Η μπουλιστρίνα και το ποδαρικό (Ιστορίες της Πρωτοχρονιάς – Της Ξ. Αγρέλλη)

4
1097
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)

Πρωτοχρονιάτικος μποναμάς από τις λαογραφικές μας σελίδες

Το ψιλοβρόχι κάτω από τον γκρίζο ουρανό, έπεφτε ρυθμικά και πάγωνε στη στέγη του  χαμηλόκτιστου, καλοασπρισμένου σπιτιού. Το ορεινό χωριό ήταν στο πόδι, με τις ετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά. Η κυρά Αννιώ  έτρεχε πάνω κάτω, για να τα προλάβει όλα, μια και ο άντρας της ο Σπύρος ήταν στα καράβια. Έπρεπε  να κουμαντάρει τέσσερα παιδιά και ένα πεθερό. Παράλληλα είχε να φροντίσει και τα ζωντανά.

Ο γέρο Κωστής σχεδόν τυφλός, αργοσέρνοταν από το φτωχικό του πότε   στο καφενείο  του Νιώτη και ποτέ ως του κυρ Γιάννη του Κιάρη, ενώ  πολλές φορές λοξοδρομούσε μέχρι το  κτήμα  του. Στηριγμένος  στο μπαστούνι του κουβαλούσε 85  ολόκληρα χρόνια στην πλάτη του και περίμενε να τον υπηρετήσουν η νύφη και οι εγγονές του.

-Λενιώ, ε’ Λενιώ, τρέχα ως του Κιαπόκα να μου πάρεις μερικά πράματα. Αν δεν τα βρεις ούλα σταμάτα και στο μπακάλικο του Κοσσαρή, για τα υπόλοιπα.

-Πάω μάνα,  αλλά τι θα του πω, πάλι να τα γράψει;

-Πες του τώρα που θα ξεμπαρκάρει ο πατέρας σου,  ότι  θα’ χει να λαβαίνει.

Το Λενιώ γύρισε με φορτωμένο το καλάθι, που είχε  αλεύρι, ζάχαρη, μπαχαρικά, όπως μοσχοκάρφια για τον μπακλαβά, ρύζι και μακαρόνια. Όσπρια, κρασί,  λάδι, γάλα, αυγά  και άλλα πολλά, είχαν αρκετά στην κουμπάνια τους.

-Κατερινιώ,  έλα να ζυμώσουμε τα γλυκά και την Βασιλόπιτα.  Ψωμί έχουμε ακόμη  πολύ στον πέντηλο. Έμεινε και λίγο από το Χριστουγεννιάτικο, εφτάζυμο το Χριστόψωμο.

Οι δυο ‘λεύτερες’ κόρες αφού ‘παίδεψαν’ τα υλικά στη μεγάλη ξύλινη σκάφη, τα έπλασαν πάνω  στο σινί. Ετοίμασαν τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και τα άπλωσαν στο μπακιρένιο και καλά γανωμένο ταψί. Ύστερα άνοιξαν φύλλο με το πιτταριδόξυλο για να πλάσουν τον μπακλαβά γεμάτο με αμύγδαλα και σουσάμι. Στο τέλος  έφτιαξαν και την Βασιλόπιτα και έκρυψαν  ένα μισόφραγκο στην βάση της. Αφού τα έβαλαν όλα στο φούρνο,  βάλθηκαν να καθαρίσουν το μονόσπιτο και να φροκαλίσουν την αυλή.

Ο Αντωνάκης, είχε φέρει από το δάσος τσάκνα, κλαδιά, φρύγανα και άναψε τον ξυλόφουρνο.

Στο μεταξύ η μάνα, συμμάζευε την μπουγάδα και ετοίμαζε τα κάρβουνα στο σίδερο.

Με τον καρβουνιάρη   έπρεπε  να σιδερώσει τα καλά ρούχα των παιδιών της.  Κουβάλησε και νερό από το διπλανό πηγάδι και  το έβρασε,  για να λουστούν  όλοι.

Πρωτοχρονιά, έπρεπε να πάνε πρωί, πρωί  στην Εκκλησία.

Ο παπάς  Εβακής, (από το Ιωακείμ), θα τους περίμενε εκεί, μαζί με όλο το χωριό, που έπειτα  θα γιόρταζε με ανταλλαγές επισκέψεων στα σπίτια,  με χορούς και ευχές,  πολλές ευχές!

Ο μικρότερος γιος, ο Παύλος έπιασε τον ζωηρό κόκορα και αφού ο παππούς τον προετοίμασε,  η κυρά Αννιώ τον παραγέμισε με μπόλικο ρύζι και μυρωδικά και τον έκλεισε και αυτόν στο φούρνο. Ύστερα από λίγο, ο Παύλος γύρισε στο παιχνίδι του. Ένα σιδερένιο στεφάνι, τσέρκι, από άχρηστο βαρέλι και το κυλίντρι πάνω στο χωματόδρομο έδινε χαρά στο παιδί και στους φίλους του. Σύντομα  μαζεύτηκε όλη η παρέα και άρχισαν να λένε πόρτα, πόρτα τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.

Φεύγοντας η παγερή νύχτα, έφερε το ξημέρωμα και η κυρα Αννιώ, σηκώθηκε πρώτη και έσβησε την λάμπα. Το άσβεστο καντηλάκι, ήταν αναμμένο μπροστά στο εικονοστάσι.

Είχε πια φέξει η αυγή και πήρε μια Εικόνα και ένα μπουκάλι Αγιασμό. Γύρισε γύρω, γύρω  από το σπίτι και αφού το ράντισε,  μπήκε μαζί με τον Χριστό και την Παναγιά, για να κάμει το πρώτο ποδαρικό.  Ο γέρο Κωστής έσπασε ένα ρόδι στην ξύλινη είσοδο, ευχόμενος ο Καινούργιος  Χρόνος, να φέρει ευλογία και αφθονία στο σπιτικό  τους.

Η καμπάνα στο πέτρινο, πανύψηλο καμπαναριό, σήμαινε την μεγάλη Γιορτή. Όλοι μαζί ανηφόρησαν για την Εκκλησιά της Παναγιάς. Ανυπομονούσαν  να ακούσουν την  Θεία Λειτουργία, του Μεγάλου Βασιλείου και τα λόγια  του παπά τους. Ο παπάς,  μαζί με το Αντίδωρο μοίρασε  και  χιλιάδες ευχές. Η πλακόστρωτη αυλή της Εκκλησίας, δεν άργησε να πλημμυρίσει,  από χαμόγελα και ευχές για την Καλή Χρονιά.

Η μάνα συνοδεύοντας τις δυο της κόρες και τα δυο μικρά αγόρια, κρατούσε τον παππού  στον δρόμο της επιστροφής. Τυλιγμένοι στα ζεστά πεντακάθαρα λιτά τους ρούχα, προσπερνούσαν το χιονόνερο, που έριχνε γενναιόδωρα ο νεοφερμένος Γενάρης.

Ο παππούς έβαλε τον μικρό Παύλο να μπει πρώτος με το δεξί πόδι στο σπίτι για  το δικό του ποδαρικό. Το ποδαρικό ήταν παλιό και σημαντικό έθιμο, για να φέρνει γούρι στο σπίτι. Ύστερα η νοικοκυρά του σπιτιού, σκόρπισε στο πάτωμα ξερά αμύγδαλα και καρύδια.

Έτσι έκανε το έθιμο του ‘κλου’, δηλ το έθιμο που θα έφερνε πολλές κότες, αυγά,  και πιο πολλά μικρά κλωσόπουλα.

Ο  γέρο Κωστής,  καθισμένος στην αγαπημένη του γωνιά, δίπλα  στο αναμμένο τζάκι, φώναξε τα παιδιά  κοντά του. Άνοιξε ένα άσπρο μαντήλι και ξεχώρισε από το πουγκί,  μερικά νομίσματα. Έδωσε από ένα στα εγγόνια του, γεμίζοντας παράλληλα το σπίτι  με ευχές.

-Αυτός είναι ο μποναμάς σας, είπε και συμπλήρωσε. Όποιος  βρει το φλουρί, δηλ το κρυμμένο  μισόφραγκο, θα πάρει και άλλα.

Άλλο ένα σημαντικό, έθιμο ήταν ο μποναμάς ή   μπουλιστρίνα, όπως έλεγαν οι παλιοί. Μπορεί τα δώρα που αντάλλασσαν να ήταν λίγα, άλλα ο μποναμάς δεν έλειπε από την Πρωτοχρονιά. Με σεβασμό, φίλησαν όλοι το χέρι του ηλικιωμένου παππού.

Το  σινί, το μικρό ξύλινο χαμηλό τραπέζι,  στρώθηκε  για να  μοιρασθεί ο καλοψημένος κόκορας, να πιουν γλυκό Ασφενδιανό κόκκινο κρασί και να γλυκαθούν με τον μπακλαβά και τα σιροπιαστά φοινίκια ή μελομακάρονα.

Η κυρά Αννιώ, πήρε ένα πιάτο το φόρτωσε με κουραμπιέδες, έριξε μέσα  λίγα αμύγδαλα και καρύδια και το έστειλε με τον Αντωνάκη στην γειτόνισσα τη Διασουνιώ, (από το Διονυσιώ). Το πιάτο ξαναγύρισε, γεμάτο με διάφορα γιορτινά κεράσματα.

Ο γέρο Κωστής, έκοψε με ένα μεγάλο μαχαίρι  την Βασιλόπιτα και  ξεχώρισε από ένα κομμάτι για το Χριστό, την Παναγιά, τον Άγιο Βασίλη και  ένα κομμάτι για  το  φτωχό.

Τα   υπόλοιπα κομμάτια μοιράσθηκαν στην οικογένεια. Έλειπε ο  πατέρας, που  βολόδερνε μακριά σε κάποια φουρτουνιασμένη θάλασσα του Ινδικού.

Σε αυτόν έπεσε το φλουρί, σε αυτόν έπεσε και ο μποναμάς. Παρηγοριά στη μάννα, ο Αι Νικόλας γρήγορα να τον φέρει ξανά στη στεριά,

Πέντε Δραχμαί! έγραφε ο μποναμάς, σε εκείνο το μεταλλικό τάλιρο, το  τιμημένο νόμισμα της Ελλάδος του 1965.

Ο βοριάς  έσπρωχνε  ένα πανέμορφο πουλάκι ως το παράθυρο, εκεί που ήταν στολισμένο το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Ο κοκκινολαίμης τουρτουρίζοντας από το κρύο, μαζί με μερικά αδέσποτα, γκρίζα σπουργίτια, τιτίβιζε ασταμάτητα λες και ευχόταν σε όλους,  Καλή Χρονιά.

Χρόνια Πολλά. Ευτυχισμένο και Ειρηνικό το 2020.

Ξανθίππη Αγρέλλη

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ωραία χρόνια, Θυμάμαι τότε που βγαίναμε για μπουλιστρινα με τον Αιμίλιο, και τα μοιραζόμαστε στα ίσα, 60 της εκατό εγώ και 40 ο Αιμίλιος, και με τα κέρδη περνάμε ματάκια για να βάζουμε στα σολεξακια μας για να μην μας τα ματιαξουν. Ο Αιμίλιος που έχει και ένα θέμα με τις γοργόνες έπαιρνε και κασετίνα με λογκο τη μικρή γοργόνα….

  2. Αντί να πάρω μάτι για το σολεξακι, έπαιρνα μάτι τις γοργόνες και όλο χαλούσε το σολεξακι… Χαλάλι!

  3. Εγώ περνούσα απ το Οινοποιείο και έλεγα σ αυτόν με την μεγαλύτερη πατούσα..

    ..που πατούσε τα σταφύλια,να περάσει και να κάνει ποδαρικό,άλλη γειτόνισσα έλεγε στον κασάπη να περάσει να της πει τα κάλαντα,γενικά από παγανισμό,ειδωλολατρεία και Προ-Xριστιανικά έθιμα καλά πάμε.Εδώ το Πάσχα ο Παπάς της Ενορίας περνούσε και ευλογούσε το μικρό αρνάκι στο τσιγκέλι,πριν να του κόψει τον λαιμό μπροστά στα παιδιά της Οικογένειας το κοπέλλι της γειτονιάς..χάριν του εθίμου.Για το άλλο Χριστιανικό Έθιμο έπαιζαν το χαρτοπαίγνιον 31 και έχαναν σπίτια,γυναίκες,περιουσίες,ψαράδικα,χωράφια και κοσμήματα γάμου…Το άλλο με τα φώτα και την επιφοίτιση αυτών που καθαγίασαν τα ύδατα πιάνοντας τον σταυρό,στο όνομα του οποίου μετά γινόταν τύφλα όλοι…και μάζευαν τάληρα για να ξελασπώσει απ την χαρτοπαιξία..ο ενορίτης.

  4. Έπιασε τον ζωηρό κόκορα,του έστριψε τον λαιμό ,πατώντας τον,μπροστά στις υπόλοιπες κότες

    ..όταν ο Χριστιανισμός περνάει απ το Στομάχι..είναι ευλογία.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ