Τέτοιες μέρες παλιά, στο χωριό…

2
1239
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Νοσταλγικά Χριστούγεννα , Πρωτοχρονιά & Φώτα στο χωριό.

(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)

Το χαμηλόκτιστο σπίτι ξεχώριζε από την πέτρινη καπνοδόχο του, που έστελλε λευκές κορδέλες καπνού, στον μαυρισμένο Χειμωνιάτικο, μουντό ουρανό. Έξω λυσσομανούσε ο βοριάς, με το ψιλοβρόχι να παγώνει τον τρομαγμένο κοκκινολαίμη.

Έκαιγε η παρασκιά και στο κουμούλι γύρω- γύρω, καθόταν τα παιδιά. Με το φως της λάμπας πετρελαίου, το μεγαλύτερο παιδί διάβαζε για τα αδέρφια του, τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Δεν τους περίσσευαν λεφτά, για να τ’ αγοράσουν και δανείστηκαν το βιβλίο από το μονοθέσιο Σχολειό τους. Έπρεπε να περπατούν από το ξημέρωμα αρκετές ώρες δρόμο, με φθαρμένα παπούτσια και ρούχα, για να φτάσουν στο Σχολειό του χωριού. Η μάντρα με τα προβατάκια της, και το φτωχικό τους ήταν πολύ μακριά.

Ο μοναδικός δάσκαλος, δίδασκε τα παιδιά έξι ώρες την ημέρα. Κάθε ώρα, αντιστοιχούσε και σε μια τάξη. Έτσι τα παιδιά μάθαιναν την ύλη όλων των τάξεων. Ήταν μικρό εκείνο το Σχολείο, στο χωριό Λαγούδι και τα στενά χωμάτινα δρομάκια του, τα περνούσαν καθημερινά τα λιγοστά παιδιά που διψούσαν για μάθηση.

Ο μικρός Κωστής, η Ελενίτσα, ο Δημήτρης, η Μαριώ, ο Γιωργάκης, δεν έχαναν ούτε μια μέρα από τα αγαπημένα τους μαθήματα. Εκεί στο Σχολειό διάβαζαν και έπαιζαν στην μικρή αυλή, που ήταν παράλληλα και η αυλή της Εκκλησίας της Παναγιάς.

Ώσπου ήρθαν οι Χριστουγεννιάτικες διακοπές και τα παιδιά χαρούμενα απάγγειλαν τα γιορτινά ποιήματα τους. Για δυο βδομάδες θα αποχωρίζονταν τα φιλαράκια τους, το τσίγκινο κουβαδάκι, την καστανιά και το εμαγιέ κατσαρολάκι, που τους έβαζε ο Σχολικός επιστάτης το ζεστό γάλα, από το συσσίτιο, ακολουθούμενο με ένα κομμάτι κίτρινο τυρί του γκαζοντενεκέ.

Χαρούμενα πέταξαν τα βιβλία, στην άκρη του ξύλινου τραπεζιού και μόλις το ημερολόγιο έδειξε παραμονές των μεγάλων Γιορτών, ξεχύθηκαν στις γειτονιές με ένα αυτοσχέδιο σιδερένιο τριγωνάκι. Έψαλλαν τα κάλαντα παρέες- παρέες και από πόρτα σε πόρτα, ενώ οι μελωδικές παιδικές φωνές τους ζωντάνευαν το σιωπηλό ορεινό χωριό. Θα μοιράζονταν μερικές τρύπιες δεκάρες, λίγα αυγά και πολλά σπιτικά γλυκίσματα.

Στο ζεστό πέτρινο σπιτάκι, σε μια γωνιά για ταπεινό δεντράκι, όπως και ο Νεογέννητος Χριστός, έστεκε ένα κλαδάκι από κυπαρίσσι. Ήταν φορτωμένο με μύγδαλα και καρύδια, τυλιγμένα στο ασημόχαρτο της καραμέλας και της σοκολάτας.

Δεν περίσσευαν λεφτά ούτε για παιχνίδια. Λίγες πάνινες κούκλες και μπάλες, λίγα θρύψαλα από σπασμένα πιατικά, γίνονταν πολύτιμο σερβίτσιο φαγητού, στο φανταστικό παιχνίδι.

Το τσέρκι αρκούσε ώστε ένα στεφάνι από παλιό βαρέλι και ένα κομμάτι σίδερο, να τρέχει τους μικρούς παίχτες, ως τα πέρατα της γης.

Άλλοτε πάλι ένα χαρτονένιο καραβάκι, τους ταξίδευε σε φουρτουνιασμένες θάλασσες και ωκεανούς και σε χώρες μακρινές. Έτσι όπως τις μάθαιναν στο μάθημα τις Γεωγραφίας και με διάπλατα μάτια, τις εντόπιζαν στον Παγκόσμιο χάρτη του Άτλαντα.

Έπεφτε νωρίς το σκοτάδι και η μάνα έπρεπε να έχει έτοιμο το βραστικό από αλεσφακιά ή από σάψυχο, για να ζεσταθούν όλοι. Λίγο σπιτικό ψωμί, βγαλμένο από το φούρνο του Σαββάτου και αλειμμένο με τη γλίνα από τα τελευταία χοιροσφάγια, μερικές ελιές και έτοιμο το δείπνο.

Ο πατέρας, μόλις είχε γυρίσει από το καφενεδάκι του μπάρμπα Γιάννη. Κρατούσε γλυκές καραμέλες ή λουκούμια, που ήταν τα κέρδη του από το βραδινό τάβλι με τους λεσπέρηδες, δηλ τους (γεωργό -κτηνοτρόφους) φίλους του. Τα κρύα βράδια του Χειμώνα, στις αποσπερίδες, εκτός από το τζάκι που έκαιγε ξερόκλαδα, η πραγματική ζεστασιά βρισκόταν στην καρδιά της οικογένειας. Οι γιορτές θα περνούσαν όχι στερημένα, αλλά με τα απαραίτητα. Με την αγάπη και την ομόνοια της οικογένειας, τα λίγα γίνονταν πολλά.

Ο καλοθρεμμένος κόκορας στην αυλή, θα πρωταγωνιστούσε στο οικογενειακό και συγγενικό τραπέζι. Ξεροψημένος, γεμιστός, νόστιμος, βγαλμένος από τον σπιτικό ξυλόφουρνο.

Το χριστόψωμο και η βασιλόπιτα της μαμάς, μαζί με τους παραδοσιακούς κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, θα επιβράβευαν την νοικοκυροσύνη και την μαγειρική της τέχνη.

Τα Χριστούγεννα, όλη η οικογένεια θα ανηφόριζε με το ξημέρωμα ως την Εκκλησιά του παπά Κυριάκου. Εκεί μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, θα ακούγονταν ικεσίες, προσευχές και δεήσεις, μαζί με τους πιο μελωδικούς ύμνους. Θα μοσχοβόλαγε το ευωδιαστό θυμίαμα και θα λαμποκοπούσαν τα μανουάλια από τα αναμμένα κεριά, μπροστά στο εικονοστάσι.

Την Πρωτοχρονιά, η γλυκόλαλη καμπάνα από το χιονισμένο πανύψηλο καμπαναριό, θα καλούσε ξανά τους πιστούς του χωριού, να βάλουν τα καλά τους ρούχα και να πάνε στην Εκκλησία. Ύμνοι και Ευχές θα ακούγονταν στην Βυζαντινή εκείνη Εκκλησιά.

Ύστερα ο αφέντης θα έκανε το ‘ποδαρικό’, κρατώντας μια εικονίτσα και σπάζοντας ένα ρόδι, στην καλό ασπρισμένη είσοδο του φτωχικού σπιτιού. Η νοικοκυρά, σύμφωνα με το έθιμο, θα τον υποδέχονταν με το ‘κλου’, σκορπώντας στο πάτωμα μύγδαλα, καρύδια και σταφίδες, για την άφθονη καρποφορία του χρόνου. Κι όταν θα έκοβαν τη Βασιλόπιτα, όποιος τυχερός θα εύρισκε το κρυμμένο μισό-φράγκο, για επιβράβευση θα είχε ένα γλύκισμα παραπάνω, από μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.

Μετά από μέρες όταν ο παπάς θα κάνει τον Μικρό Αγιασμό, θα αγιάσει τις αυλές και τα χωράφια, θα μπει μέσα στα σπίτια και φεύγοντας θα ραντίσει τα ζωντανά και το πηγάδι του σπιτιού. Τα Φώτα όλοι θα νηστέψουν για να πιουν το Μεγάλο Αγιασμό. Μέχρι την άλλη μέρα που ο Αι Γιάννης, θα τραβήξει την αυλαία και θα κλείσει το λαμπερό, γιορταστικό Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Όμορφα χρόνια, νοσταλγικά, χωρίς τηλεόραση, με ένα παλιό ραδιόφωνο με λυχνίες, χωρίς ενοχλητικά τηλέφωνα, εκτός από το μοναδικό στον καφενέ του χωριού. Χωρίς ηλεκτρονικούς υπολογιστές και διαδίχτυα να μπερδεύουν στα δίχτυα τους, ανθρώπους και καταστάσεις. Όμορφα χρόνια, που πέρασαν μέσα στο ανελέητο ρυάκι του χρόνου και άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους, στους τυχερούς που πρόλαβαν και τα έζησαν στα χωριά, αλλά και στις πόλεις.

Χρόνια Πολλά, Καλή Χρονιά!

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ξανθίππη μου καταρχήν Καλή και ευλογημένη χρονιά σε εσένα και την οικογένεια σου πάντα με υγεία και χαρά. Πραγματικά πρέπει να αισθάνονται πολύ τυχεροί οι γονείς και οι παππούδες μας που έζησαν εκείνα τα αθώα και πολύ νοσταλγικά χρόνια.Ακριβως έτσι όπως τα έγραψες μας τα έχουν διηγηθεί και εκείνοι.Μπορει να ήταν φτωχικά χρόνια αλλά δεν τους έλειπε τίποτα,υπήρχε αγάπη και ομόνοια στις σχέσεις των ανθρώπων πράγμα το οποίο σήμερα δεν υπάρχει.Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να κρατήσουμε τα έθιμα και να τα περάσουμε και στις επόμενες γενιές. Ευχαριστώ για την φιλοξενία.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ