Ήταν 17 Απριλίου του 2011 όταν η Ελλάδα «βυθίστηκε» στο πένθος μετά την τραγική είδηση του θανάτου του Νίκου Παπάζογλου.
Ο Νίκος Παπάζογλου, έφυγε έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Ο δημοφιλής τραγουδιστής απεβίωσε σε ηλικία 63 ετών.
Ο Νίκος Παπάζογλου, γέννημα θρέμμα Θεσσαλονίκης, ξεκινά τη συστηματική του απασχόληση με τη μουσική στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Σε ένα μικρό στούντιο γράφει τα πρώτα του τραγούδια και κάποια από αυτά τραγουδιούνται από τον Πασχάλη, τον οποίο αντικατέστησε στους OLYMPIANS για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία.
Οι αρχές της δεκαετίας του 1970 τον βρίσκουν στο Aachen της Γερμανίας με το Σαλονικιώτικο συγκρότημα ZEALOT (ΖΗΛΩΤΗΣ). Κάνει προσπάθειες να προωθήσει τη δουλειά του στον ευρωπαϊκό χώρο και ηχογραφεί κάποια κομμάτια στο Μιλάνο. Επιστρέφει στα πάτρια εδάφη το 1976.
Το 1977 συμμετέχει στην παράσταση «Αχαρνής ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια», γεγονός που τον φέρνει σε επαφή με τους Διονύση Σαββόπουλο και Μανώλη Ρασούλη. Δυο χρόνια μετά, οι τρεις τους και ο Νίκος Ξυδάκης δημιουργούν αυτό που έμελλε να αφήσει σφραγίδα στη νεοελληνική μουσική σκηνή, το δίσκο «Η εκδίκηση της Γυφτιάς».
«Τρελλή κι αδέσποτη», «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» και άλλα έντεκα κομμάτια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν όσο λίγα.
Έπεται λοιπόν συνέχεια, το 1979 με το «ΔΗΘΕΝ» των Ξυδάκη – Ρασούλη, στο οποίο τραγουδά μαζί με τον Δημήτρη Κοντογιάννη και τη Σοφία Διαμαντή. Το 1983 πραγματοποιεί μερικές εμφανίσεις στην Αθήνα με την «Ταχεία Θεσσαλονίκης» που δεν είχαν την αναμενόμενη από το κοινό ανταπόκριση.
Την ίδια χρονιά συγκεντρώνει ότι είχε βγάλει από το πλούσιο υλικό της ψυχή του σε μελωδία με στίχο στο γνωστό σε όλους μας δίσκο «ΧΑΡΑΤΣΙ». Μπορεί με αυτή τη δουλειά να μην κάνει απλά μια ακόμα έκπληξη αλλά σφραγίζει την ελληνική μουσική των νεότερων χρόνων. Στο δίσκο αυτό ο Νίκος Παπάζογλου παντρεύει τη ροκιά με το «αχ», το μπαγλαμαδάκι με την ηλεκτρική κιθάρα και το τσέλο με το μπουζούκι σε ένα εκπληκτικό άκουσμα, αποδεικνύοντας πως ότι είναι γνήσιο δεν έχει όρια και κανονισμούς.
Δίσκος σταθμός, επηρεάζει αρκετούς νεότερους τραγουδοποιούς και σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους που κυκλοφορεί ο Παπάζογλου αργότερα, δημιουργείται η «σχολή της Σαλονίκης», το «ρεύμα Παπάζογλου».
Είκοσι χρόνια μετά και το κλασικό πλέον τραγούδι «ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ». Όπως επίσης ο «Υδροχόος», «Λεμόνι στην πορτοκαλιά» του Μανώλη Ρασούλη και της Βάσως Αλαγιάννη, το «Χαράτσι» του Σιμώτα (στίχος) και τα «Καρυάτιδα», «Στάλα-στάλα», «Με το τραγούδι», «Ευχή», «Χθες βράδυ», «Πέρασα έτσι», «Χτυπάει τηλέφωνο».
Εκτός όμως από τις προσωπικές του δουλειές, τον συναντάμε στη Ρεζέρβα (1984) και στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» (1986) του Σαββόπουλου. Επίσης στο «Πότε Βούδας πότε Κούδας» δίσκος του Μ. Ρασούλη (1986) όπου τραγουδά το ομότιτλο κομμάτι. Αλλά και στο «Σείριο υπάρχουνε παιδιά» του Χατζιδάκι το 1988. Στο δίσκο «Ολοι δικοί μας είμαστε» με τους Μ. Ρασούλη, Χ. Νικολόπουλο και Π. Τερζή και στο «Σκόρπια 1» του Μ. Ρασούλη με τη Γλυκερία.
Διαχρονικές σιωπηλές επιτυχίες, τα τραγούδια των δίσκων του, «Ένα κι ένα», «Ο μοναχός ο άνθρωπος», «Στη ρωγμή του χρόνου», «Φύσηξε ο Βαρδάρης», «Καλημέρα», «Είναι αργά», «Απόψε σιωπηλοί», «Δεν είμαι ποιητής», «Νυκτερινό Α’ και Β», «Όμως εγώ», «Μάτια μου» και άλλες.
Το 1995 κυκλοφορεί η τελευταία του δουλειά «Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα».
Ο Νίκος Παπάζογλου στηρίζει τη μουσική με το δικό του τρόπο, δίνοντας ευκαιρίες σε καλλιτεχνικά διαμάντια σαν τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τις Μικρές Περιπλανήσεις, τον Ορφέα Περίδη, τη Μελίνα Κανά και αρκετούς άλλους.
Τα καλοκαίρια μαζί με τους συνεργάτες του, το γκρουπ «Λοξή Φάλαγγα» οργώνει την Ελλάδα δίνοντας συναυλίες. Η φωνή του είναι προικισμένη με ιδιαίτερη χαρακτηριστική χροιά. Η πορεία και το ύφος του πιστοποιούν όχι απλά τη γνησιότητά του.