Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ο νεότερος μιλά για τις τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές του ανθρώπου που σημάδεψε το ελληνικό τραγούδι
❱❱ Η ενδοοικογενειακή κόντρα, ο γολγοθάς με την ασθένεια του πατέρα του και η τελευταία συγκλονιστική το 2002 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας
Από τον
ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΙΖΑ
Ο σερ του ελληνικού τραγουδιού Γρηγόρης Μπιθικώτσης, πριν φύγει από τη ζωή τον Απρίλιο του 2005, είχε ήδη δώσει το «στέμμα» στον γιο του Γρηγόρη, για να ακολουθήσει τα βήματά του. «Τώρα μπορείς να βαδίσεις μόνος σου» του είπε, ύστερα από τέσσερα χρόνια που έκαναν πρόβα στα περισσότερα από τα 1.000 τραγούδια που ερμήνευσε ο τραγουδιστής της Ρωμιοσύνης!
Ο Γρηγόρης είναι ο καρπός του έρωτα του κορυφαίου τραγουδιστή και συνθέτη με τη δεύτερη σύζυγό του Μεταξία, με την οποία ήταν μαζί για 38 χρόνια. Σήμερα ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ο νεότερος σε ένα από τα διαλείμματα της μουσικής παράστασης «Το μπαράκι του Μάριου» στο Πετρογκάζι, όπου συμμετέχει, μιλάει για πρώτη φορά για τις συγκλονιστικές άγνωστες στιγμές του πατέρα του, που έχουν μείνει βαθιά μέσα στο μυαλό του.
Τι είναι αυτό που θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;
Είμαι πολύ τυχερός που πήρα τόση αγάπη από τον πατέρα μου. Μου είχε απίστευτη αδυναμία. Θυμάμαι που με έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε στο σχολείο, και μετά με έπαιρνε και παίζαμε όλη μέρα. Ο,τι και να θυμηθώ μαζί του ήταν ένας παράδεισος. Γενικότερα είχε μια στάση ζωής. Δεν του άρεσαν τα μεγάλα σόγια και οι πολλοί συγγενείς. Το μότο της ζωής του ήταν «τα σόγια στο τέλος πάντα θα βγάλουν ζημιά». Γι’ αυτό και όταν τον έχασα μου πήρε πολύ καιρό για να συνειδητοποιήσω τι γίνεται στη ζωή μου.
Τι άνθρωπος ήταν ο πατέρας σου;
Ηταν πολύ γενναιόδωρος. Είχε επενδύσει στο κεφάλαιο «άνθρωπος» και έκλαιγε όταν έβλεπε φτωχούς. Δεν άντεχε. Θυμάμαι ότι καθημερινά χτυπούσε κόσμος την πόρτα του σπιτιού και τους βοηθούσε. Πέρασε μεγάλες φτώχειες και μεγάλη δυστυχία στην οικογένειά του. Και πάντα ευγνωμονούσε το μπουζούκι, γιατί αυτό του έδωσε ψωμί. Και όταν έγινε μεγάλος και τρανός, δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να βοηθάει. Επίσης, πριν φύγει από τη ζωή, έλεγε με παράπονο ότι τον ενοχλούσε που οι παλιότερες γενιές δεν έδιναν τα φώτα τους στους νεότερους. Μου έλεγε: «Εξω από την Τριάνα του Χειλά πέτυχα τη Βίκυ Μοσχολιού κλαμένη και την πήρα μέσα. Μόλις την άκουσα τρελάθηκα με τη φωνή της και την πήγα στον Ξαρχάκο. Είπε το τραγούδι της “Λόλας” και έγινε η μεγάλη Βίκυ». Το ίδιο μου έλεγε για την Πόλυ Πάνου, που την είχε φέρει από την Πάτρα σε ηλικία 14 ετών και την είχε μαζί του στο σχήμα. Το ίδιο και με τη Γαλάνη, που την έπαιρνε από το χεράκι και την έβγαζε μαζί του στη σκηνή.
Με τη μητέρα σου Μεταξία έμειναν μαζί έως το τέλος της ζωής του…
Είχαν μια τρομερή αγάπη… αγάπη ζωής. Εγώ μετά τον θάνατο του πατέρα μου δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναπάω στο νεκροταφείο, στον τάφο του. Στους έξι μήνες, λοιπόν, που κάναμε το μνημόσυνο, εγώ καθόμουν έξω από την εκκλησία. Με παίρνει ο γιατρός της και μου λέει: «Γρηγόρη, η μαμά σου έχει καρκίνο». Το έπαθε από τη στενοχώρια της για τον χαμό του μπαμπά. Ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ και το αντιμετώπισε με μεγάλη επιμονή. Ωστόσο, η μαμά μου ζει με τις αναμνήσεις του μπαμπά μου. Αν έρθεις στο σπίτι στον Κάλαμο, θα πιστέψεις ότι ζει και ο μπαμπάς μου μαζί της. Εχει εκείνο το παράπονο και τη θλίψη που είχε όταν έφυγε από κοντά της. Γυρνάει με τις φωτογραφίες αγκαλιά και τις δείχνει όταν την επισκέπτονται φίλοι… Σαν να μην έφυγε ποτέ.
Περάσατε έναν μεγάλο γολγοθά με την ασθένειά του και μαζί αγωνιούσε και όλη η Ελλάδα…
Υπάρχει η εντύπωση ότι ο μπαμπάς μου είχε καρκίνο. Δεν ισχύει… Είχε χρόνιο ανεύρυσμα στην κοιλιακή αορτή, έκανε δύο επεμβάσεις και έπρεπε το μόσχευμα που είχε φθαρεί να το αλλάξουν με μια τρίτη επέμβαση. Ομως ήταν ήδη 83 ετών. Οταν μπήκαμε στο νοσοκομείο και ενώ δεν είχε ποτέ πρόβλημα με την καρδιά, στο στεφανιογράφημα βρέθηκε με τρεις βουλωμένες αρτηρίες. Οπότε έπρεπε να μπει χειρουργείο, να φτιάξει πρώτα την καρδιά του και μετά να κάνει χειρουργείο για το μόσχευμα. Και είχε τέτοια κράση που έκανε και το πρώτο χειρουργείο και πέτυχε, και έκανε και το δεύτερο για το μόσχευμα, και πέτυχε. Κάποια στιγμή, λοιπόν, επειδή έτρωγε γρήγορα, η τροφή πήγε στα πνευμόνια. Μπήκε στην Εντατική και δεν βγήκε ποτέ… Μία από τις εκείνες τις μέρες με κάλεσαν οι γιατροί να πάρω μια απόφαση. Είχε ήδη αρχίσει η σηψαιμία στο πόδι του. Ωστόσο, είχε πλήρη διαύγεια και μας μιλούσε κανονικά. Δυστυχώς για εμάς. Αντιλαμβανόταν ότι θα πεθάνει και ότι δεν θα βγει από εκεί. Επρεπε, λοιπόν, να πάω και να του πω ότι έπρεπε να του κόψουν το πόδι. Οι στιγμές εκείνες ήταν τραγικές και σκεφτόμουν πώς θα του το πω. Η μαμά μου ήταν αρνητική στο να του κόψουν το πόδι. Τότε της είπα: «Προτιμάς να τον έχεις στο σπίτι με το ένα πόδι ή να μην τον έχεις καθόλου;» Ωστόσο, η απόφαση ήταν καθαρά δική του. Την ημέρα που πήγα να του το ανακοινώσω, λίγα λεπτά νωρίτερα είχε ξεψυχήσει.
Με την αδερφή σου, την Αννα, γιατί υπάρχει αυτός ο πολύχρονος ενδοοικογενειακός… πόλεμος;
Με την αδερφή μου δεν υπάρχει πόλεμος. Είναι πολύ απλά τα πράγματα. Ο πατέρας μου άφησε μια δημόσια διαθήκη, στην οποία μέσα διατυπώνει λεπτομερώς όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αφήνει στα παιδιά του. Στις δύο κόρες του και αδερφές μου άφησε μια πολυκατοικία στην Αργυρούπολη με τα μαγαζιά και εξοχικά στο Πόρτο Ράφτη. Τα καλλιτεχνικά και πνευματικά δικαιώματά του τα παραχώρησε στη μητέρα μου. Κάπως έπρεπε και η μαμά μου να ζήσει. Μάλιστα, στη διαθήκη κάνει ειδική μνεία για εκείνη λέγοντας: «Σας παρακαλώ όσοι με αγαπήσατε θέλω να την αγαπάτε και να τη σέβεστε». Και συνέχιζε: «Τον γιο μου Γρηγόρη τον θεωρώ φυσικό μου διάδοχο και συνεχιστή στα καλλιτεχνικά μου δρώμενα». Υπάρχει κάτι που δεν έγινε αντιληπτό; Αν το σεβαστούμε αυτό, έχει καλώς. Αν δεν το σεβαστούμε, θα έχουμε πρόβλημα.
Με την Αννα έχετε βρεθεί;
Οχι, δεν έχουμε καμιά επικοινωνία. Κι αυτό ήταν περισσότερο επιλογή του πατέρα μου. Δεν υπήρχε, δηλαδή, ουσιαστική επαφή του με την Αννα. Επικοινωνούσαν μεταξύ τους, όταν εκείνη ήθελε κάτι. Αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε να έχει επαφές. Δεν ήθελε για δικούς του λόγους… Από την άλλη, με την αδερφή μου, την Τασία, ο πατέρας μας είχε πολύ καλές επαφές, όπως έχω και εγώ.
Αν σου ζητήσει συγγνώμη, θα πέσουν οι τόνοι;
Δεν με ενδιαφέρουν οι συγγνώμες και ούτε είναι χρηματικό το θέμα. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης δεν είναι επιχείρηση. Είναι ένα κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού και της ιστορίας μας, και έτσι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Οταν διοργανώνουμε μια βραδιά και βάζουμε μια φωτογραφία του μπαμπά απέξω ή φτιάχνουμε μια αφίσα, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για το ποιοι συμμετέχουν και πώς διοργανώνεται αυτή η εκδήλωση. Το κεφάλαιο «Μπιθικώτσης» αξίζει σεβασμό και προσοχή. Αυτό που επιθυμώ είναι ποτέ να μη χρειαστεί στο μέλλον, εφόσον παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, να παρέμβει η ελληνική Δικαιοσύνη. Θα ήταν ό,τι χειρότερο να έχω απέναντί μου σε ένα δικαστήριο την ίδια μου την αδερφή. Αυτό θα ήταν πολύ άσχημο για το όνομα «Μπιθικώτσης».
Σε ποια σελίδα του βιβλίου του πατέρα σου θα σταματούσες αν το έγραφες εσύ;
Στο έτος 2002. Τότε έγινε προς τιμήν του μια τεράστια συναυλία στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές να ερμηνεύουν τραγούδια του. Ηταν ο Νταλάρας, ο Πάριος, ο Μητροπάνος, ο Τερζής, ο Παπακωνσταντίνου, όλοι εκεί για να τον τιμήσουν. Στο τέλος της συναυλίας κατέβηκαν οι τραγουδιστές και τον ανέβασαν σηκωτό στην εξέδρα. Το κατάμεστο στάδιο παραληρούσε! Η ορχήστρα έπαιζε «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», με σκοπό να το τραγουδήσει ο μπαμπάς. Εκείνος κοίταξε τους μουσικούς στα μάτια, τους σταμάτησε και τους είπε: «Παίξτε, ρε παλικάρια, “Του Βοτανικού ο μάγκας”». Και σηκώνεται όλο το στάδιο όρθιο. Την ώρα που τραγουδούσε με τράβηξε και μου είπε στο αυτί: «Γρηγοράκη, αυτή είναι και η τελευταία μου».
Πηγή: espressonews.gr/