Η παιδική μας ηλικία στη δεκαετία του ογδόντα, γράφει ο Φώτης Θαλασσινός

2
1777

Την δεκαετία του ογδόντα την έζησα από τριών χρονών μέχρι δεκατριών. Θυμάμαι αρκετά πράγματα. Ζούσαμε σε μονοκατοικία περικυκλωμένη ευχάριστα από πολλών στρεμμάτων λιβάδια. Ήταν σαν ο ορίζοντας μου να ήταν τοπίο κάποιου χωριού και όχι της πολύ μικρής τότε κωμόπολης της Κω. Οι δρόμοι γύρω απ’ την οικία μας ήταν όλοι χωματόδρομοι. Έβλεπες πάνω τους ίχνη από τροχούς BMX. Ίχνη από πατημασιές ανθρώπων. Παιδιά που έπαιζαν σε αυτοσχέδια γήπεδα, το σκάσιμο της μπάλας στο έδαφος, στρογγυλό βαθούλωμα σ’ αυτό. Όλη η γειτονιά, μάλλον νεόδμητη, ήταν γεμάτη συνομηλίκους μου.Το περιβόλι της Περσεφόνης Κουτσουράδη ήταν περιτοιχισμένο μ’ ένα ψηλό τοίχο που κατέρρευσε μόλις με το σεισμό του 2017. Επειδή το ανάστημα μου, πίσω στη δεκαετία του ογδόντα, ήταν ανάστημα μικρού παιδιού, δεν μπορούσα να δω το εσωτερικό του χώρου. Φανταζόμουν διάφορα μαγικά. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι σ’ αυτό ζούσε τουλάχιστον ένας κόκορας. Κάθε μέρα , φώναζε τα ξημερώματα σαν πραγματευτής που έφερνε το πρωί. Λες κι ήταν δική του δικαιοδοσία η φυσική αυτή νομοτέλεια και όχι του ίδιου του Ήλιου. Τώρα πια ξέρω γιατί μ’ αρέσει τόσο πολύ η φράση του Χριστού στα Ευαγγέλια, γιατί συμβολίζει ακόμη περισσότερα, πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις απαρνήσει με.

 

Δεν κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα ακόμη στην Κω. Οι μητέρες, μας πήγαιναν στο σχολείο μας ανεβασμένους στις σχάρες των ποδηλάτων τους. Ήταν τόσο όμορφη αυτή η βόλτα μέχρι την μεγάλη αυλή του ιταλικού κτηρίου του Πρώτου Δημοτικού του νησιού. Απ’ την πρώτη τάξη θυμάμαι τον Γιάννη Ρεΐση, μια Πένυ και μια Έφη. Απ’ το νηπιαγωγείο την Ειρήνη Κουζούκα. Μια φορά σ’ ένα σπίτι δίπλα στο νηπιαγωγείο είχε πεθάνει κάποιος άντρας. Η πληροφορία διακινήθηκε στο προαύλιο με ανεπίγνωστες εισαγωγές και εκστατικούς επιλόγους. Κανείς δεν ήξερε τί ακριβώς ήταν ο θάνατος. Την ώρα που σχολούσαμε γύρισα το κεφάλι μου προς το σπίτι του νεκρού, η πόρτα ήταν ανοιχτή, είδα το πτώμα πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Το πελιδνό του πρόσωπο δεν με τρόμαξε. Γούρλωσα τα μάτια μου. Ήταν κι αυτή η εικόνα προτύπωση όλων των μακάβριων που αργότερα αποτέλεσαν το αυστηρά ιδιωτικό μου σύμπαν.

 

Φτιάχναμε καλύβες, και οργανωνόμασταν σε συμμορίες που πολεμούσαν μεταξύ τους. Τα ακόντια μας ήταν κομμένα και ακονισμένα καλάμια. Στον οπλισμό μας συμπεριλαμβάνονταν πέτρες, φυσοκάλαμα και τόξα. Η δικιά μας καλύβα ήταν στο διπλανό λιβάδι απ’ εκείνο του σπιτιού μας. Φοβισμένος από γεννησιμιού μου, όταν οι άλλοι παίζανε πόλεμο, εγώ κρυβόμουν μέσα στον καλαμιώνα και τους έβλεπα. Στα μάτια μου ήταν σαν τόσο ανδρείοι, λες και έπαιρναν μέρος σε αληθινές εμπόλεμες συρράξεις. Ήθελε θάρρος να συμμετέχεις σε τέτοια τελετουργικά για την ανδρική ταυτότητα. Κεφάλια και κορμιά αιμορραγούσαν, από τύχη δεν έμεινε κάποιος ανάπηρος από χτύπημα της αντίπαλης συμμορίας.

 

Υπήρχαν πολλά αδέσποτα σκυλιά. Την ημέρα γάβγιζαν και τις νύχτες λες και τα άγγιζε κάποια μεταμορφωτική δύναμη, γίνονταν λύκοι άγριοι, αλύχταγαν με λυκηθμούς. Το γνωστό παρατεταμένο ουουουου. Πιάστηκα απ’ αυτή την εμπειρία σχεδόν του θείου, η πρώτη επαφή με το θείο είναι πάντοτε μια παιδική θνητή εμπειρία που ξεπερνά την ικανότητα μας να την αντιληφθούμε. Κι εμένα αυτά τα ουρλιαχτά με ταξίδευαν νοερά σε διηγήσεις για το υπεραισθητό, το υπερβατικό ή για ένα παιδικό λεξιλόγιο για το στοιχειωμένο. Ήταν ένα πρωτόγνωρο δέος, μια εμβροντησία, ήταν μια όμορφη υποταγή στο υπερφυσικό. Όλα είχαν μεταφυσικές προεκτάσεις στην παιδική ηλικία. Και σ’ αυτές τις προεκτάσεις ακριβώς έγκειται η ανυπέρβλητη μαγεία της. Οι γάτες με τον φώσφορο στα μάτια, ένα αλλόκοτο θέαμα, μια ιδιότητα που δεν εντασσόταν σε κανένα ανθρωπομορφισμό. Μια άλλη πρωτόγονη εμπειρία του θείου για μένα ήταν η πυρκαγιά. Είχε πάρει φωτιά πίσω απ’ το σπίτι μας μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη. Πεταχτήκαμε όλοι πάνω απ’ τα κρεβάτια μας. Και όταν είδα τη φωτιά, φάνταζε μόνο όμορφη στα ανήλικα μάτια μου, για μένα ήταν ένα ακατάτακτο φως που δεν είχα ξαναδεί σε καμμιά άλλη πηγή φωτισμού. Και ήταν το πιο θεαματικό φως απ’ όλα. Ουρανομήκεις πύρινες γλώσσες έφταναν μέχρι εκεί που δεν έβλεπα.

 

Σκαρφαλώναμε πάνω στις μουσμουλιές και τις τζανεριές, κι όταν μας έπαιρνε κάποια γιαγιά χαμπάρι έβγαινε και μας τρόμαζε. Ήταν το γήρας τρομακτικό, είχε αχλύ παραμυθιού το πρόσωπο των γερόντων και των γεροντισσών. Όταν μιλούσαμε γι’ αυτούς, τους λέγαμε μάγους και μάγισσες. Θυμάμαι πως η ενσυναίσθηση μου δεν ήταν ακόμη ώριμη. Εκεί απέναντι από το σημείο που ήταν μαζεμένα αυτά τα δέντρα έμενε μια οικογένεια. Τις νύχτες ακούγαμε φωνές, ήχους από ζώνες μαστίγια που σκάγανε πάνω σε γυμνό δέρμα. Φρικτές κακοποιήσεις παιδικών μας φίλων στο εσωτερικό του σπιτιού τους. Βιτσιόζοι γονείς, ιστορίες που φτάνουν μέχρι σήμερα και πρέπει να μείνουν μυστικές. Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν πια. Απέκτησαν ραγισμένες καρδιές και βγήκαν στους μόνους γι’ αυτά προσπελάσιμους δρόμους, καμιά προοπτική για επούλωση τραυμάτων, χωρίς ρίζες να στηριχτούν, χωρίς ρίζες για να τραβήξουν ικμάδα απ’ τις σταθερές τους. Αν δεν μπορείς να ορθοποδήσεις, προτιμάς να λησμονήσεις όσα σε έκαναν ανήμπορο. Τα νηπενθή ναρκωτικά, τα μόνα αναλγητικά για τέτοια παραδείγματα ζωών, ασφαλές καταφύγιο, μια παρατεταμένη εξομοίωση θανάτου μέχρι ελεύσεως του λυτρωτικού και αληθινού. Δεν θέλω με τίποτα να υπαινιχθώ την ταυτότητα τους. Εκείνα τα χρόνια η ανομία για τον βασανισμό κάποιου παιδιού από γονιό του δεν είχε ούτε την κατακραυγή των γειτόνων σαν αποτέλεσμα της. Δολοφονίες ζώων απ’ τα παιδιά δεν ήταν επιλήψιμες. Το ακαταλόγιστο της εν λόγω ηλικίας είχε χώρο για πολλούς αληθινούς εφιάλτες. Οι γάτες με την εντυπωσιακή ευλυγισία τους, θανατώνονταν με τους πιο ευφάνταστους τρόπους. Τα σώματα τους εκτοξεύονταν στον αέρα. Ράντισμα αίματος σε συνδυασμό με εξωπραγματικές ακροβατικές αιωρήσεις, κινήσεις αθλητή της ενόργανης γυμναστικής, ο επιθανάτιος ρόγχος της εκτίναξης τους. Έκρηξη από δεμένους στο στόμα τους και συραμμένους πάνω του ειδικούς μικρούς δυναμίτες.

 

Κάποια στιγμή έγινε μια παιδική χαρά στη γειτονιά και μαζευόμασταν όλοι εκεί. Τα καλοκαίρια μέναμε μέχρι και τις δύο μετά τα μεσάνυχτα και συζητούσαμε ή παίζαμε. Θυμάμαι τον αδερφό μου Παναγιώτη, τον Θοδωρή και τον Γιώργο Φράγκο, τον Φώτη Χατζηστέργο, τον Μανόλη Ζιώγα, τον Νίκο και την Καλομοίρα Γιωργά, την Σμαράγδα και την Παγώνα Ιντζιρλή, τον Ηλία Γεωργαντή και πολλούς ακόμη. Πίσω απ’ τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις συγκεντρωνόμασταν ο ένας κοντά στον άλλο και αρχινούσαμε ιστορίες για φαντάσματα, όντας αλαφροΐσκιωτος, διαμιάς άνοιγε στα μάτια μου ο κόσμος γύρω μου αλλιώτικος. Έβλεπα μέσα στην απόλυτη νηνεμία κουρτίνες να ανεμοδέρνονται έξω από ανοιχτά παραθυρόφυλλα, μικρές νυχτερίδες πετούσαν παντού ολόγυρα, ενώ ημιδιαφανείς μάζες πλαστικού μετατρέπονταν σε οπτασιακές απειλές. Στο τέλος των αφηγήσεων πάντοτε λέγαμε πως θα πηγαίναμε νυχτερινή βόλτα στο νεκροταφείο. Ποτέ δεν τ’ αποτολμήσαμε. Πολύ αργότερα το κατάφερα μόνος μου. Και κατ’ επανάληψιν. Αναζητώ αυτή την παρέα για να καταφέρουμε αυτό που ήταν για τότε ακατόρθωτο. Οι ιστορίες αυτές μ’ επηρέασαν πολύ. Πέρασα απ’ αυτές στην ενοικίαση βιντεοκασετών με ταινίες θρίλερ και κάπως έτσι μυήθηκα στην αγάπη του σκοταδιού. Εξάλλου όλα τα θαυμαστά τότε ξυπνούσαν, πυγολαμπίδες, τριζόνια, πεφταστέρια στον ουρανό, νυχτοπεταλούδες, παράξενοι ήχοι, σκιές ανείδωτες για τους άλλους. Σκοτάδι λοιπόν που αργότερα έγινε το γνωστό έρεβος των ιστοριών στην λογοτεχνία μου. Από τότε, στη δεκαετία του ογδόντα, με χάραξαν με άφθαρτες χαραγές οι πρώτες αυτές εικόνες που έγιναν μετέπειτα πηγές έμπνευσης των γραπτών μου.

 

Παντού στις λιγοστές μονοκατοικίες έβλεπες τις μητέρες μας ακάματες νοικοκυρές, εργαζόμενες, φίλες, τα πάντα. Ήξερα τη φωνή της μητέρας κάθε παιδιού εκείνου του καιρού της ζωής μου. Όταν κάποια απ’ αυτές ήθελε ένα παιδί της, έβγαινε στο μπαλκόνι της και φώναζε τ’ όνομα του. Ήταν οι πιο αναγνωρίσιμες φωνές, οι πιο προστατευτικές. Κι εμείς τις φωνάζαμε, κι αυτές αναγνωρίζανε την χροιά μας από διακόσια μέτρα μακριά. Όπως μοναδικά οι πιγκουίνοι ξεχωρίζουν τα μωρά τους μέσα στο πλήθος απ’ τα άλλα ομοειδή τους θαλασσοπούλια, έτσι και οι μητέρες μας μπορούσαν να ταυτοποιήσουν και την πιο παράξενη φωνητική διακύμανση κάποιας λέξης μας. Η διαδικασία της επιστροφής στο σπίτι ήταν πανεύκολη. Οι πόρτες όλες ήταν ανοικτές ακόμη και χωρίς κανένα παρόντα σ’ αυτό. Ήμασταν τόσο λίγοι σε κάθε γειτονιά που γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Μικροί, νέοι και μεγάλοι. Όταν χτυπιόμασταν στους καυγάδες, όταν ματώναμε στα παιχνίδια από τούμπες και τσακίσματα απ’ τα υψώματα, φωνάζαμε τότε εμείς. Και η στοργή με αναπεπταμένα χέρια μας προϋπαντούσε στο κατώφλι της.

 

*Hφωτογράφιση έγινε προχθές 15/6/2020. Πέρασαν περίπου τριάντα χρόνια και επισκέφτηκα την παιδική χαρά που μεγάλωσα. Πολύ συγκινητική στιγμή για μένα και ιεροί οι χώροι που ζήσαμε σημαντικές στιγμές της ζωής μας μαζί με τους αγαπημένους φίλους μας.

 

Κείμενο: Φώτης Θαλασσινός

Πηγή: kosvoice.gr

2 ΣΧΟΛΙΑ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ