Η Μυρτώ ξύπνησε με το λάλημα του κόκορα και σηκώθηκε βιαστική, για να ξεκινήσει την μέρα της. Βγήκε έξω στην μικρή αυλή και κατευθύνθηκε ως την μεγάλη, πήλινη λαγήνα. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της, για να αποξυπνήσει. Ύστερα έβαλε πίσω το σφουγγάρι στο λαγήνι, σφραγίζοντας το στόμιο του. Ο Ανέστης ο άντρας της, είχε σηκωθεί πολύ πιο πρωί. Έφυγε νωρίς για να ναορέψει, να ελέγξει και να νοιαστεί τα ζωντανά του, στον παραδίπλα στάβλο, που περίμεναν το πρωινό φαγητό τους.
Βιαστικά ντύθηκε και εκείνη, για να σηκώσει τα μεγαλύτερα παιδιά και να τα ετοιμάσει για το Σχολείο. Τους έβρασε λίγο κατσικίσιο γάλα και τους ποκίνησε, ξεπροβοδίζοντας τα, με ζυμωτό ψωμί, αλειμμένο με την γλίνα, δηλ το ζωικό λίπος από τα χοιροσφάγια, ενώ πρόσθεσε και ένα βραστό, σφιχτό αυγό.
Τα παιδιά θα περπατούσαν αρκετή ώρα στον χωματόδρομο, με κρύο, βροχή ή λιακάδα, ως το κοντινότερο Σχολείο, φορτωμένα με την γεμάτη βιβλία και τετράδια πάνινη σχολική σάκα, μαζί με το κολατσιό τους, τυλιγμένο στην λαδόκολλα.
Η Μυρτώ έμεινε πίσω, έκλεισε την ξύλινη πόρτα και φρόντισε να αλλάξει και να ταΐσει το μωράκι της. Ύστερα βάλθηκε να μαγειρέψει τα αποξηραμένα φασόλια, από το μποστάνι του καλοκαιριού. Όσο το φαγητό έβραζε στο πήλινο τσουκάλι, καθισμένο στον σιδερένιο τρίποδα, εκεί στην αναμμένη παρασκιά στο σπιτικό τζάκι, εκείνη βάλθηκε να συμμαζέψει το σπιτικό της. Έπρεπε να φροκαλίσει τα φρόκαλα, τα σκουπίδια με την ψάθινη φροκαλιά.
Να καθαρίσει και την αυλή της, από τα φύλλα και τα ψιλά κλαδιά που της έφερνε το ζωηρό, φρέσκο αεράκι του βουνού Δίκαιος. Ύστερα φορτώθηκε τον τσίγκινο κουβά και τράβηξε για το διπλανό πηγάδι, διότι χρειάζονταν πολύ νερό. Για αυτό πήγε και ήρθε πολλές φορές, για να πλύνει τα πήλινα σκεύη της κουζίνας, για να γεμίσει τη σκάφη και να πλύνει τα ρούχα της οικογένειας, με σταχτόνερο, αλισίβα αλλά και πράσινο σαπούνι, που έπαιρνε από το μοναδικό μπακάλικο του χωριού της. Τα κλινοσκεπάσματα του κρεβατιού και τα βαριά στρωσίδια του σπιτιού, τα έπλυνε στο κοντινότερο ποτάμι. Να είναι καλά και γεροί οι θάμνοι, που θα αναλάμβαναν το στέγνωμα τους. Η θράκα, ήταν ακόμη αναμμένη και το σίδερο ακουμπισμένο στην πέτρινη πεζούλα. Η Μυρτώ πήρε μερικά ψιλά καρβουνάκια ,τα έβαλε προσεκτικά στο σίδερο και άρχισε το σιδέρωμα. Έπρεπε τα καλά ρούχα της Κυριακής, να είναι έτοιμα για την Εκκλησία. Ήταν Σάββατο και την επομένη, έπρεπε να πάνε όλοι στην Εκκλησία και στο Κατηχητικό Σχολείο.
Όσα ρούχα ήταν τριμμένα, η Μυρτώ τα μαντάριζε ή τα μπάλωνε. Τα μικρότερα παιδιά φορούσαν τα ρούχα των μεγαλυτέρων, ανάλογα αν ήταν αγόρια ή κορίτσια. Τα πολύ φθαρμένα ρούχα τα έκοβε σε λωρίδες και έφτιαχνε μικρές κουρελούδες , έτσι ανακύκλωνε τα παλιά ρούχα και ποτέ δεν τα πετούσε.
Το μεσημεράκι του Σαββάτου, (τότε δεν υπήρχε το πενταήμερο) τα παιδιά ένα, ένα γυρνούσαν από το Σχολειό τους, σιγοτραγουδώντας και λαχανιασμένα. Η αχνιστή νόστιμη φασολάδα, μοσχοβολούσε και τα περίμενε να την απολαύουν. Έστρωσε η μάνα το υφαντό τραπεζομάντηλο, στο χαμηλό τραπεζάκι, το σινί, μοίρασε την φασολάδα στα πήλινα πιάτα και το φρέσκο ζυμωτό ψωμί, που μόλις είχε ζυμώσει, ψήσει και ξεφουρνίσει στον σπιτικό ξυλόφουρνο. Το βδομαδιάτικο ψωμί, θα φυλάγονταν στον πένδηλο, ένα πλεχτό πανέρι, κρεμασμένο πάνω στα δοκάρια του σπιτιού. Εκεί ήταν κρεμασμένα δίπλα, δίπλα, μια πλεξίδα με σκόρδα μερικά ρόδια, ένα δυο χειμωνικά πεπόνια και κολοκύθια, καθώς και μια αρμαθιά με αποξηραμένα αμπελόφυλλα, για τα γιαπράκια δηλ τα ντολμαδάκια του σπιτιού.
Σάββατο απόγευμα και όσο ο ήλιος έβαφε πορφυρόχρωμη τη Δύση τα παιδιά ήταν χαρούμενα και άρχιζαν τα παιχνίδια, όπως κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό, μπάλα, πετράτο, μήλα, τσέρκι, πεντόβολα και τόσα άλλα, που γύμναζαν το σώμα και ευχαριστούσαν την ψυχή τους. Μερικά σκυλιά και λίγες γάτες, συμμετείχαν στα αθώα παιχνίδια τους.
Το βραδάκι ο πατέρας, ο Ανέστης, γύρισε πάνω στο ταπεινό υπομονετικό υποζύγιο τον Κανέλλο, φορτωμένο με ξύλα. Η Μυρτώ βάλθηκε μετά την νοστιμιά της φασολάδας, να του φτιάξει ένα βραστικό με αλισφακιά για την χώνεψη.
Ύστερα πήγε στο κοτέτσι, τράβηξε ένα κοτόπουλο και φρόντισε να το ετοιμάσει ώστε να μπει στο φούρνο για το Κυριακάτικο τραπέζι. Τα παιδιά θα δειπνούσαν, με μια στραπάτσαδα, από ολόφρεσκα αυγά και χοιρινές μπουκιές, από τα πρόσφατα χοιροσφάγια.
Βράδιασε για τα καλά, το σούρουπο ήρθε τρέχοντας να διώξει το γλυκό απόγευμα στο ήσυχο χωριό. Η Μυρτώ έφερε την λάμπα και αφού καθάρισε το γυαλί με μια πετσέτα, την γέμισε με φωτιστικό πετρέλαιο και την άναψε. Άλλη μια μικρότερη, φώτιζε τον κοιτώνα των παιδιών.
Έμεινε μέχρι αργά, για να συμμαζέψει τα πιατικά της, να νοικοκυρέψει ό, τι απέμεινε και να φυλάξει τα αποφάγια για το θρεφτάρι, το γουρουνόπουλο που έθρεφαν, καθώς και για τις κότες.
Τίποτα δεν πετούσε, όλα ανακυκλώνονταν, ακόμη και τα τσόφλια των αυγών πήγαιναν στις γλάστρες για λίπασμα. Η λέξη σκουπίδια, απορρίμματα και απορριμματοφόρο, δεν υπήρχε. Μόνο υπήρχαν φυσικά αναλώσιμα τρόφιμα και προϊόντα. Οι άνθρωποι ήταν αυτάρκεις με προϊόντα και τρόφιμα που παρήγαγαν και κατανάλωναν οι ίδιοι. Όλα τα φύλαγαν στην μικρή αποθήκη του σπιτιού για την κουμπάνια, δηλ την προμήθεια σε αγαθά κυρίως για τον δύσκολο και παγερό Χειμώνα.
Το φεγγάρι, ολόγιομη λαμπερή Πανσέληνος, τρύπωνε από τα στενά σιδερόφρακτα παράθυρα του χαμηλόχτιστου σπιτιού. Με το τελευταίο λάλημα του ζωηρού πετεινού, η Μυρτώ σκέφτηκε πως ήταν καιρός πια να ξεκουραστεί. Άλλη μια συνηθισμένη μέρα, τέλειωσε έτσι απλά στο χωριό.
Αγαπητοί αναγνώστες, αν γυρίζαμε τον ρολόι του χρόνου πίσω, θα δεχόμασταν να ζήσουμε με τον τρόπο ζωής των παππούδων μας, πριν από 50-100 χρόνια για μια 50/ ετια;
Ο πλανήτης μας για να σωθεί αυτό χρειάζεται, φωνάζουν κορυφαίοι επιστήμονες, σε συχνά πολυέξοδα συνέδρια, ατέλειωτες συζήσεις και διαδηλώσεις.
Ας απαντήσουμε, με ειλικρίνεια όλοι και εγώ πρώτη. Δεχόμαστε, να αρνηθούμε τις σύγχρονες ανέσεις μας; Να σταματήσουμε τα μηχανάκια, τα αυτοκίνητα να κυκλοφορούμε με υποζύγια ή με ποδήλατα;
Να ακινητοποιήσουμε τα αεροπλάνα, να σταματήσουμε τα πλοία, να καταργήσουμε τα εργοστάσια, συμβατικά και πυρηνικά;
Προπάντων δεχόμαστε να στερηθούμε τα αγαθά του ηλεκτρισμού, δηλ χωρίς ψυγείο, κουζίνα, πλυντήριο, στεγνωτήριο, φούρνο, σίδερο, σκούπα, θερμοσίφωνα κλπ. Χωρίς κεντρική θέρμανση (καλοριφέρ), χωρίς ανελκυστήρα (ασανσέρ), χωρίς τηλεόραση, χωρίς ηλεκτρονικό υπολογιστή, τάμπλετ και κινητό τηλέφωνο;
Μπορούν και επαρκούν, οι ήπιες εναλλακτικές, οικολογικές πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή, η αιολική, η υδάτινη, να αντικαταστήσουν τα εργοστάσια ηλεκτρισμού;
Με το χέρι στην καρδιά μπορούμε να αποφύγουμε τα εκατομμύρια από συσκευασίες πλαστικών, του νερού, έτσι που μας κατάφεραν να αγοράζουμε ακόμη και το νερό που πίνουμε;
Να περιορίσουμε τις πλαστικές συσκευασίες αναψυκτικών, ποτών και τροφίμων, καθώς και τις χιλιάδες πλαστικές σακούλες ή τα πλαστικά μιας χρήσεως;
Μπορούμε να μειώσουμε τα βουνά από τους τόνους σκουπιδιών; Να εξαφανίσουμε τα ατέλειωτα, βρώμικα λύματα και πυρηνικά απόβλητα των εργοστασίων, που μολύνουν τις στεριές, τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες και τους ωκεανούς της Γης;
Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί πρακτικά να εφαρμόσει τον τρόπο ζωής των προγόνων μας, κόντρα στην εξέλιξη που καλπάζει, ούτε να γυρίσει τον ανελέητο χρόνο πίσω, στερούμενος τις σημερινές σύγχρονες ανέσεις του. Να σταματήσει την βιομηχανία, το εμπόριο, τον τουρισμό, τις συγκοινωνίες και τις επικοινωνίες.
Συμπέρασμα, το μέλλον του πλανήτη μας είναι άγνωστο και καταδικασμένο στη δραματική κλιματική αλλαγή, όπως καταδικασμένοι είναι μαζί με αυτόν και όσοι τον κατοικούν, άνθρωποι, ζώα και φυτά. Τα πάντα θυσία στον βωμό της εξέλιξης των ανέσεων και του εύκολου κέρδους.
Ξανθίππη Αγρέλλη
ΠΟΛΥ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ ΑΡΘΡΟ. ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΓΥΡΙΖΑΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΠΙΣΩ. ΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΑΝ ΖΟΥΣΑΜΕ ΤΟΤΕ ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΓΕΡΟΙ ΚΑΙ ΥΓΕΙΕΙΣ.
δυστυχώς μερικοί αγρίεψαν και ψακώνουν τα ζωντανά…
και τα αεροπλάνα που πατε διακοπες να δειτε τι ρύπους παράγουν!! Κόψτε τις διακοπές να σωθεί ο πλανήτης!
ΠΡΟΣ ΚΩΣΤΑΣ- ΑΝ ΠΡΟΣΕΧΑΤΕ ΠΕΡΙΣΟΤΕΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟΥΣ ΡΥΠΟΥΣ ΤΩΝ ΑΕΡΟΠΛΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ. – ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΔΕΝ ΖΗΤΗΣΑΜΕ ΔΑΝΕΙΚΑ ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΜΕ.- ΕΡΓΑΖΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΟΜΑΣΤΕ ΑΝΑΛΟΓΑ ΔΙΑΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΜΟΙΒΗ ΜΑΣ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ ΘΕΛΟΥΜΕ. ΑΝ ΗΤΑΝ ΝΑ ΣΩΘΕΙ Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΣ ΝΑ ΤΟΝ ΣΩΣΟΥΜΕ.
Όλη την ημέρα στα χωράφια και στις δουλειές του σπιτιού. Στα 50, δεν έφταναν οι περισσότεροι. Ωραίο είναι να κάθεσαι δίπλα στο τζάκι αλλά το να φέρεις τα ξύλα είναι άλλη ιστορία. Όπως γράφετε φανταστείτε για να πλύνετε τα πιάτα να πρέπει να πάτε 10 φορές στην πηγή; Και αυτό κάθε μέρα, 365 μέρες τον χρόνο. Πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι ο Κινεζικός λαός που πριν 25 χρόνια ζούσε σε παρεμφερείς καταστάσεις και τώρα προτιμούν να στριμώχνονται σε ένα διαμέρισμα μερικών τετραγωνικών και να δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα.