«ΤΟ ΠΟΚΙΝΗΜΑ» Από τις σελίδες της λαογραφίας μας
(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)
Όλη η γειτονιά είχε μαζευτεί εκείνο το Φθινοπωριάτικο απόγευμα, στο χαμηλό- κτιστό σπίτι της κυρά Λεμονιάς. Συγγενείς, φίλοι και γείτονες, είχαν γεμίσει ασφυκτικά το μονόχωρο νοικοκυρεμένο σπίτι και την λουλουδιασμένη αυλή. Ήρθαν για να ποκινήσουν και να αποχαιρετίσουν την πρωτοκόρη της, που θα παντρευόταν στην μακρινή Αυστραλία. Με τη γεύση του μισεμού και της ξενιτιάς, η άβγαλτη θυγατέρα, θα αναζητούσε την τύχη της, σε μια άγνωστη χώρα, όπως της την είχαν οργανώσει τα ξαδέλφια της, εκεί μακριά στο Σίτνεη.
Το αποφάσισε η κυρά Λεμονιά και έδωσε την Αννιώ της σε ένα καλό παιδί, πατριωτάκι, τον Βαγγέλη, με δικό του συνεργείο καθαρισμού αυτοκίνητων. Έτσι για να μπορέσει να ξεφύγει η ορφανή από πατέρα, κόρη της, από την μιζέρια και το ξενοκάματο στους κάμπους, στα χωράφια και στους ελαιώνες. Για να γνωρίσει τον Κόσμο, μακριά από το μικρό χωριό της.
Όταν σχόλναγε η Αννιώ, μέχρι τα τριάντα της κεντούσε σεμεδάκια, έπλεκε διάφανες δαντέλες και έφτιαχνε ανθισμένες μαξιλαροθήκες. Κάτω από τη δασύφυλλη μουριά της ανθισμένης αυλής, μόλις τελείωνε από τον κάματο της εργατιάς, κεντούσε ανεβατά ροζ ανθάκια αμυγδαλιάς, πάνω στα ολόλευκα τραπεζομάντιλά της.
Να που ήρθε λοιπόν η ώρα, να μπουν στη ‘στοίβα’ τα προικιά της και να καμαρώσουν όλοι
την ασπρική της. Ύστερα θα στριμώχνονταν όλα στο μικρό ξύλινο σεντούκι, μαζί με το παλιό, κιτρινισμένο νυφικό της μάνας της.
Πάνω, πάνω, έβαζαν την εικόνα του Χριστού και της Παναγιάς, ένα βάγενο πλεκτό Σταυρό και λίγα μοσχοβολημένα φύλλα λεμονιάς και άγριας λεβάντας.
Θα ταξίδευε σε θάλασσες γαλήνιες και φουρτουνιασμένες η Αννιώ μόνη, μαζί με τα προικιά της, μίλια μακριά, στριμωγμένη σε ένα πλοίο Υπερωκεάνιο, το ‘Πατρίς,’ για 30 περίπου μερόνυχτα, παρέα με δεκάδες άλλους οικονομικούς μετανάστες. Όλοι αυτοί, άφηναν πίσω τους τη φτώχεια της μεταπολεμικής, οικονομικά εξαθλιωμένης Ελλάδας.
Έτσι αναγκαστικά, στρίμωχναν σε μια βαλίτσα τα λιγοστά ρούχα τους, μαζί με τα ατέλειωτα όνειρά τους και τραβούσαν τον πικρό δρόμο του μισεμού και του αποχωρισμού, μακριά από το χωριό και τους δικούς τους.
Οι συγγενείς και τα αδέλφια της Αννιώς, έστησαν ένα μικρό γλέντι για τα ‘ποκινήματα.’
Αφού ‘Αγίασε’ τα προικιά ο παπά Κυριάκος, κάθισε και εκείνος στο γλέντι.
Κάλεσαν και τα Γαβριλάκια, τους αδελφούς Γιαλίζη, με το μαγικό βιολί και το λαούτο τους, καθώς και τον Παντελή τον Σαλαχώρη και τον Γιώργη τον Πόγια, με τον γιο του τον Μάνο.
‘Αχ,…. η ξενιτιά σε χαίρεται τζιβαέρι μου,….’ ακούγονταν το τραγούδι της ξενιτιάς.
Πέρασε και ο Κοινοτάρχης του χωριού, για να ευχηθεί στην λογοδοσμένη κοπέλα και να παραστεί στο ποκίνημα της. Ύστερα ήρθε ο ηλικιωμένος Δάσκαλός της με τον Αγροφύλακα, για να δώσουν τις δικές τους ευχές.
Για να γευτούν τα παραδοσιακά γιαπράκια με αμπελόφυλλα ή ντολμαδάκια, τις σπιτικές χυλοπίτες, μαζί με τις νόστιμες χοιρινές μπουκιές, τσιγαρισμένες στην γλίνα και να πιουν μεθυστικό κρασί για μεγαλύτερο κέφι, χορό και τραγούδι.
Το ποκίνημα, το ξεπροβόδισμα, του ξενιτεμένου ή της ξενιτεμένης, ήταν ένα συνηθισμένο έθιμο, που θύμιζε το στρώσιμο του κρεβατιού, λίγες μέρες πριν τον γάμο.
Για αυτό και οι λεύτερες κοπέλες της γειτονιάς, κρατούσαν το δίσκο με το λικέρ βύσσινο και κερνούσαν. Ακολουθούσε το τρατάρισμα ή κέρασμα, με το παραδοσιακό γλυκό κουταλιού ντοματάκι, σταφύλι, κυδώνι, ή νεραντζάκι.
‘Και στα δικά σας’, τους εύχονταν όλοι, με την ελπίδα να ανοίξει και για αυτές η τύχη τους και να καλοπαντρευτούν.
Η μάννα, έπρεπε με ποτάμια δάκρυα, να αποχωριστεί την αγαπημένη της κόρη, να τη ποκινήσει δηλ να την κατευοδώσει. Να κάνει την καρδιά της κόμπο, για να της ανοίξει το δρόμο σε μια καλλίτερη ζωή, εκεί σε μια μακρινή και άγνωστη Πολιτεία.
Αν ήταν τυχερή η κόρη της, θα περνούσε μια ευχάριστη ζωή με ένα καλό σύντροφο.
Αυτό άλλωστε το εύχονταν όλοι, γιατί ‘ο γάμος είναι ένα λαχείο,’ όπως έλεγαν και οι σοφοί.
Στο ποκίνημα ή στο ξεπροβόδισμα, όσοι φίλοι και συγγενείς ερχόταν, έφερναν και τα ποδοσήμια τους, τα πεσκέσια τους, δηλ τα δωράκια τους για το καλό κατευόδιο.
Όταν έφτανε η πικρή ώρα του αποχωρισμού, μαντήλια αποχαιρετισμού ανέμιζαν στο φρέσκο αεράκι του μπάτη, καυτά δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα και τα σφικτά αγκαλιάσματα δεν είχαν τελειωμό. Μέχρι που η μοχθηρή μπουρού του μεγάλου καραβιού, πεισματικά να βρυχάται, σαν θηρίο, για να χωρίσει την λογοδοσμένη Αννιώ, από την μητρική και συγγενική αγκαλιά. Τον ‘νόστιμον ήμαρ,’ η γλυκιά μέρα του γυρισμού, φάνταζε πια πολύ μακριά για την ξενιτεμένη κόρη. Ίσως ποτέ να μην ξαναγυρνούσε στο φτωχικό της σπίτι και εκείνο το ποκίνημα, θα έμενε για πάντα νοσταλγικά, χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη της.
‘Ποκίνημα’ στην γλώσσα του λαού, λέγονταν και το καθημερινό κατευόδιο, η ξεπροβόδισμα, όταν μητέρες, σύζυγοι, αδελφές, θείες και κόρες, κατευόδωναν κάθε πρωί τους εργάτες για τα χωράφια. Τους ετοίμαζαν ένα απλό αλλά χορταστικό κολατσιό.
Μέσα στην υφαντή στον αργαλειό πετσέτα, η στην τσίγκινη καστανιά, έβαζαν σπιτικό, ζυμωτό ψωμί, ελιές πράσινες τσακιστές ή μαύρες χαμάδες, λίγο κόκκινο κρασοτύρι, της τυριάς και λίγες χοιρινές μπουκιές, βουτηγμένες στη γλίνα. Κρύο νεράκι από το πηγάδι ή την κοντινή πηγή, έπαιρναν με το τσίγκινο παγούρι.
Για τους μερακλήδες, υπήρχε και το κανί, δηλ το μπουκαλάκι με το κόκκινο ή λευκό κρασί.
Το ‘ποκίνημα’ ήταν η κύρια φροντίδα της νοικοκυράς, είτε κατευόδωνε κάποιο δικό της πρόσωπο, για τη καθημερινή δουλειά, είτε αποχαιρετούσε για πάντα, αγαπημένο οικείο της πρόσωπο, για το μακρινό ταξίδι της ξενιτιάς.
Ξανθίππη Αγρέλλη
ΟΛΟΙ ΟΙ ΧΩΡΙΑΝΟΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΠΟΚΙΝΗΜΑ
Τώρα πια όλοι στην Κω θυμούνται το…»προσκύνημα» στους βραχιολο-κατουρίστες.
Αυτή θα είναι η λαογραφία που θα διαβάζουν οι επόμενες γενιές.
Μαύρο χάλι…. δυστυχώς.
Κυρία Ξανθίππη Αργέλη, διάβασα το έργο σας «Το Ποκίνημα» , το οποίο μου άρεσε πάρα πολύ και με συγκίνησε!!
Βρίσκομαι στην Κάλυμνο και παρακολούθησα την εξαιρετική εκδήλωση «Το Ποκίνημα των Σφουγγαράδων» με πολλαπλά συναισθήματα!!
Αναλογίζεται κάνεις πως ζούσαν οι άνθρωποι τότε, τους αγώνες και τις κακουχίες για να ζήσουν τις οικογένειες τους και για κάποια καλύτερη τύχη για τα παιδιά τους, μέχρι που τα έστελνα στην ξενιτιά και ας μην τα ξανάβλεπαν ποτέ….!!!
Τα συναισθήματα ανάμικτα…. χαρά και λύπη ταυτόχρονα….
Η λέξη «Ποκίνημα » είναι τοπική διάλεκτο?
Είμαι από την Στερεά Ελλάδα και δεν γνώριζα την λέξη αυτή, αλλά και στον δικό μας τόπο το ίδιο συνέβαινε πριν και μετά τον πόλεμο…
Το μυθιστόρημα σας μου έφερα στην μνήμη μου ιστορίες και μνήμες παλιές και συναισθήματα!!!
Σας ευχαριστώ
Με Εκτίμηση
Ασημίνα
Κυρία Ξανθίππη Αργέλη, διάβασα το έργο σας «Το Ποκίνημα» , το οποίο μου άρεσε πάρα πολύ και με συγκίνησε!!
Βρίσκομαι στην Κάλυμνο και παρακολούθησα την εξαιρετική εκδήλωση «Το Ποκίνημα των Σφουγγαράδων» με πολλαπλά συναισθήματα!!
Αναλογίζεται κάνεις πως ζούσαν οι άνθρωποι τότε, τους αγώνες και τις κακουχίες για να ζήσουν τις οικογένειες τους και για κάποια καλύτερη τύχη για τα παιδιά τους, μέχρι που τα έστελνα στην ξενιτιά και ας μην τα ξανάβλεπαν ποτέ….!!!
Τα συναισθήματα ανάμικτα…. χαρά και λύπη ταυτόχρονα….
Η λέξη «Ποκίνημα » είναι τοπική διάλεκτο?
Είμαι από την Στερεά Ελλάδα και δεν γνώριζα την λέξη αυτή, αλλά και στον δικό μας τόπο το ίδιο συνέβαινε πριν και μετά τον πόλεμο…
Το μυθιστόρημα σας μου έφερα στην μνήμη μου ιστορίες και μνήμες παλιές και συναισθήματα!!!
Σας ευχαριστώ
Με Εκτίμηση
Ασημίνα
Μου θυμίσατε κ. Ξανθίππη τότε που οι μέρες μας ήταν γιομάτες ξεγνιασιά και καλοπέραση και στο τρανζιστοράκι Μαίρη Λύντα όταν βγάζαμε το πίον απ τα μπιμπίκια της πλάτης της γιαγιας Μελιώς.Και η Μαριώ έμοιαζε γοργόνα καμμομένη απο κολλυμπηθρόξυλο και ο ιδρώτας να κυλάει στα γυμνά κορμιά μας το καλλοκαιράκι στο καρνάγιο, και οι ελιές τυλιγμένες σε ένα καρό μαντίλι.
Αυτα κ.Ξανθίππη μου, να είστε καλά και πάντα δυνατή.
ΤΟ ΠΟΚΙΝΗΜΑ ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΜΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.ΞΕΡΩ ΠΟΛΛΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΕΣ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΟΥΝ ΠΟΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΆΝΔΡΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ.ΕΠΙΣΗΣ ΟΤΑΝ ΠΑΜΕ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΣΠΙΤΙ ΕΠΙΣΚΕΨΗ Η ΕΡΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΕ ΕΜΑΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΔΩΣΟΥΝ ΚΑΤΙ Η ΔΩΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΛΕΜΕ ΣΑΝ ΑΣΤΕΙΟ Α,ΠΗΡΑΜΕ ΚΑΙ ΠΟΚΙΝΗΜΑ.ΕΓΩ ΒΑΣΙΚΑ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΞΕΡΩ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΜΟΥ.
ΠΟΚΙΝΗΜΑ Η ΣΑΚΚΟΥΛΙ. ΨΩΜΙ ΧΩΡΙΑΤΙΚΟ. ΑΥΓΑ ΒΡΑΣΤΑ ΕΛΙΕΣ, ΠΑΣΤΟ ΒΟΥΡΟ, ΤΥΡΙ ΥΗΣ ΤΥΡΙΑΣ, ΧΟΙΡΙΝΑ, ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΕΡΝΑΝΕ ΞΕΡΑ ΣΥΚΑ, ΚΡΟΜΜΥΔΙΑ,ΤΟ ΚΑΣΤΑΝΙ ΕΙΧΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΜΑΓΙΡΕΥΤΟ..
Τωρα γεμισε ο κοσμος