα χρυσά βραχιόλια, και τις χρυσές βέργες δηλ τα σκουλαρίκια, όλα δώρα του κύρη της στον γάμο τους. Το ολοστρόγγυλο ροδαλό της πρόσωπο, φώτιζαν δυο καταπράσινα διεισδυτικά σμαραγδένια μάτια, ενώ μια χοντρή κατάμαυρη κοτσίδα, ξεπρόβαλε κάτω από την παραδοσιακή μαντίλα.
Ο ιερέας άδειαζε την τσάντα του στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι, με το πολύχρωμο ριγέ υφαντό τραπεζομάντιλο. Η Μαρία, φρόντιζε να έχει αναμμένο το καντήλι και γεμάτη μια γυάλινη κούπα με κρυστάλλινο νερό, από την κοντινή πηγή, μαζί και ένα ματσάκι με βασιλικό και δυόσμο. Ο παπά Δημήτρης, φόραγε το ιερό του Επιτραχήλι, άναβε το κερί στο μπρούτζινο καντηλέρι μπροστά στον ασημένιο Σταυρό και στην εικόνα της Παναγιάς, ετοίμαζε το θυμιατό και ξεκινούσε τον Αγιασμό. Παιδούλα τότε εγώ σιγοψιθύριζα τα ιερά λόγια μέχρι που τα έμαθα απέξω. Μου έμειναν όμως δυο ονόματα χαραγμένα ανεξίτηλα στον σκληρό δίσκο της μνήμης μου.
‘’Υπέρ υγείας Ηλιού και Μαρίας’’ έλεγε ο ιερέας ραντίζοντας με το Αγιασμένο νερό τα δυο μοναδικά δωμάτια και τριγύρω την στάνη και ο Αγιασμός τελείωνε.
Η πάντα φιλόξενη Μαρία μας φίλευε στο χαμηλό τραπέζι, ζεστό γάλα, μυζήθρα, γιαούρτι, ελιές τσακιστές και ανάλογα την εποχή, δροσερό καρπούζι με κρασοτύρι.
Με έπαιρνε στα χέρια της με εμφανή την λαχτάρα της για ένα δικό της παιδί, που ποτέ δεν ήλθε και μου έδειχνε τον γύρω χώρο. Κοίταζα με περίσσιο θαυμασμό το παχνί των προβάτων, την καλαμένια πέργολα, όπου αποξήραινε της μυζήθρες, τα κουνέλια στα κλουβιά, τους ποιμενικούς μεγαλόσωμους σκύλους και τις αμέτρητες γάτες, που συμβιώνανε ειρηνικά με τα ήσυχα περιστέρια και τα φλύαρα κοτόπουλα.
Πιο πέρα σε έναν ειδικό χώρο πάνω από τον φούρνο με τα ξύλα, ήταν απλωμένα σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, καθώς και ξανθές σταφίδες για να αποξηρανθούν. Όλα αυτά αποτελούσαν εφόδια δηλ. κουμπάνια για τον παγερό και αφιλόξενο Ασφενδιανό βαρύ Χειμώνα. Το πέτρινο πηγάδι στην πλαγιά, ο τσίγκινος κουβάς και η μεγάλη πήλινη λαγήνα συμπλήρωναν εκεί στην φύση έναν μοναδικό παραδοσιακό πίνακα.
Ο Ανέστης το πιστό κοπέλι, ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει όποτε και όπου τον καλούσαν. Ντυμένος απλοϊκά, αλλά περήφανος και γεροδεμένος κατάφερνε να είναι το δεξί χέρι του αρχιτσέλιγκα. Κρατούσε την ξύλινη γκλίτσα και μια καλαμένια φλογέρα, που ο ίδιος έφτιαξε με τον Αφενδιανό κατσουνά, δηλ. ξύλινο κυρτωμένο σουγιά και τραγουδούσε μελωδικά τον καημό του στην εικοσάχρονη Μυρτώ, της διπλανής μάντρας στην πέρα ραχούλα.
Ανέστηηηηη…… φώναζε η κυρά και εκείνος έτρεχε πρόθυμα δρασκελίζοντας τους αγκαθωτούς θάμνους για να εξυπηρετήσει κάθε της επιθυμία.
Την ημέρα της γιορτής του Ηλιάκη ζωντάνευαν όχι μόνο η μάντρα, αλλά και τα γύρω βουνά και οι λόγγοι.
Μέσα του ζεστού καλοκαιριού στις 20 του Ιούλη, ημέρα του Προφήτη Ηλία και το αρχοντικό ζευγάρι, πήγαινε κάθε χρόνο στο εξωκλήσι του Αι Ληά, στον απέναντι λόφο.
Εκείνο το Εκκλησάκι, σαν πάλλευκο περιστεράκι, στεκόταν στην κορυφή του λόφου και πλημμύριζε από μυρωδάτο λιβάνι και πιστούς. Ύστερα όλοι οι συγγενείς και οι βοσκοί, από τις γειτονικές μάντρες, ανηφόριζαν ως το φιλόξενο σπίτι για να ευχηθούν τα Χρόνια Πολλά, στη γιορτή του νοικοκύρη.
Η Μαρία καλοντυμένη και καμαρωτή, είχε φροντίσει τα καλλίτερα σφαχτά να μπουν στο τραπέζι και είχε φτιάξει το πιο νόστιμο ζυμωτό ψωμί. Το Ασφενδιανό κρασί έρεε άφθονο και όταν η παρέα ερχόταν στο κέφι έριχναν και κανένα χορό κάτω από την μεγάλη πλατανιά, παρέα με το μελωδικό λαούτο του αυτοδίδακτου μουσικού Παντελή Σαλαχώρη και το βιολί του Γιώργη του Πόγια.
Σουρούπωνε και ο ουρανός πλημμύριζε από μυριάδες αστέρια, ενώ το ολόγιομο θερινό φεγγάρι τους κοίταζε με ζήλια, άλλα οι περισσότεροι επισκέπτες συνέχιζαν την βραδινή τους κρασοκατάνυξη. Κάπου , κάπου τα αυθάδικα νυχτοπούλια, μαζί με τα φλύαρα τζιτζίκια, πρόσθεταν και την δική τους παρουσία στην νυχτερινή ευωχία.
Τα ξημερώματα χορτασμένοι όλοι από την ζεστή φιλοξενία, άφηναν πίσω το αρχοντικό χαμηλό σπίτι και κατηφόριζαν για το δικό τους.
Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνονταν και στα Χοιροσφάγια. Προς το τέλος του Φθινοπώρου και πριν μπει ο παγωμένος Χειμώνας ο Ηλιάκης, έσφαζε στο αρχοντικό της μάντρας του τον πιο καλοθρεμμένο χοίρο. Μαζεύονταν το Σαββατοκύριακο οι γύρω κάτοικοι για να βοηθήσουν στα χοιροσφάγια. Αφού έσφαζαν οι άνδρες το ζώο και το καθάριζαν, οι γυναίκες είχαν έτοιμα τα μεγάλα καζάνια σε υπαίθριες φωτιές. Εκεί έβραζαν το τεμαχισμένο κρέας ή το τσιγάριζαν. Από το λίπος έφτιαχναν το ζωικό βούτυρο, την λεγόμενη γλύνα, που με την πρόσμιξη με αλάτι, κατάφερναν να το συντηρούν για όλο τον Χειμώνα. Από το βραστό κεφάλι, έφτιαχναν την χαρακτηριστική πηχτή. Τα τσιγαρισμένα μικρά κομμάτια, που τα ονόμαζαν και μπουκιές τα απολάμβαναν σκέτα με την συνοδεία κρασιού ή τα έτρωγαν με πλατιά μακαρόνια, τα λεγόμενα πιταρίδια. Μέρος το σφαχτού μοιράζονταν στους γείτονες.
Η μάντρα του Ηλιάκη, ανήκε στην φημισμένη οικογένεια των Κασιωτών. Αυτοί ήλθαν στην Κω, πριν από αρκετά χρόνια από την γειτονική νήσο Κάσσο, και κατάφεραν να γίνουν οι καλλίτεροι κτηνοτρόφοι, οι πρώτοι νοικοκυραίοι, και οι αρχιτσέλιγκες, με τις περισσότερες μάντρες και τα πλουσιότερα βοσκοτόπια.
Σήμερα αυτή η περίφημη μάντρα έμεινε ένας σωρός από πέτρινα ερείπια.
Εκεί στον μισογκρεμισμένο φούρνο, δίπλα στην άδεια μπακιρένια καρδάρα, όπου έβραζαν το γάλα, κοντά στο χαμηλοτάβανο σπίτι, με τα στενά παράθυρα και τις πλεχτές δαντελένιες κουρτίνες, κρύβεται μια ανθρώπινη ιστορία.
Την πήρε ο άκαρδος βοριάς, την διηγούνταν οι γύρω βουνοπλαγιές, και χάθηκε σαν το τρεχούμενο ρυάκι του ποταμού Καπιλιανού, στο πέρασμα του χρόνου.
Ο Ήλιος έβαφε τον μακρινό οριζόντια με πορτοκαλί, κόκκινες μοβ και χρυσαφιές πινελιές, έτσι που μέχρι να κατηφορίσω το χορταριασμένο δρομάκι, μετά από ολιγόλεπτο κρυφτούλι, χάθηκε πίσω από τα απέναντι βουνά.
Τράβηξα τον παράλληλο δρόμο για να συντομεύσω την επιστροφή μου, πέρασα από την μεγάλη πηγή της Κεφαλόβρυσης, με τις αμέτρητες καρυδιές και στάθηκα για σύντομο προσκύνημα στην ομώνυμη Ιερά Μονή της Παναγιάς.
Ύστερα άλλο ένα στενό πέτρινο σοκάκι με έφερε ως το χωριό Ζιά. Το πανέμορφο ειδυλλιακό ορεινό τοπίο γεμάτο από πεύκα και πανύψηλα κυπαρίσσια με αιχμαλώτισε. Στην μέση ξεχώριζε ο επιβλητικός τρούλος από την μεγάλη και παλαιά Εκκλησία της Κοιμήσεως της Παναγίας. Το Ιερό Κουβούκλιο των Ασφενδιανών, είναι κτισμένο εδώ και οχτώ αιώνες και χαρακτηρίζει την ιστορία του χωριού. Βυζαντινές αγιογραφίες και παμπάλαιες εικόνες, φωτίζονταν από εντυπωσιακές άσβεστες καντήλες, ενώ το μεγάλο μπρούτζινο μανουάλι, ήταν πάντα γεμάτο από τα κεριά και τις κρυφές προσευχές των προσκυνητών.
Η μεθυστική μυρωδιά της δάφνης και της λυγαριάς, είναι διάχυτη παντού. Σήμερα εκεί ψιλά στα γραφικά καφενεία περιηγητές κάθε φυλής, δροσίζονται με κατακόκκινη κανελάδα και αποθανατίζουν το μαγευτικό γέρμα του ήλιου.
Ο μοναδικός δρόμος του χωριού έχει να δείξει αμέτρητα μαγαζιά, φορτωμένα με κάθε λογής ενθύμια και τουριστικά είδη. Από τις γύρω ταβέρνες ξεγλιστράει η δελεαστική μυρωδιά από το ψητό κατσικάκι, στις κληματόβεργες μέσα στη πήλινη γλάστρα. Καθώς περπατούσα θαύμαζα το απαράμιλλης ομορφιάς μοναδικό τοπίο, που ξεκινούσε από το Εκκλησάκι του Δικαίου Χριστού, στην κορφή του βουνού, και ξεδιπλώνονταν ως τις δαντελωτές παραλίες του καταπράσινου νησιού. Βύθισα τις σκέψεις μου και ξαναζωντάνεψα συγκινητικές και πανάκριβες αναμνήσεις από τις Σχολικές μου εκδρομές , που με συνόδεψαν στην επιστροφή μου προς την πολύβουη πόλη την Χώρα της Κω. Για μια στιγμή γύρισα πίσω και κοίταξα με μια μελαγχολική ύστερη ματιά τα πέτρινα απομεινάρια της θρυλικής μάντρας του λόφου.
Πάνω από τον επιβλητικό βουνό Δίκαιο, τον παλιό θρυλικό Ωρομέδοντα, κάποτε πέταξαν δυο υπερήφανοι αετοί.
Μπορεί το Ηλιάκι και Μαρία να μην βάδισαν μαζί ως το τέλος της μακρόχρονης ζωής τους, για τους δικούς τους προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους. Άφησαν όμως πίσω τους την ανάμνηση της άλλοτε αρχοντικής και γεμάτης ζωντάνιας ξακουστής μάντρας. Εδώ και μερικά χρόνια έφυγαν από την ζωή πλήρεις ημερών και οι δυο. Ποιος ξέρει ίσως εκεί στην Ουράνια γειτονιά η οι δρόμοι τους να ξανασυναντηθούν.
Όμως το γιορτινό γλέντι του προφήτη Ηλία για την ονομαστική γιορτή του αρχιτσέλιγκα Ηλιάκη, μου έμεινε αξέχαστο.
Χρόνια Πολλά στους εορτάζοντες
Αγρέλλη Ξανθίππη.
Κάνετε λάθος η Μαρία είχε 6παιδια
Ευχαριστώ για την υπενθύμιση αλλά Δεν εννοώ την Μαρία που υποθετετε. Η Μαρία του Ηλιακη χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε τον Σταματη το κοπελι της σε μεγάλη ηλικια. Έζησαν στην Αθήνα και επέστρεψε όταν ο γερο Ηλιακής έφυγε απο τη ζωη.δεν απέκτησαν ποτε παιδιά.
Μήπως έγινε κάποιο λάθος εγώ είμαι η δισέγγονα τις Μαρίας
Βρε παιδια γιατι το κοβετε; το σωστο ειναι το ηλιακι, οπως λεμε το δημητρακι, το μιχαλακι, το γιωργακι. Δεν ειναι ο ηλιακης οπως ο δημητρακης, ο μιχαλακης, ο γιωργακης.
Η κ . Αγρέλλη έχει δίκιο!! εννοεί την κ. Π. Μαρία
Η κ. Αγρέλλη δεν κάνει λάθος εννοεί την κ. Π. Μαρία
Πολύ ωραια τα γράφεις Ξανθίππη,μπράβο.