Aποσπάσματα από την ομιλία που έκανε στις 16 του Μάη 1943 στην Αλεξάνδρεια με θέμα τον Μακρυγιάννη.
(Αντιγραφή Δ. Βαγγέλης)
Πίστευα πάντα πὼς θὰ βρισκότανε κάποια εὐκαιρία νὰ τοῦ δώσω ἕνα μικρὸ δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης μου. Κατὰ παράξενη σύμπτωση, τὴν εὐκαιρία μου τὴ δίνετε σεῖς· μοῦ τὴ δίνει τὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς· μοῦ τὴ δίνουν οἱ Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου. Σὲ μία στιγμὴ ποὺ κοιτάζουμε καὶ συλλογιζόμαστε καὶ προσπαθοῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ πεπρωμένο τοῦ ἑλληνισμοῦ μέσα ἀπὸ τὴν καταιγίδα καὶ πέρα ἀπὸ τὴν πλατιὰ στροφὴ ποὺ κάνει στὰ χρόνιά μας ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου -ποιὸς ξέρει, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἕνα κρυφὸ νόημα σ᾿ αὐτὴ τὴ σύμπτωση. Στοὺς καιρούς μας ὅπου ὁ ἀγῶνας, τὸ αἷμα, ὁ πόνος καὶ ἡ δίψα τῆς δικαιοσύνης ἀπογυμνώνει τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα ναρκωτικὰ καὶ τὶς φρεναπάτες· ὅπου ὁ ἄνθρωπος γυρεύει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ καθαρό, τὸ στέρεο καὶ τὴ συμπάθεια -εἶναι σωστὸ νὰ μιλοῦμε γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους ὅπως ὁ Μακρυγιάννης. Ἀκοῦστε τὸν:
«Κι ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρω νὰ βλέπω τὸ ἄδικο νὰ πνίγει τὸ δίκιο. Γιὰ κεῖνο ἔμαθα γράμματα στὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμο τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω: ἤμουν φτωχὸς κι ἔκανα τὸν ὑπηρέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα, κι ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα, νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος ποὺ μᾶς χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κι ἐγὼ σὲ τούτη τὴν κοινωνία, ὅσο ἔχω τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ στὸ σῶμα μου. Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμει νεκρανάσταση στὴν Πατρίδα μου, νὰ τὴ λευτερώσει ἀπὸ τὴν τυραγνία τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη, λιγότερον ἀπὸ τὸν χερότερο πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἕνα πρᾶμα μόνο μὲ παρακίνησε κι ἐμένα νὰ γράψω: ὅτι τούτη τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι. Ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσομεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζὶ νὰ τὴ φυλᾶμε κι ὅλοι μαζί, καὶ νὰ μὴ λέγει οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγει ὁ καθεὶς «ἐγώ»; ὅταν ἀγωνιστεῖ μόνος του καὶ φκιάσει ἢ χαλάσει, νὰ λέγει «ἐγώ»· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκιάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε στὸ «ἐμεῖς» κι ὄχι στὸ «ἐγώ». Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ μάθομε γνώση, ἂν θέλομε νὰ φκιάσομε χωριὸ νὰ ζήσομε ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὴ θρησκεία τους· νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε: «Ἔχομε ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομε θυσίες -ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμία καὶ νὰ ἐργάζονται στὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας- ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζονται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸ νόμο, καὶ νά ῾χουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἰκανότη» (Β´ 463).
«Εβάλατε και νέον αρχηγό στο φρούριο της Κόρθος» γράφει στους πολιτικούς της εποχής. «Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιότατο. Κι ακούγοντας τ’ όνομα Αχιλλέα, παντυχαίνετε ότ’ είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε τ’ όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει τ’ όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή. Κι ο Αχιλλέας ο δικός σας, ο φρούραρχος της Κόρθος, λεβέντης ήταν, «Αχιλλέγα» τον έλεγαν. Είχε και το κάστρο εφοδιασμένο απ’ τ’ αναγκαία του πολέμου, είχε και τόσο στράτεμα. Όταν είδε τους Τούρκους του Δράμαλη από μακριά – και ήταν και καταπολεμισμένος από Ρούμελη, από Ντερβένια – βλέποντάς τον ο Αχιλλέας άφησε το κάστρο κι έφυγε, απολέμιστο. Να ήταν ο Νικήτας έφευγε; ο Χατζηχρήστος και οι άλλοι; Όχι βέβαια. Ότι τον καρτέρεσαν αυτοί το Δράμαλη στον κάμπο και τον αφάνισαν· όχι σ’ εφοδιασμένο κάστρο, και σαν τον κάστρο της Κόρθος» ( Β’ 59 -60).
«Είχα δυό αγάλματα» σημειώνει ακόμα «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: « Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε» (Β΄303)
Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Μπάιρον, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσομπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και ν’ ανθίσει η μόρφωση του Γένους. Σε αισθήματα πραγματικά και όχι σε αφηρημένες έννοιες περί του κάλλους των αρχαίων ημών προγόνων ή σε καρδιές αποστεγνωμένες που έχουν πάθει καταληψία από το φόβο του χύδην όχλου.
ΠΑΤΡΙΔΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ.ΟΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ.
Αφηγούμενος τα της Επαναστάσεως του 1821 διηγείτο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συμβάντα και γεγονότα και ανάμεσα σ’ αυτά και ένα περιστατικό με τον Άγγλο ναύαρχο: “Μία φοράν, όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο Άμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα, ότι: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. ‘Αλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» – « Η φρουρά του βασιλέως μας είναι είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.” Ἅπαντα Τσερτσέτη , τομ. Γ΄, σελ. 150
Από τα λόγια του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη είναι ξεκάθαρο ότι η Επανάσταση του 1821 δεν ήλθε από το πουθενά, δεν προέκυψε από καμία “κοινωνική διεργασία”, αλλά ήταν ο προαιώνιος πόθος του Γένους μας να πάρει πίσω την Αυτοκρατορία του. Και το πνεύμα αυτό ακριβώς το βλέπουμε πάλι στα λόγια του θρυλικού Γέρου του Μοριά, στην περίφημη ομιλία του προς τους μαθητές στην Πνύκα όταν λίγα χρόνια πριν αφήσει την ύστατη πνοή του έλεγε: “Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη.” Η Μεγάλη Ιδέα, λοιπόν, δεν ήταν δημιούργημα ούτε των συνθηκών, ούτε των περιστάσεων, αλλά ο μύχιος πόθος και το όνειρο ενός ολόκληρου Έθνους.
Καμία σχέση ούτε με τη Γαλλική, ούτε με τη Σοβιετική Επανάσταση
Με αφορμή την μεγάλη επέτειο της 25ης Μαρίου οι ινστρούχτορες που δηλητηριάζουν τις ψυχές των παιδιών μας, θα κάμουν και πάλι την προπαγάνδα τους. Άλλοι θα πουν ότι το 1821 το γέννησε η Γαλλική επανάσταση, ο Ροβεσπιέρος και η γκιλοτίνα. Απαντά και σε αυτούς ο Κολοκοτρώνης λέγοντας στα απομνημονεύματά του: “Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος…” (Άπαντα Τσερτσέτη , τομ. Γ΄, σελ. 149)
Άλλοι πάλι πιο τολμηροί και ανάμεσά τους θα βρεθούν και στελέχη ηγετικά αυτής της τραγελαφικής μαρξιστικής κυβερνήσεως, θα πούνε ούτε λίγο, ούτε πολύ ότι το 1821 ήταν μία επανάσταση μαρξιστική και θα βάλουν τα Ελληνόπουλα στα σχολεία να τραγουδήσουν άσματα κομμουνιστικά.
Σε αυτούς απαντά ένας “δικός τους” και όχι ο οποιοσδήποτε δικός τους, ο ιστορικός τους και Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Κορδάτος, ο οποίος γράφει: «Γ. Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας – Κεφάλαιο ΞΑ’ – Το Αγροτικό Ζήτημα: «Δεν πρέπει να βλέπουμε την ελληνική επανάσταση σαν κίνημα πολιτικοκοινωνικό και ούτε με σημερινά ιδεολογικά κριτήρια να ερμηνεύουμε ορισμένα γεγονότα του Εικοσιένα. Η επαναστατημένη Ελλάδα του 1821 δεν ήταν η Ρωσσία του 1917. Εν ονόματι του αριστερισμού δεν πρέπει να γίνεται παραποίηση της Ιστορίας.»Οι προσκυνημένοι τότε και σήμερα και το “Μνημόνιο” του 1825
Μέχρι τις αρχές του έτους 1824 η Δόξα στεφάνωνε τα όπλα των Ελλήνων. Χρυσές σελίδες της Ιστορίας μας γράφτηκαν, Βαλτέτσι, Τριπολιτσά, Χάνι της Γραβιάς, Αλαμάνα. Όμως, οι “σύμμαχοί” μας με τα περίφημα δάνεια του αγώνα από το κακόφημο “City” του Λονδίνου, δάνεια ληστρικά, που έσπειραν την διχόνοια που έφερε έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος με την σειρά του έφερε τον Ιμπραήμ και τα Αιγυπτιακά στρατεύματα στην Ελλάδα.
Όταν πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ στην χώρα μας, πολλοί ήταν αυτοί που τον προσκύνησαν και πήρανε συγχωροχάρτι. Τον Κολοκοτρώνη τον έκλεισαν φυλακή και αναγκάστηκαν να τον ελευθερώσουν για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, που στα 1825 βαδίζοντας από τα Καλάβρυτα προς την Τριπολιτσά συνάντησε στο διάβα του κρεμασμένο έναν από τους προσκυνημένους, που επάνω του υπήρχε η επιγραφή: «Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Έλληνας όσοι επροσκύνησαν εις τον Ιμπραχίμην και δεν μετανοήσουν να κινηθούν κατ’ αυτού … Ακόμη και όσοι ελεύθεροι Έλληνες ιερείς τε και λαϊκοί δεν πιάσουν τα όπλα εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν. Ο παρών Γιάννης από Μπούμπουκα ήτο σταλμένος από τον Ιμπραχίμην τσιασίτης (κατάσκοπος) και επιάσθη και λαμβάνει τον θάνατον δι’ αγχόνης». Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (Φωτάκου, Β’, 435).
Με αυτό το πνεύμα κράτησε ζωντανή την φλόγα της Επαναστάσεως το Έθνος, με το “Φωτιά και Τσεκούρι στους προσκυνημένους”. Ο Ιμπραήμ, όμως, ευρίσκετο προ των πυλών του Ναυπλίου και τότε οι μεγάλοι μας “σύμμαχοι” ζήτησαν να υπογράψει το Έθνος μας μια δήλωση υποταγής, η οποία υπεγράφη στις 24 Ιουλίου του 1825 και ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα παρακάτω χαρακτηριστικά: «Η Ελλάς διά της παρούσης δημοσίου πράξεως προσδιορίζει, θεσπίζει και βούλεται τον επόμενον Νόμον: Το Ελληνικόν έθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας…».
Η πολιτική αυτή της υποταγής, η οποία αποτελεί και προδοσία του 1821, κρατά δέσμιο το Έθνος μας εδώ και 200 σχεδόν χρόνια! Όμως, το Πνεύμα αυτό του 1821 παραμένει ζωντανό, όσο υπάρχουν ΖΩΝΤΑΝΟΙ ακόμη ΕΛΛΗΝΕΣ και αποτελεί και την μοναδική και ύστατη ελπίδα για να υπάρξει κάποτε στο πλήρωμα του χρόνου μια αληθινά Ελεύθερη Πατρίδα!
«Τούτο το λόγο θα σας πω,
δεν έχω άλλο κανένα
μεθύστε με τ’ αθάνατο
κρασί του Εικοσιένα!» Κωστής Παλαμάς
Πριν από σχεδόν 200 χρόνια τον Μάρτιο εκείνο του 1821, οι Έλληνες πήρανε τα άρματα ενάντια στην τυραννία των Οθωμανών και έκαμαν την Εθνική τους Επανάσταση. Μια Επανάσταση που στηρίχτηκε προπάντων στα όπλα τους και στην δύναμη της ψυχής τους, χωρίς να στηρίζονται «στους άπιστους τους Φράγκους, που όλα τα αγοράζουνε και όλα τα πουλάνε», όπως μας λέγει ο Λόρδος Βύρων που άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι στρατιωτικοί μας που κρατούνται από τους Τούρκους «φίλους και συμμάχους» για εντελώς γελοίους λόγους, έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον, την αγάπη και την συμπαράσταση Ελλήνων τε και Αλλοδαπών, προς αυτούς και τους γονείς τους που αγωνιούν για την τύχη τους.
«Βοηθάει», βέβαια, και η τηλεόραση που το παρατραβάει και το στρέφει προς άλλες, συγκινησιακές, ατραπούς καθώς και οι διάφοροι κύκλοι που οργανώνουν συλλαλητήρια και ποδηλατοδρομίες λες και θα συγκινηθεί κανένας Τούρκος αρμόδιος για να ελευθερώσει τα παλικαριά μας.
Ας καταλάβουμε ότι βρισκόμαστε σε καθεστώς «ακήρυχτου» πολέμου που μας έχει επιβληθεί εδώ και αρκετό καιρό όπου σε κάθε φάση του, χάνουμε και από κάτι είτε αυτό είναι άνθρωποι είτε αεροπλάνα είτε ελικόπτερα είτε πλοία. Ο θρήνος και ο οδυρμός, εν καιρώ πολέμου, είναι συνυφασμένος με τη ζωή του
Έλληνα, συνοδεύεται όμως από το παρήγορο αίσθημα της περηφάνιας λόγω της προσφοράς ζωής στον αγώνα. Εν καιρώ «ειρήνης», όμως, δεν χρειάζονται αυτά σε τέτοιον βαθμό.
Πιστεύω, ότι τα παλικάρια μας θα ταλαιπωρηθούν αρκετούς μήνες μέχρι να έρθει η ώρα να δικαστούν και μέχρι τότε κάποιος «σουλτανίσκος του παλιοκερατά» θα ηδονίζεται κάθε φορά που του δείχνουμε ότι υποφέρουμε με τα άθλια καμώματά του.
Θα ήταν καλύτερο για όλους εμάς τους Έλληνες που δεν είμαστε λαός πολεμοχαρής ούτε πολεμολάγνος, να ετοιμαζόμαστε ψυχικά, αθόρυβα αλλά σοβαρά για τον πόλεμο που προσπαθεί να μας κηρύξει η Τουρκία και δεν έχει το θάρρος να το πεί ξεκάθαρα. Εκεί θα λυθούν οι διαφορές μας είτε το θέλουμε είτε όχι. Εκεί θα φανεί πως πολεμάει ο Έλληνας όταν υπερασπίζεται την πατρίδα του.