Τις τελευταίες ημέρες τον γύρο του διαδικτύου κάνει η δήλωση του Κωνσταντίνου Μπογδάνου περί κατοίκησης των ερημικών νησιών της χώρας από πρόσφυγες και μετανάστες, λέγοντας μάλιστα πως «πρέπει να ξεπεράσουμε τα κόμπλεξ».
«Βεβαίως μπορούν να πάνε πρόσφυγες στα ξερονήσια. Δεν πρέπει να έχουμε ταμπού! Είναι χώροι για να «φιλοξενήσουμε» κάποιους. Πρέπει να ξεπεράσουμε αυτά τα ταμπού, να ξεπεράσουμε τα κόμπλεξ του παρελθόντος, τα μετεμφυλιακά και τα δικτατορικά», δήλωσε για την ακρίβεια ο βουλευτής της ΝΔ, καλεσμένος σε εκπομπή.
Κι ενώ η δήλωση αυτή εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις, ένα δημοσίευμα του pontos-news.gr, έρχεται να μας θυμίσει ότι στη μαρτυρική Μακρόνησο κάποτε, εκτός από αριστερούς και κομμουνιστές, έστελναν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
«Μια εν πολλοίς αγνοημένη πτυχή της σύγχρονης ιστορίας των προσφύγων, που ξεριζωμένοι, μέσα από φωτιά και αίμα ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν το αναγκαστικό πέρασμά τους από «σταθμούς καραντίνας» που εγκαθιδρύθηκαν στη μεγάλη πατρίδα, προς «απολύμανσίν των και εξυγίανσιν», όπως έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός» στο φύλλο τής 10ης Ιουνίου 1922. Άγιος Γεώργιος Κερατσινίου, Καλαμαριά, Μακρόνησος… Στο ξερονήσι που χρόνια αργότερα στάλθηκαν χιλιάδες άνθρωποι εξόριστοι, πολιτικοί κρατούμενοι «προς αναμόρφωση», κάποιοι άλλοι Έλληνες, της μεγάλης Ελλάδας, έχοντας γλιτώσει από το μαχαίρι του Τούρκου, είχαν έρθει ξανά αντιμέτωποι με την πείνα, τη δίψα και το θάνατο», αναφέρει το δημοσίευμα.
Η μαρτυρία του Ιγνάτιου Ορφανίδη, Πόντιου πρόσφυγα, συγκλονίζει: «Εμείς οι Αι-Γιαννέτ’ φύγαμε και πήγαμε στο Νοβοροσίσκ. […] Μείναμε τρία χρόνια στο Νοβοροσίσκ και στις 24 Ιουλίου του 1922 με το ατμόπλοιο «Κίος» ήρθαμε στην Ελλάδα. Οχτώ μέρες ταξίδι κάναμε. Στην 1η Αυγούστου μας κατέβασαν στη Μακρόνησο. Στη Μακρόνησο άρχισαν νέα βάσανα και θάνατοι. Μας έκαναν καραντίνα. Εμείς ιδρύσαμε τη Μακρόνησο. Εμείς χτίσαμε τα παραπήγματα, στέρνα για νερό, ό,τι χρειαζόταν. Έρημο νησί ήταν η Μακρόνησος. Ακατοίκητο. Όλο βράχια. Απ’ τους οχτώ χιλιάδες που έφερε το «Κίος» μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε. Ήταν η κυβέρνηση Γούναρη. Επειδή ήρθαμε απ’ τη Σοβιετική Ρωσία, μας πέρασαν για μπολσεβίκους και ήθελαν να μας εξοντώσουν».
Και συνεχίζει: «Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μάς έφερνε απ’ το Λαύριο νερό και εκείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρώμικα μακαρόνια, ελιές σκουληκιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος από τη δίψα. Μας τάιζαν και αλμυρές ρέγγες, χαλασμένες και… καταλαβαίνεις. Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτιζαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους.
Μια ομάδα νέων, μαζί και γω, δημιουργήσαμε μια επιτροπή. Πήγαμε στον Ελευθεριάδη, τον διευθυντή του λοιμοκαθαρτηρίου, και παρουσιαστήκαμε μπροστά του. Ζητήσαμε να βγούμε ανεξάρτητοι. Ανεξάρτητος είναι όποιος βγει από το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα και η κυβέρνηση δεν θα έχει καμία υποχρέωση απέναντί του. Ο πρόσφυγας πάλι δεν θα είχε κανένα δικαίωμα. Πολλοί, για να σωθούν, ζητούσαν να βγουν ανεξάρτητοι, αλλά η διοίκηση και πάλι δεν άφηνε. Ήθελαν σου λέω να μας εξοντώσουν».
Αυτή είναι η ιστορία ενός μόνο από τους Έλληνες Πόντιους και Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα, διωγμένοι από τα σπίτια τους, ζητώντας μια ευκαιρία στη «μητέρα πατρίδα» να ξανασταθούν στα πόδια τους. Η «μητέρα πατρίδα» τούς αντιμετώπισε ως παρίες, τους απομόνωσε, τους εξόντωσε. Όπως κάποιοι αποζητούν να κάνουν το ίδιο και με τους πρόσφυγες του σήμερα. Γιατί η Ιστορία δεν ήταν αρκετή, γιατί κάτι δεν μάθαμε. Κι η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Πρώτη φορά, σαν τραγωδία.
Με πληροφορίες από pontos-news.gr
γιατί τους αρέσει.