Ο στρατιώτης, που ταυτοποιήθηκε από τις αρχές και είναι ο Φράνκο Χανς Α. συνελήφθη τον Απρίλιο, σε μια υπόθεση που σόκαρε την γερμανική κοινωνία και προκάλεσε μια συζήτηση για τα ακροδεξιά στοιχεία στον γερμανικό στρατό.
«Παρακινούμενος από μια εθνικιστική στάση, σχεδίαζε να εξαπολύσει επίθεση σε άγνωστη χρονική στιγμή με στόχο υψηλόβαθμους πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα που υπερασπίζονται μια ιδιαίτερα φιλική προς τους πρόσφυγες πολιτική, όπως την θεωρούσε ο κατηγορούμενος», τόνισε η ανακοίνωση του γραφείου του εισαγγελέα.
«Ήθελε ο κόσμος να πιστέψει ότι οι επιθέσεις του σχετίζονταν με την ακραία ισλαμική τρομοκρατία και ότι διεπράχθησαν από κάποιον που είχε λάβει άσυλο», υπογραμμίζεται.
Η ανακοίνωση δεν ανέφερε αν ο στρατιώτης αρνήθηκε τις κατηγορίες, ούτε περιλάμβανε κάποια δήλωση από τον δικηγόρο του.
Οι στόχοι του Χανς
Ανάμεσα στους στόχους του κατηγορούμενου ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Χάικο Μαας, η αντιπρόεδρος των Πρασίνων Κλαούντια Ροτ, καθώς και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφοι, σύμφωνα με το γραφείο του εισαγγελέα.
Οι εισαγγελικές αρχές υποπτεύονται ότι ο Φράνκο Χανς Α., μαζί με δύο συνεργούς του, επιθυμούσαν να εμπλέξουν πρόσφυγες στις σχεδιαζόμενες επιθέσεις τους, προσποιούμενοι τους αιτούντες άσυλο.
Συγκεκριμένα, ο Φράνκο Α., που υπηρετούσε στη γαλλογερμανική βάση Ίλκιρχ στη Γαλλία, χρησιμοποίησε πλαστή ταυτότητα για να καταγραφεί ως Σύρος πρόσφυγας και εγκαταστάθηκε σε έναν καταυλισμό προσφύγων στη Βαυαρία παρότι δεν μιλούσε αραβικά.
Ο στρατιώτης είχε συλληφθεί στα τέλη Ιανουαρίου από τις αυστριακές αρχές με την υποψία ότι είχε κρύψει ένα παράνομο όπλο στις τουαλέτες του κεντρικού αεροδρομίου της Βιέννης.
Η υπόθεση είχε πυροδοτήσει έντονες επικρίσεις ενάντια στην Γερμανίδα καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ η οποία είχε υπερασπιστεί την υπουργό Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απέναντι στους επικριτές της που είχαν επισημάνει πως η υπουργός υπονόησε ότι οι περισσότεροι στρατιώτες είναι ακροδεξιοί.
Η εισαγγελία τόνισε ότι ο στρατιώτης κατηγορείται για διάπραξη μιας σοβαρής ενέργειας βίαιης ανατροπής και παραβίαση του νόμου ελέγχου των στρατιωτικών όπλων, καθώς και νόμων περί όπλων και εκρηκτικών.