“Να ’μουν του στάβλου εν’ άχυρο»
Χθες Παρασκευή τα παιδιά της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου
Ζηπαρίου, μαζί με τους δασκάλους και τον σύλλογο γονέων βγήκαν και
είπαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στα καταστήματα και στις γειτονιές
του χωριού, για να ενισχύσουν το ταμείο τους για την εκπαιδευτική τους
εκδρομή στην Βουλή εάν δεν απατώμαι.
Θυμήθηκα λοιπόν τα παιδικά μαθητικά μου χρόνια.
Και ποιος από μας τους μεγαλύτερους, δεν θυμάται τις ανάλογες παιδικές
αναμνήσεις μας και την όλη τελετουργία των καλάντων και βέβαια την
αμοιβή του κόπου μας από τα καλαντίσματά μας, για να μας πάρουν οι
γονιοί μας τα Χριστουγεννιάτικα παπούτσια ή αρβυλάκια, για να μην
είμαστε… ξυπόλυτα! Αυτά και άλλα σχετικά, περνούν από τη σκέψη μας,
όταν βλέπομε τα μικρά παιδιά αυτές τις μέρες να λένε τα κάλαντα
”Να ’μουν του στάβλου εν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, την ώρα π’ άνοιγε
ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι! Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το
χαμόγελο του, το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπο του. Να λάμψω
από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι, κι από τη θεία του πνοή να γίνω
λουλουδάκι, να μοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία που άναψε στα πόδια
του των Μάγων η λατρεία”.
Το ποίημα “Η Γέννηση του Χριστού” του Κωστή Παλαμά.
Να ’σαι δέκα χρονών, να πηγαίνεις στην Τετάρτη τάξη του Δημοτικού, και
ν’ απαγγέλλεις στεντόρεια τη φωνή, προπαραμονή Χριστουγέννων στη
σχολική γιορτή το “ποίημα” σου.
Τι επιθυμία κι αυτή να θέλεις να ‘σαι “εν’ άχυρο”, ένα τίποτα δηλαδή,
την ώρα της Γέννησης του Χριστού! Δεν μου άρεσε στην αρχή καθόλου αυτή
η ιδέα, δεν μου άρεσε καθ’ όλου το ποίημα. Όσο το διάβαζα, όμως, για
να το μάθω “απ’ όξω”, τόσο έμπαινα στο βαθύτερο νόημα του, τόσο με
συγκινούσε η ιδέα. Καμιά σχέση ένα άχυρο της ματζιαδούρας που ήξερα με
ένα άχυρο της ματζιαδούρας (φάτνη είναι η ματζιαδούρα μας είχε
εξηγήσει η δασκάλα) που γεννήθηκε ο Χριστός.
Τα Χριστούγεννα της παιδικής μας ηλικίας…
Κυρίως σ’ αυτά μας αρέσει να επιστρέφουμε όσο περνούν τα χρόνια. Εκεί
οι πρώτες μας θύμησες, οι πρώτες μας εικόνες, τα πρώτα μας ακούσματα,
τα πρώτα μας αγγίγματα, εκεί η πατρίδα μας. Όλοι μας ακόμα κι αν
είμαστε 100 χρονών, που λέει ο λόγος, ένα παιδί, ένα μικρό παιδί
κρύβουμε στα βάθη της ψυχής μας. Ένα παιδί που αρέσκεται, πάντα τις
χρονιάρες μέρες, κι ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, να επιστρέφει στα
πάτρια, στα χρόνια της “μη με λησμονεί” ηλικίας.
Η νοσταλγία των Χριστουγέννων!
Οι χριστουγεννιάτικες σχολικές γιορτές. Τα κάλαντρα, έτσι, όπως τα
λέγαμε παρέες – παρέες, από πόρτα σε πόρτα την παραμονή. Η προσμονή
της άλλης μέρας γύρω από την παρασιά, (τζάκι) που δεν έσβηνε αυτή την
νύχτα. Το “χρυσό δοντάκι” που μας έλεγαν ότι κάναμε με τη μεταλάβωση.
Ο γυρισμός στο σπίτι από την εκκλησία με τ’ αποδιαφωτίσματα, με το που
χάραζε, δηλαδή, η μέρα. Το πιάτο με το φαγητό που το θύμιαζε η μάνα
μου και μου το έδινε να το πάω στη γειτόνισσα, που ήταν κατάκοιτη.
Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που άρχιζε πάντα με συγχωρεμό των
πεθαμένων μας, τα καληνωρίσματα των ξενιτεμένων μας κι ευχές για
υγεία, ακόμα και των “ζωντανών” μας, όπως “ο Θεός να κάμει καλά την
αίγα μας”, (κατσίκα) για παράδειγμα…
“Εάν το Πάσχα είναι η λαμπρότατη του Χριστιανισμού εορτή, τα
Χριστούγεννα βεβαίως είναι η γλυκυτάτη και συγκινητικοτάτη και
διατούτο ανέκαθεν εθεωρήθη ως οικογενειακή κατ’ εξοχήν εορτή”, γράφει
ο Άγιος των Νεοελληνικών Γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε
άρθρο του στην εφ. “Εφημερίς”, στις 25 Δεκεμβρίου 1887.
Και παραμένει “λαμπροτάτη” και “κατ’ εξοχήν οικογενειακή” ακόμα και
σήμερα. Να είναι και γιορτή αλληλεγγύης, μια γιορτή που να κρατά
ολοχρονίς του χρόνου, η ευχή μου. Είναι τόσοι πολλοί οι συνάνθρωποι
μας, οι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας, που έχουν ανάγκη από ένα
πιάτο φαγητό, από ένα κεραμίδι, από ένα χαμόγελο. ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ
Χθες Παρασκευή τα παιδιά της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου
Ζηπαρίου, μαζί με τους δασκάλους και τον σύλλογο γονέων βγήκαν και
είπαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στα καταστήματα και στις γειτονιές
του χωριού, για να ενισχύσουν το ταμείο τους για την εκπαιδευτική τους
εκδρομή στην Βουλή εάν δεν απατώμαι.
Θυμήθηκα λοιπόν τα παιδικά μαθητικά μου χρόνια.
Και ποιος από μας τους μεγαλύτερους, δεν θυμάται τις ανάλογες παιδικές
αναμνήσεις μας και την όλη τελετουργία των καλάντων και βέβαια την
αμοιβή του κόπου μας από τα καλαντίσματά μας, για να μας πάρουν οι
γονιοί μας τα Χριστουγεννιάτικα παπούτσια ή αρβυλάκια, για να μην
είμαστε… ξυπόλυτα! Αυτά και άλλα σχετικά, περνούν από τη σκέψη μας,
όταν βλέπομε τα μικρά παιδιά αυτές τις μέρες να λένε τα κάλαντα
”Να ’μουν του στάβλου εν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, την ώρα π’ άνοιγε
ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι! Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το
χαμόγελο του, το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπο του. Να λάμψω
από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι, κι από τη θεία του πνοή να γίνω
λουλουδάκι, να μοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία που άναψε στα πόδια
του των Μάγων η λατρεία”.
Το ποίημα “Η Γέννηση του Χριστού” του Κωστή Παλαμά.
Να ’σαι δέκα χρονών, να πηγαίνεις στην Τετάρτη τάξη του Δημοτικού, και
ν’ απαγγέλλεις στεντόρεια τη φωνή, προπαραμονή Χριστουγέννων στη
σχολική γιορτή το “ποίημα” σου.
Τι επιθυμία κι αυτή να θέλεις να ‘σαι “εν’ άχυρο”, ένα τίποτα δηλαδή,
την ώρα της Γέννησης του Χριστού! Δεν μου άρεσε στην αρχή καθόλου αυτή
η ιδέα, δεν μου άρεσε καθ’ όλου το ποίημα. Όσο το διάβαζα, όμως, για
να το μάθω “απ’ όξω”, τόσο έμπαινα στο βαθύτερο νόημα του, τόσο με
συγκινούσε η ιδέα. Καμιά σχέση ένα άχυρο της ματζιαδούρας που ήξερα με
ένα άχυρο της ματζιαδούρας (φάτνη είναι η ματζιαδούρα μας είχε
εξηγήσει η δασκάλα) που γεννήθηκε ο Χριστός.
Τα Χριστούγεννα της παιδικής μας ηλικίας…
Κυρίως σ’ αυτά μας αρέσει να επιστρέφουμε όσο περνούν τα χρόνια. Εκεί
οι πρώτες μας θύμησες, οι πρώτες μας εικόνες, τα πρώτα μας ακούσματα,
τα πρώτα μας αγγίγματα, εκεί η πατρίδα μας. Όλοι μας ακόμα κι αν
είμαστε 100 χρονών, που λέει ο λόγος, ένα παιδί, ένα μικρό παιδί
κρύβουμε στα βάθη της ψυχής μας. Ένα παιδί που αρέσκεται, πάντα τις
χρονιάρες μέρες, κι ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, να επιστρέφει στα
πάτρια, στα χρόνια της “μη με λησμονεί” ηλικίας.
Η νοσταλγία των Χριστουγέννων!
Οι χριστουγεννιάτικες σχολικές γιορτές. Τα κάλαντρα, έτσι, όπως τα
λέγαμε παρέες – παρέες, από πόρτα σε πόρτα την παραμονή. Η προσμονή
της άλλης μέρας γύρω από την παρασιά, (τζάκι) που δεν έσβηνε αυτή την
νύχτα. Το “χρυσό δοντάκι” που μας έλεγαν ότι κάναμε με τη μεταλάβωση.
Ο γυρισμός στο σπίτι από την εκκλησία με τ’ αποδιαφωτίσματα, με το που
χάραζε, δηλαδή, η μέρα. Το πιάτο με το φαγητό που το θύμιαζε η μάνα
μου και μου το έδινε να το πάω στη γειτόνισσα, που ήταν κατάκοιτη.
Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που άρχιζε πάντα με συγχωρεμό των
πεθαμένων μας, τα καληνωρίσματα των ξενιτεμένων μας κι ευχές για
υγεία, ακόμα και των “ζωντανών” μας, όπως “ο Θεός να κάμει καλά την
αίγα μας”, (κατσίκα) για παράδειγμα…
“Εάν το Πάσχα είναι η λαμπρότατη του Χριστιανισμού εορτή, τα
Χριστούγεννα βεβαίως είναι η γλυκυτάτη και συγκινητικοτάτη και
διατούτο ανέκαθεν εθεωρήθη ως οικογενειακή κατ’ εξοχήν εορτή”, γράφει
ο Άγιος των Νεοελληνικών Γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε
άρθρο του στην εφ. “Εφημερίς”, στις 25 Δεκεμβρίου 1887.
Και παραμένει “λαμπροτάτη” και “κατ’ εξοχήν οικογενειακή” ακόμα και
σήμερα. Να είναι και γιορτή αλληλεγγύης, μια γιορτή που να κρατά
ολοχρονίς του χρόνου, η ευχή μου. Είναι τόσοι πολλοί οι συνάνθρωποι
μας, οι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας, που έχουν ανάγκη από ένα
πιάτο φαγητό, από ένα κεραμίδι, από ένα χαμόγελο. ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ
Γ. Κουτσουδάκης