Με ένα νοσταλγικό άρθρο, που γίνεται ακόμια πιο συγκινητικό για όσους είχαν γνωρίσει τη Γεωργία του ΠΑΣΟΚ, ο πρώην αντιδήμαρχος Ρόδου και επί σειρά ετών στέλεχος του ΠΑΣΟΚ της περιοχής μας Κώστας Σκανδαλίδης, θυμάται την Γεωργία Φραντζή, φίλη του ΠΑΣΟΚ, με αφορμή τις σημερινές εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού.
Αναφέρει συγκεκριμένα:
«Η μέρα που ‘ναι σήμερα, στην ιερή μνήμη της Γεωργίας του ΠΑΣΟΚ (Γεωργίας Φρατζή).Η Γεωργία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.Μια φορά κι ένα καιρό, στα χρόνια του παντοδύναμου τότε ΠΑ.ΣΟ.Κ., στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, μια όμορφη παρέα ανθρώπων αποτελούσαν τη Νομαρχιακή Επιτροπή της Νότιας Δωδεκανήσου.
Ποιους να πρωτοθυμηθείς: Γιαννόπουλος Γιώργος, Παπανικόλας Βασίλης, Γεωργιάδης Αντώνης, Χατζηγρηγορίου Νίκος, Παυλίδης Βαγγέλης, Παρασκευάς Μ. Γιάννης, Κουσουρνάς Στάθης, Παρασκευάς Γιάννης, Χιωτάκη Βενετία, Κωστόπουλος Φώτης, Βενιανάκη Ρένα, Τσιγάρος Γιάννης, Μουτσόπουλος Γιώργος, Γιαννούλης Γιάννης, Κιζούλης Γιώργος, Ζαχαριάδης Γιώργος, Τάσος Διάκος, Σιφωνιός Γιώργος, Σπανός Γιώργος, Μπαλάνος Μιχάλης, Κούφης Βασίλης, Ποπόρου Βάγια, Λούλης Στέλιος, Κολιάδης Θεοδόσης, Γερα-βέλλη Πόπη, Μηνατσής Γιάννης, Κατσάνης Χρήστος, Αλαβέρας Αντώνης, Αλιφέρης Τάσος, Σταυρής Σταύρος, Σταυριανός Βασίλης, Μοσχογιάννης Δημήτρης, Παρασκευάς Τιμόθεος, Λαρδάς Πέτρος, Έφη Μαλτέζου κι άλλοι κι άλλοι πολλοί που διαφεύγουν από την αδύναμη μνήμη κι ας μου το συγχωρέσουν. Η σειρά είναι βέβαια τυχαία. Δύσκολα και όμορφα χρόνια μαζί. Κι ας τα βρίζουμε σήμερα με περισσή ευκολία. Ίσως γιατί ακόμα είναι νωρίς για να καταλαγιάσει η ιστορία μέσα μας. Αλλά ας είναι.Τότε, που λέτε, συνεδριάζαμε κάθε Τρίτη στα γραφεία μας. Τους είχαμε βγάλει κι όνομα. Καστρί. Έτσι έμεινε στη σκέψη μας εκείνο το άχαρο κτίριο που πασκίζαμε κατά καιρούς να το κάνουμε ανθρωπινότερο, αλλά δε γινότανε. Τρεις όροφοι για να χωρέσουμε τότε. Σήμερα…Άστα, μην τα σκέφτεσαι. Κι είναι περιττό να πούμε, πως πια το ξενοικιάσαμε και τώρα δε ξέρω αν συνεδριάζουνε.
Φτώχειες, φτώχειες ιδεολογικές, φτώχειες οικονομικές, φτώχειες πνευματικές…Κάποτε στο Καστρί, στεγαζόταν το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άκου τώρα να δεις, πιο παλιά, λέει, στέγαζε πόρνες. Έτσι λένε. Πού να το πεις τέτοιο πράμα.Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, οι ιδέες κυκλοφορούσαν κι α-νεβοκατέβαιναν τους ορόφους, προβλήματα που περίμεναν τη λύση τους στα κομματικά γραφεία, χαμόγελα και χαρές και πίκρες κάθε τόσο, παρίες της τοπικής κοινωνίας που ζητούσαν αποκούμπι, ένα αμέτρητο σμάρι ανθρώπων, ένα ανθρωπολόι που ήθελε να προσφέρει, να δώσει από την ικμάδα του κάτι έστω στην κοινωνία, να πάρει από την εξουσία ό,τι στερήθηκε δεκαετίες ολάκερες. Κι ήταν κι άλλος κόσμος αγνός, που πίστευε πως η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, πως η Ε.Ο.Κ. και το Ν.Α.Τ.Ο. ανήκαν στο ίδιο συνδικάτο, πως η εθνική αντίσταση αναγνωρίστηκε χάριν της αδελφοσύνης των Ελλήνων, πως εξουσία είναι ο ίδιος ο λαός κι άλλα κι άλλα πολλά, σαν την ανακατανομή του πλούτου ας πούμε και τόσα άλλα. Μέσα σ’ όλα τούτα που χωρούσαν και στοιβάζονταν εκεί στο Καστρί, ένας άνθρωπος ήταν εκείνος που μας φρόντιζε όχι μόνο από πλευράς καθαριότητας, αλλά και για το νερό και τον καφέ μας κι ακόμα και τον μεζέ μας.
Απαραίτητα, βλέπετε, στη σκέψη και τη διανοητική λειτουργία των ανθρώπων και μάλιστα των ιδεολόγων. Γεωργία τη λέγανε. Όνομα και πράμα. Σαν τον Άι Γιώργη τον καβαλάρη που τα προλάβαινε όλα και τα φρόντιζε όλα. Μια γυναικούλα του Θεού η Γεωργία, που δεν ευτύχησε να συναντήσει την χαρά στο δρόμο της ποτέ. Θαρρώ, μόνο εκείνες τις στιγμές που γεννούσε τα παιδιά της. Κι ύστερα, χρόνια μετά, όταν έχανε το ένα πάνω στον ανθό της ηλικίας του, ξαναβουτούσε για πολλοστή φορά στη δυστυχία. Το μόνο που τη λοξοδρομούσε από τη μοίρα της ήταν η κοινωνικότητά της. Η αγάπη της με τους ανθρώπους. Η δοτικότητά της. Χωρίς πολλά-πολλά ανταλλάγματα. Ίσα-ίσα να μπορούν να επιβιώνουν εκείνη και τα παιδιά της.
Πόσο καλή ήσουνα Γεωργία μου καλή. Εμείς πάλι, γνωρίζοντας λίγο πολύ τη δύσμοιρη ζωή της, άλλο δεν κάναμε από το να ελαφραίνουμε τις στιγμές της και να της καταθέτουμε τον καλό μας τον λόγο. Ο καθένας ό,τι κι όπως μπορούσε. Κι είμαι βέβαιος πως την αδικούσαμε και πως δεν τη βλέπαμε όπως εκείνη μας έβλεπε. Νομίζω πως η Γεωργία ήθελε πάντα πιο πολύ αγάπη. Να της μιλάς, να της γελάς, να την προσέχεις, να την καλολογείς, να της δίνεις κάτι από το περίσσεμα της ψυχής σου. Είχε φτιάξει έναν κόσμο δικό της η Γεωργία και τον υπηρετούσε όπως εκείνη ήξερε καλά να τον υπηρετεί με τα δικά της μέσα, τη δική της αγάπη, τους δικούς τους τρόπους.
Έτσι, λοιπόν, κάθε Τρίτη βράδυ που συνεδρίαζε η Νομαρχιακή Επιτροπή, η πρώτη της δουλειά ήταν να βρεθεί στην αίθουσα συνεδριάσεων και να αρχίσει να ρωτά έναν ένα ξεχωριστά, τι θέλει. Σαν έφτανε σε μένα, ακολουθούσε όπως κάθε Τρίτη, ο ίδιος πάντα διάλογος:-Τι ’α πάρεις σύντροφε;-Καφέ Γεωργία μου.-Τι καφέ σύντροφε;-Φραπέ Γεωργία μου.-Αφραπέ σύντροφε;-Αφραπέ Γεωργία μου!-Πώς τομ πίνεις σύντροφε;-Σκέτο Γεωργία μου.-’α σου βάλω και κομμάτι ζαχαρίτσα μέσα! ’ε ’ναι; Αχ, εκείνο το στερητικό άλφα μπροστά από τον φραπέ καλή μου Γεωργία, πώς να το ξεχάσω.
Πώς να σε ξεχάσω Γεωργία μου. Εύκολο το θαρρείς; Κι όταν μια φορά εί-χαμε εκλογές για ανάδειξη νέας Νομαρχιακής Επιτροπής εκεί στη μεγάλη αίθουσα του Ροδινιού (ενώ τώρα, δε ξέρω, γίνονται άραγε εκλογές πια;), η Γεωργία κατέφτασε στολισμένη από πάνω μέχρι κάτω στα πράσινα για να ψηφίσει. Έτσι ήταν πάντα ντυμένη η Γεωργία.
Πράσινη άνωθεν έως κάτωθεν. Ακόμα και τα νύχια, χέρια πόδια, πράσινα ήταν βαμμένα. Και μια φορά που δεν έβρισκε η καημένη πράσινο μανό, τα έβαψε με πράσινη μπογιά που της έδωσε κάποιος μπογιατζής. Δεν ήταν μέλος στο ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά την αφήναμε, «κοινή συναινέσει», να ρίχνει μια ψήφο στην κάλπη. Έτσι λοιπόν, σαν ψήφισε, βγαίνοντας, τη συναντά ο Βασίλης ο Παπανικόλας, τ. βουλευτής, στην είσοδο. Υπόψη ότι η Γεωργία μού είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία, ίσως γιατί της έδινα λίγη σημασία περισσότερη.
Ο διάλογος που ακολούθησε, όπως μου τον περιέγραψε ο ίδιος ο Βασίλης είναι…σπαρταριστός και…ακαριαίος:-Γεωργία, εψήφισές με;-Εψήφισά σε σύντροφε!
Ο Σκανταλίδης ’εν είσαι; Κάτι ακόμα που μου έρχεται τακτικά στη μνήμη, ήταν η αδυναμία της στο Γιώργο Γιαννόπουλο, το Γραμματέα της Ν.Ε για πολλά χρόνια και μετέπειτα Δήμαρχο της πόλης για 12 χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι ο Γιώργος τη φρόντιζε και με το παραπάνω. Του έδειχνε την αγάπη της με ’κείνο το χαμόγελο που έβγαινε πάντα μαζί με τα γέλια της και μια ντροπαλοσύνη μικρού παιδιού, καθώς και τους ατέλειωτους φραπέδες και τα νερά. Το μόνο που δε μπόρεσε να μάθει η Γεωργία, ήταν να προφέρει σωστά το επίθετό του. Δεν τον έλεγε με το μικρό του ποτέ. Νιανιόπουλο τον φώναζε.Να μου χαμογελάς Γεωργία μου από ’κει που βρίσκεσαι. Είδες; Εγώ σε σκέφτηκα σήμερα…»