Νικόλας Τηλιακός, άνθρωπος της θάλασσας που στέκει μακριά από τα στερεότυπα της τρίτης ηλικίας

0
3488

Γράφει στο The Huffington post o
Μανώλης Δημελλάς

Γιορτινές μέρες φορτωμένες με αγκαλιές, προσφορά και συγκίνηση. Ο νους τρέχει, πρώτα σ’ όλους εκείνους που η μοίρα κι ύστερα ο αλήτης χρόνος κατάφεραν να μένουν ξωμάχοι της ζωής. Κι είναι αλήθεια, πως ειδικά όταν θωρείς ένα γερονταράκι γεμίζεις συμπόνια, αφού σα μια ακολουθία αυτόματης μεταβίβασης, μπαίνεις στο κορμί του, αφουγκράζεσαι τους πόνους, νιώθεις τους καημούς του.

Ηλικιωμένος είναι και ο Νικόλας Τηλιακός, αν τον ρωτήσεις κάτι για το παρελθόν, πρώτα θα σε ζυγίσει και για μια στιγμή, αφού παίξει μαζί σου, θα σε εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του στα μαθηματικά. Ένα πάθος που βγαίνει στα μαγικά κόλπα των τραπουλόχαρτων και σε προβλήματα υπολογισμών, εξισώσεων, από εκείνους που η Μένσα δίνει στους υποψήφιους για την πιο υψηλότερη εφυΐα!

Η ιστορία του Νικόλα είναι το παράδειγμα του τυχαίου, που οδηγεί ολάκερη τη ζωή μας! Κι αν δεν πιστεύετε, τότε σταθείτε μια στιγμή, χασομερήστε και θα θαυμάσετε τον παράξενο δρόμο που χαράζει η ζωή για τους ανθρώπους.

Γεννήθηκε στον Τζάνειο του Πειραιά το 1930, πατέρας ο Σταύρος Τηλιακός από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και μητέρα η Θετεκούλα Κουτσοδόντη, από της Πυλές Καρπάθου.
Ο Νίκος ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας, ακολούθησαν 5 αδέλφια κι ο εργάτης πατέρας δεν προλάβαινε να ταΐζει τα στόματα. Το 1944 ήταν η χρονιά που καθόρισε το μέλλον του, από τη Β΄ τάξη γυμνασίου του Αγίου βασιλείου έτρεχε και δούλευε στα νταμάρια.

Δεν ήταν ακόμη 15 και ο επιστάτης του έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό, θα μοιράσεις αντιβασιλικές προκυρήξεις. Αλλιώς θα πάρεις πόδι από το λατομείο και θα χάσεις το μεροκάματο. Διάλεξε και πάρε.

Ο έφηβος Νικόλας δεν έχασε χρόνο, έπιασε μια μάτσα χαρτιά που έγραφαν «Όχι στον Βασιλιά» και ξεκίνησε τη δουλειά, όμως γρήγορα τον έκαναν τσακωτό, πρώτα πέρασε από τα γραφεία της ασφάλειας και τα σημάδια από το μαστίγωμα του κορμιού του τα είχε για πολλά χρόνια, έπειτα απόβλήθηκε από το σχολείο και βρέθηκε 8 μήνες και μισό εξορία στη Μακρόνησο! Την ίδια περίοδο στο νησί της «αναμόρφωσης» θα γνωρίσει και τον στρατιώτη Γρηγόρη Μπιθικώτση!

Όσο ψάχνω για λεπτομέρειες εκείνος δεν στέκεται, προχωρά τέσσερα χρόνια παρακάτω, στα 18 του παρουσιάζεται στο στρατό και τον στέλνουν ακόμη μια φορά ένα ταξιδάκι, υπηρέτησε στη Μακρόνησο! Είναι τυχερός, προστάτης οικογένειας, αυτή τη φορά θα μείνει μόνο 18 μήνες! Είχε φάκελο που έγραφε για τις προκηρύξεις, ήταν στιγματισμένος, η ζωή είχε διαλέξει το δρόμο του δίχως να τον ρωτήσει!

Στο Μακρονήσι θα γνωρίσει κόσμο και κοσμάκη, εκεί θα διδαχτεί μαθηματικά από δυο καθηγητές πανεπιστημίου και μέχρι σήμερα μνημονεύει τους δασκάλους που άνοιξαν τα μάτια του στην άλγεβρα. Δεν ξεχνά ούτε τη γνωριμία με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο Νικόλας Τηλιακός έπλενε τα ρούχα του μεγάλου μαέστρου κι εκείνος του έδινε τσιγάρα, το 15 νούμερο Παπαστράτος!

Μια ημερομηνία παραμένει χαραγμένη στη μνήμη του, 26 Ιουλίου 1953, στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής, εκείνος έπλενε τα ρούχα του Θεοδωράκη, όταν κάποιος από τους κρατούμενους παρακολουθούσε με τα κυάλια τις ακτές του Λαυρίου και με σήματα που έκαναν με ένα καθρεφτάκι κάποιοι «φίλοι», μαθεύτηκε ότι πέθανε ο πρώην πρωθυπουργός, ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, όμως τους μυρίστηκε και τους κάρφωσε ένας φρουρός.

Έτσι τις επόμενες εννιά μέρες το καψόνι δεν είχε τελειωμό. Μέσα στη κάψα του καλοκαιριού έβαλαν τους στρατιώτες να φορέσουν τα χειμωνιάτικα ρούχα και να ξεροσταλιάζουν όλη μέρα στο λιοπύρι, πίσω από το συρματόπλεγμα.

Πριν το στρατό και διωγμένος από όλα τα σχολεία είχε γραφτεί στη σχολή μηχανικών του Ήρωνα, μάθαινε τη τέχνη και δούλευε τορναδόρος σε ένα μηχανουργείο πίσω από το λιμάνι, εκεί πάλι τα κατάφερε η μοίρα και γνώρισε το γιο του ασφαλίτη που τον βασάνισε κι άφησε σημάδια από το μαστίγιο στη πλάτη, όταν τον συνάντησε και του θύμησε την πικρή ιστορία εκείνος το μόνο που μπόρεσε να πει ήταν πως έκανε τη δουλειά του!

Το 1954, όταν τέλειωσε και με τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, ξεκίνησε τα νταραβέρια με τη θάλασσα. Πρώτα με τον «Θαλή τον Μιλήσιο», ένα πλοίο που πόντιζε καλώδια του ΟΤΕ στα νησιά και έπειτα έπιασε τα φορτηγά, έτσι πολλές φορές έφερε βόλτα τον πλανήτη.
Μια ζωή στα λίμπερτυ, στα φορτηγά και τα γκαζάδικα. Τα βαπόρια του Νιάρχου, του Κουλουκουντή, του Λιβανού, για περισσότερα από 20 χρόνια έγιναν το σπίτι του.

Τα ταξίδια θέλεις δε θέλεις γίνονται μαθήματα, έτσι κι εκείνος κρατά τη φυσική ομορφιά του Σιάμ και της Ταϊλάνδης, εξακολουθεί να θαυμάζει τους ανθρώπους και το κοινωνικό σύστημα της Δανίας. Είχε μάτια ανοιχτά και η οξυδέρκεια του βοήθησε να αποδικωποιήσει τις εικόνες.

Κι έπειτα θυμάται το καλοκαίρι που πήγε στο νησί, για πρώτη φορά στην Κάρπαθο στα 29 του χρόνια κι η μάνα του, η Θετεκούλα, από τα 50 μέτρα και μέσα στη νύχτα του έδειξε τη γυναίκα που θα παντρευόταν!
Κάπως έτσι πάλι η μοίρα διάλεξε για κείνον οικογένεια. Συχνά κόβει τη κουβέντα και βάνει φωτιά σε ένα τσιγάρο.

Ο Νίκος καπνίζει 74 χρόνια, ήταν παιδί και μέσα στη κατοχή πουλούσε τσιγάρα, έτσι έμαθε να χορταίνει με καπνό τα πνευμόνια του. Έπειτα πιάνει την τράπουλα και κάνει ένα ακόμη από τα εντυπωσιακά κόλπα του, μαθηματικά παιγνίδια από εκείνα που θέλουν γνώση και πολύ σκληρή προπόνηση κι όλα τα έμαθε μονάχος του, βλέπεις τα τραπουλόχαρτα δεν έχουν μέντορες.

Έπειτα ξαναγυρνάμε στη ναυτική του ιστορία, περιγράφει μια φωτιά στο ντηζελάδικο Sunrise μέσα στον Ατλαντικό, έπειτα τις περιπέτειες σε ένα ακυβέρνητο φορτηγό στο ακρωτήρι της Καλής ελπίδας και φτάνει σε ένα άτιμο μαδέρι, που ξέφυγε και τον χτύπησε στο κεφάλι ενώ το «Μυρτώ», ένα λίμπερτυ του Νιάρχου, ήταν καταμεσίς του ωκεανού κι εκείνος από τύχη την έβγαλε καθαρή!

«Αν είχαμε και τα πεταμένα σου θα είχαμε έναν πύργο», επαναλαμβάνει συχνά η γυναίκα του, που γνωρίζει τα χούγια του Νικόλα. Δε βαριέσαι, ο πλούτος του ανθρώπου είναι η ψυχή κι όλα φαίνονται στους κάμπους των ματιών του.
Μπορεί το σώμα να φαίνεται κουρασμένο, όμως το μυαλό είναι κάτι παραπάνω από ακονισμένο ξυράφι! Ο Νίκος Τηλιακός δε πιάνεται!

Δεν τον προλαβαίνεις κι αυτό είναι τόσο μα τόσο δύσκολο όταν είσαι ηλικιωμένος, αφού τα έρημα τα στερεότυπα δίνουν μια και κάνουν τα γεροντάκια στην πάντα.
Αναστενάζει, με κοιτά στα μάτια, μα το παραδέχομαι, δεν μπορώ να βρω τη λύση στα μαθηματικά προβλήματα που βάζει! Το θέμα δεν είναι ο βαθμός της δυσκολίας, έχω όλο το μυαλό στη κουβέντα μας, χάνομαι στα ταξίδια του, σε αλλοτινές εποχές που σήμερα δεν έχει μείνει ούτε ένα ίχνος υποψίας τους.

Στις γιορτές χασομεράμε λίγο παραπάνω, σκύβουμε πιο εύκολα σε εκείνα που λίγο νωρίτερα στρέφαμε το βλέμμα και προσπερνούσαμε βιαστικά, έτσι και με την τρίτη ηλικία, νομίζουμε πως καταλαβαίνουμε, αλλά η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
Είναι γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι βιώνουν τη μοναξιά κι ύστερα μια σταθερή απαξίωση από ένα κοινωνικό σύστημα αδιάφορο, έπειτα ακολουθεί η ανημπόρια των πιο νέων, που επιμένουν να κοιτούν τα χρόνια σαν απροσπέλαστο βουνό, που βρίσκεται πολύ μακριά από εκείνους.

«Μην βάλεις τη φωτογραφία μου, θα τρομάξουν τα παιδιά!»
Ξεχωριστός ο Νικόλας, μα όπως λένε «άνθρωπο θωρείς μα τη καρδιά δε τη γνωρίζεις», κι όμως ετούτη η αδυσώπητη εποχή δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον 87χρονο ναυτικό.
Να είναι το μαθηματικό του μυαλό ή μήπως η θάλασσα και τα ταξίδια, που άφησαν γλυκιά αλμύρα και φρεσκάδα στην ύπαρξη του; Τελικά μήπως η εξυπνάδα κάποιες φορές είναι η χειρότερη κατάρα;

Το σώμα γίνεται χίλια κομμάτια πάνω στα κοφτερά δόντια του χρόνου, όμως η ψυχή είναι το παιδί που δε λέει να γεράσει.
Οι γιορτές μπορεί να μας κάνουν πιο θετικούς, λίγο πιο ευαίσθητους, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω από κάθε σκαμμένο πρόσωπο ή από ένα ταλαίπωρο σακατεμένο κορμί κρύβονται μοναδικοί χαρακτήρες και απίστευτες διαδρομές, αρκεί να σταθούμε με ειλικρίνεια, να χασομερήσουμε, να αγκαλιάσουμε αφήνοντας πίσω τα κοντοπίθαρα πρότυπα, να συναισθανθούμε.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ