Εκεί όπου ζούσαν οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου, ήρθαν οι ναυαγοί των μεταναστευτικών ρευμάτων. Κάποιοι νέοι πιστεύουν και επενδύουν στην τουριστική ανάπτυξη του νησιού. Δεν έχει πάψει όμως να τους σκιάζει το παρελθόν
Λέρος με άρπαξε!» μου είπε γελώντας ο Εντσο Μπονάνο στα ελληνικά με την τραγουδιστή ιταλική προφορά του, κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του λες και τον είχε γραπώσει μια υπερφυσική δύναμη. «Πρωτοήρθα το 1998 να ξεχειμωνιάσω, εδώ στο λιμάνι. Πριν ζούσαμε μέσα στο σκάφος με τη γυναίκα μου 12 συνεχόμενα έτη. Και αντί για λίγους μήνες μείναμε 25 χρόνια». Πώς και έγινε δεύτερη πατρίδα τους; «Σάμπως ξέρεις γιατί ερωτεύεσαι; Το καταλαβαίνεις όταν φεύγει πια το αίσθημα. Λοιπόν για μένα και την Τσετίνα η έλξη για τον τόπο παραμένει ίδια, άρα είναι ακόμη ανεξήγητη!». Επικεφαλής του Ελληνο-Ιταλικού Συνδέσμου Φίλων Λέρου, ο Σικελός Μπονάνο είναι μέλος της δραστήριας κοινότητας των ξένων που περιλαμβάνει, εκτός από τους συμπατριώτες του, Γάλλους, Τούρκους και άλλες εθνικότητες. Μαζί με τους επήλυδες Αθηναίους, όπως ο Νίκος Φωκάς και η Ιωάννα Ασμενιάδου (που άνοιξαν στην «Κ» όλες τις «πόρτες» του νησιού), είναι μια σπουδαία κινητήριος δύναμη που άλλαξε τη δυναμική τα τελευταία χρόνια. Σε ένα μέρος που –λόγω στίγματος– όλοι δίσταζαν να κάνουν έστω και διακοπές, εκείνοι ήρθαν να ριζώσουν και δικαιώθηκαν για την απόφασή τους.
Το Portolago του Μουσολίνι
Αυτό που μάλλον τράβηξε τον σύγχρονο Οδυσσέα – Εντσο να ρίξει παντοτινή άγκυρα ήταν η θέα του Λακκίου –ιταλιστί Portolago– από τη θάλασσα. Εισέρχεσαι σε έναν από τους μεγαλύτερους φυσικούς κόλπους της Μεσογείου, για να βρεθείς με το στόμα ανοιχτό στην προπολεμική Ιταλία του Μουσολίνι. Πρόκειται για ένα κομψότατο άστυ του κινήματος του ρασιοναλισμού, χτισμένο εκ του μηδενός από τους Ιταλούς κατακτητές των Δωδεκανήσων τη δεκαετία του 1930. Δίχως όμως τον συνηθισμένο στόμφο και το μέγεθος της αρχιτεκτονικής του ολοκληρωτισμού. Αντιθέτως η κλίμακα στη Λέρο είναι ανθρώπινη, σεμνή, αιγαιοπελαγίτικη, κάτι που κάνει αυτό το ομοιόμορφο σύνολο των στρατιωτικών, εμπορικών και οικιστικών χρήσεων μοναδικό σε ολόκληρο τον κόσμο. Σαν ένας ολοζώντανος τρισδιάστατος πίνακας του Ντε Κίρικο.
Δημαρχείο, σχολείο, αγορά, ταχυδρομείο, κινηματοθέατρο, τελωνείο, ξενοδοχείο, πλάι στους στρατώνες, στο διοικητήριο, στη μοίρα των υδροπλάνων, στις κατοικίες των αεροπόρων, των ναυτών και των αξιωματικών. Μετά τον πόλεμο αυτό το τεράστιο απομεινάρι του φασισμού περιέπεσε στη διεθνή λήθη ακόμη και από την αρχιτεκτονική κοινότητα, η οποία άρχισε να το ανακαλύπτει από τη δεκαετία του 1990. Το Damnatio memoriae του ολοκληρωτισμού είχε βεβαίως παράπλευρη απώλεια και τη μικρούλα Λέρο, όπου έγινε και μία από τις σημαντικότερες μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Για τους Λεριούς, που ενσωματώθηκαν στη μητέρα Ελλάδα το 1947, πάντως το κτιριακό απόθεμα των Ιταλών, που έβλεπαν το νησί ως προγεφύρωμα για τις αφρικανικές κτήσεις, καταδίκασε το μέλλον τους. Αυτό σκεφτόμουν καθώς στεκόμουν με δέος μπροστά σε ένα από τα υπέροχα, αλλά κυριολεκτικά ξεδοντιασμένα πια οικοδομήματα στα Λέπιδα του Λακκίου, ένα συννεφιασμένο πρωινό του Νοέμβρη. Οι διεθνείς συνθήκες απαγόρευαν στην πατρίδα μας να έχει Ενοπλες Δυνάμεις στα νησιά της μεθορίου. Ετσι οι άδειοι ιταλικοί στρατώνες επελέγησαν να φιλοξενήσουν τις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές της Φρειδερίκης για τα παιδιά των ηττημένων του Εμφυλίου. Να διδαχθούν κάποια τέχνη και το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Από το 1949 έως το 1964 πέρασαν 16.000 έφηβοι που έγιναν τσαγκάρηδες, ηλεκτροσυγκολλητές, τυπογράφοι, μαραγκοί.
Ταυτόχρονα, σε κάποια γειτονικά στρατιωτικά κτίρια άρχισαν να μεταφέρονται μαζικά από το 1957-1958 οι «αζήτητοι» των ψυχιατρικών ιδρυμάτων της πρωτεύουσας και της περιφέρειας. Η Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου απορρόφησε χιλιάδες περιπτώσεις ανθρώπων που μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο εμφάνισαν ψυχώσεις ή νοητική υστέρηση και ήταν ανεπιθύμητοι από τους οικείους τους, είτε ήταν βαριά περιστατικά. Στοιβάχτηκαν σε αρματαγωγά του Πολεμικού Ναυτικού και μεταφέρθηκαν στη Λέρο με τεράστιες αριθμητικά μεταγωγές (μία εκ των οποίων συμπεριέλαβε 900 άτομα), για να σχηματίσουν μια ανανεούμενη κοινότητα τροφίμων με σταθερό πληθυσμό 2.500 και πλέον ανθρώπων που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Μια χωματερή ψυχών. Προστέθηκαν την τριετία 1967-70 7.500 πολιτικοί κρατούμενοι, κάποιοι εκ των οποίων έμειναν σε γειτονικά κτίρια με τους ψυχασθενείς.
Η Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου απορρόφησε χιλιάδες περιπτώσεις ανθρώπων που μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο εμφάνισαν ψυχώσεις ή νοητική υστέρηση.
Τα πράγματα αλλάζουν άρδην με την παγκόσμια κατακραυγή του 1989 για το ψυχιατρείο – εθνικό όνειδος, και έτσι τη δεκαετία του 1990 έγιναν σημαντικά βήματα με τους τροφίμους να μένουν πλέον σε σπίτια ανά 4-6 άτομα με ειδικό προσωπικό. Ομως τα ιταλικά κτίρια της Λέρου έμελλε να ζήσουν ακόμη ένα δράμα.
Η κρίση και το hotspot
Ηταν οι πρόσφυγες που το 2015 γέμισαν κατά χιλιάδες το Λακκί και πολλοί μπήκαν στα μισορημαγμένα οικοδομήματα και τα αποτελείωσαν, καίγοντας κάσες από πόρτες και παράθυρα για να ζεσταθούν. Στο τέλος του ίδιου χρόνου, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση παίρνει την απόφαση να τοποθετήσει camp με κοντέινερ σε αυτόν τον ιστορικά φορτισμένο χώρο.
Η εικόνα σήμερα είναι αποκαρδιωτική: το ΚΥΤ μετακόμισε από το 2021 σε νέο μέρος στον γειτονικό λόφο πάνω από το Λακκί, το οποίο είναι το πρώτο πράγμα που βλέπει ο επισκέπτης από το κατάστρωμα του πλοίου. Ο δε παλιός καταυλισμός έχει γίνει μόνιμη εστία ρύπανσης. Ποιος ξέρει πότε θα απομακρύνουν τα κουφάρια; Τα Λέπιδα είναι ένα παλίμψηστο ανθρώπινου πόνου, μια πληγή που δεν λέει να κλείσει. Σε ένα από τα κοντινά κτίρια στην ίδια περιοχή, εντός του γειτονικού ψυχιατρείου, στεγάζεται ο Κοινωνικός Συνεταιρισμός του Τομέα Ψυχικής Υγείας Δωδεκανήσου. Είναι πρωτοπόρος πανελλαδικά φορέας, που έχει βοηθήσει από το 2002 200 ανθρώπους στο φάσμα της σωματικής και νοητικής αναπηρίας να επανενταχθούν στην κοινωνία, με την εργασιακή τους αποκατάσταση.
Ο πρόεδρος του φορέα, ο Λεριός Ανδρέας Γεωργίου, είναι από εκείνους που έζησαν από κοντά όλη την προσπάθεια αποασυλοποίησης ήδη από το 1993 όταν πρωτοέπιασε δουλειά ως εργοθεραπευτής. Η απογοήτευσή του είναι έκδηλη: «Το 2015 εν μέσω οικονομικής κρίσης και συρρίκνωσης πόρων και προσωπικού για την ψυχική υγεία, η πολιτική ηγεσία της χώρας αλλά και ο δήμος επέτρεψαν να γίνει στη Λέρο hotspot προσφύγων και δη μέσα στον χώρο όπου ακόμη φιλοξενούνταν ψυχιατρικοί ασθενείς και μάλιστα μεγάλης πια ηλικίας. Είναι αδιανόητο ότι άφησαν δύο ευάλωτες ομάδες να συγχρωτιστούν. Η δική μας πρόταση ήταν να γίνει εδώ ένα ανοικτό μουσείο ψυχιατρικής, επισκέψιμο από όλους. Ομως μετά την ευκαιριακή χρήση από τους μετανάστες που δεν χωρούσαν στο hotspot, τα κτίρια υπέστησαν τέτοιους βανδαλισμούς που δεν είναι πια ασφαλή ώστε να εισέλθει κανείς».
Την ώρα που μιλούσαμε, κάποιοι από τους ωφελουμένους ετοίμαζαν δεκάδες πακέτα χριστουγεννιάτικων δώρων του Ιδρύματος Ωνάση με προϊόντα που οι ίδιοι έχουν παραγάγει, κυρίως μέλι και μυρωδικά, καθώς και καλούδια από παραγωγούς του νησιού. Στο διπλανό εργαστήριο ζαχαροπλαστικής κάποιοι άλλοι εξ αυτών εργάζονται καθημερινά, όπως η Ζαχαρούλα με κινητικά προβλήματα και νοητική υστέρηση που με κέρασε με πολύ υπερηφάνεια ένα ζεστό, νοστιμότατο ρυζόγαλο. «Οταν πριν από έξι χρόνια ήρθε αυτό το κορίτσι κοντά μας δεν μπορούσε σχεδόν ούτε να σταθεί στα πόδια της. Σήμερα περπατάει, μιλάει, χαίρεται. Είχε τεράστια μεταμόρφωση από τότε που πήρε τον πρώτο μισθό. Απέκτησε βαθμιαία αυτοπεποίθηση. Ενα ζήτημα που ενέσκηψε με τη μεταναστευτική κρίση αφορούσε τον μεγάλο κήπο μας, όπου καλλιεργούσαν οι ωφελούμενοι ζαρζαβατικά με παραγωγή 20 τόνους ετησίως, τα οποία πουλούσαμε. Από το 2015 και μετά, οι εξαθλιωμένοι νεοαφιχθέντες άρχισαν να τα κλέβουν διότι πεινούσαν οι άνθρωποι. Αλλάξαμε αναγκαστικά την καλλιέργεια σε ρίγανη, αρμπαρόριζα, λουίζα, που παράγουμε εδώ και σε ένα άλλο επισκέψιμο κτήμα μας πιο μακριά που λέγεται η Καζέρμα των βοτάνων».
Η Ρένα Φιλιππίδη που εργάζεται με σύμβαση έργου στον ΚΟΙΣΠΕ, Λεριά στην καταγωγή, εξηγεί το σχιζοφρενικό δίπολο που βίωσαν οι συμπατριώτες της με όλα αυτά τα κύματα των ανεπιθύμητων που έχουν φθάσει στο νησί: «Από τη μια υπήρχαν σίγουρες δουλειές στο ψυχιατρείο, που εξασφάλιζαν έσοδα, ενώ άλλα νησιά άδειαζαν από τη μετανάστευση και την ανέχεια τη δεκαετία του 1960. Ομως οι άνθρωποι που έπιασαν δουλειά εκεί ήταν ψαράδες, κτηνοτρόφοι, δίχως καμία απολύτως σχετική εκπαίδευση. Ζούσαν και αυτοί καθημερινά μέσα στις άθλιες συνθήκες των ασθενών. Η Λέρος ακόμη και πριν βγει στα διεθνή πρωτοσέλιδα ήταν μια κοινωνία βαθιά πληγωμένη, πολλοί έπαιρναν ψυχοφάρμακα ή είχαν θέματα αλκοολισμού και κακοποιητικές σχέσεις. Τα νέα παιδιά δεν είχαν καμία φιλοδοξία να σπουδάσουν, παρά ήθελαν να εργαστούν στο ψυχιατρείο όπως οι γονείς και οι παππούδες τους. Η οικονομία ιδρυματοποιήθηκε πλήρως».
Το αποτύπωμα του ψυχιατρείου στην τοπική κοινωνία
Ενώ όλη η Ελλάδα έβλεπε το ψυχιατρείο ως μίασμα, οι Λεριοί το έβλεπαν ως αξιόπιστο εργοδότη παρά τη φρίκη που βίωναν λόγω της έλλειψης εξειδικευμένου ιατρικού δυναμικού, η οποία μετακύλιε στο κατώτερο προσωπικό όλο το βάρος της διαχείρισης. Υπήρχαν περίοδοι που αντιστοιχούσε ένας ψυχίατρος για περίπου 1.000 ασθενείς, με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να είναι γυμνοί, βρώμικοι, δεμένοι μέσα στις ακαθαρσίες τους. Κάποιοι είπαν ότι οι μαζικές θέσεις εργασίας ήταν μια γιγαντιαία εξαγορά συνείδησης, κατηγορώντας και τους ίδιους τους Λεριούς για το σκάνδαλο των άθλιων συνθηκών. Ηταν όντως έτσι; «Επειδή κάθε νόμισμα έχει δύο πλευρές, οι καταστάσεις αυτές έκαναν τους κατοίκους να αναπτύξουν πολύ πρώιμα ανεκτικότητα σε καθετί διαφορετικό. Ενα είδος συμπόνιας που δεν υπήρχε αλλού. Οταν ξεκίνησε η αποασυλοποίηση και πολλοί ασθενείς άρχισαν να κυκλοφορούν στο νησί, η τοπική κοινωνία τους αγκάλιασε, τους προστάτευσε, τους δέχτηκε στα σπίτια και στα πανηγύρια. Εδώ υπήρχε η συμπερίληψη προτού ακόμη η λέξη γίνει της μόδας», υπογραμμίζει η Ρένα Φιλιππίδη.
Ο οδηγός ταξί Κώστας Αράπης ανακαλεί μια συγκινητική στιγμή από την περίοδο που οι τρόφιμοι άρχισαν να αποκτούν καθημερινότητα εκτός των τειχών: «Σε εμάς είχαν καταλήξει ασθενείς που είτε δεν είχαν οικείους είτε δεν τους ήθελε η οικογένειά τους. Ηταν εντελώς αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, αλλά εμείς τους βοηθήσαμε να επανενταχθούν. Θυμάμαι λοιπόν ότι κάποτε πήρα μια κούρσα με δύο κυρίες που έμαθαν τυχαία ότι είχαν έναν αδελφό στη Λέρο, τον οποίον δεν είχαν δει ποτέ. Ηρθαν να τον αναζητήσουν, ήταν από τη Μεγαλόπολη. Ακουσα το επίθετο και την καταγωγή τους και επειδή είχαμε σχέσεις με τους νοσοκόμους που ήταν ντόπιοι, μάντεψα ποιος ήταν. Επρόκειτο για έναν τύπο που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι “φυτό” διότι δεν αντιδρούσε σε κανένα ερέθισμα. Δεν είχε δεχθεί ποτέ του επισκεπτήριο και όταν είδε για πρώτη φορά τις αδελφές του, άρχισαν να κυλάνε δάκρυα από τα μάτια του. Τέτοια ζήσαμε εδώ».
Με έναν ψυχίατρο
Μπορεί το ίδρυμα να έχει σήμερα 200 ασθενείς (κάποιοι γηραιοί τρόφιμοι και ορισμένα περιστατικά από τα Δωδεκάνησα), αλλά το προσωπικό είναι πάλι ελάχιστο με μόνο έναν ψυχίατρο. Το δε νοσοκομείο του νησιού έχει επίσης μόνον έναν αναισθησιολόγο, έναν νεφρολόγο και έναν ακτινοδιαγνώστη, οι οποίοι όταν ασθενήσουν ή όταν θέλουν να φύγουν με άδεια, το κράτος πρέπει να στείλει αντικαταστάτη στο νησί. Ωστόσο όπως επισημαίνει ο οφθαλμίατρος Γιάννης Παΐσιος, που αποφάσισε να αφήσει την Αθήνα για να ζήσει στη Λέρο με την οικογένειά του, «παρά τις ελλείψεις που αναγκάζουν πολύ κόσμο να ταξιδέψει σε Αθήνα ή Ρόδο για ιατρικές υπηρεσίες, η περίθαλψη που προσφέρει το νοσοκομείο είναι μια ασφάλεια για τους κατοίκους. Είδαμε το καλοκαίρι τι έγινε όταν σώθηκε ο Τούρκος Σαμπάντζι από το ναυτικό ατύχημα που είχε με το σκάφος του. Το σύστημα λειτούργησε».
«Οταν ξεκίνησε η αποασυλοποίηση και πολλοί ασθενείς άρχισαν να κυκλοφορούν στο νησί, η τοπική κοινωνία τούς αγκάλιασε».
Η απόφαση μετοικεσίας του ελήφθη το 2012, εν μέσω κρίσης. Ο γιατρός είχε μάθει ότι τόσο στη Λέρο όσο και στην Πάτμο δεν υπήρχε ιδιώτης οφθαλμίατρος. «Ηρθαμε με τον μικρό γιο μας και ο άλλος γεννήθηκε εδώ. Κάναμε ένα άλμα στο κενό, αλλά μας βγήκε διότι θέλαμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας σε καλό περιβάλλον». Ο κ. Παΐσιος βγήκε στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές πρώτος σε σταυρούς με όραμα να συμβάλει σε μια σταδιακή μεταμόρφωση της Λέρου: ένα νησί ποιοτικού τουρισμού όπου η οικονομία θα βγει από το δικό της «άσυλο» και θα αναπτυχθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. «Χρειάζεται να εκπαιδεύσουμε τη νέα γενιά. Αν δεν της δώσουμε άλλα πρότυπα, είτε θα φύγει από το νησί είτε θα βρεθεί σε τρομερά αδιέξοδα».
Μνημεία
Υπάρχουν άλλες προοπτικές για να βγει η Λέρος από την παρασιτική οικονομία; Πρόσφατα το υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε μνημεία κάποια από τα κτίρια της Λέρου, όπως ο Ναυτικός Στρατώνας και το Αερόφωνο, ώστε να δρομολογηθεί η αποκατάστασή τους. Γνώστης του αντικειμένου λέει στην «Κ» πως όσο καλές και αν είναι οι μελέτες, οι εργολάβοι που τις υλοποιούν δεν σέβονται τις προδιαγραφές και κακοποιούν τα αρχιτεκτονήματα. Παράλληλα εκπονήθηκε ερευνητικό πρόγραμμα που ανέθεσε το ΥΠΠΟ στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας για να δημιουργηθεί στα Λέπιδα ένα ασκληπιείο που θα συνδέει την ιστορική ιατρική παράδοση με τις πιο σύγχρονες έρευνες για εναλλακτική πρόληψη και θεραπεία, αλλά και μια σύγχρονη τεχνική σχολή. Φαίνεται ότι ενδιαφέρθηκε ένας σοβαρός επενδυτής που επισκέφθηκε το νησί, αλλά ανέκρουσε πρύμναν από τη θέα του hotspot πάνω από την περιοχή της επένδυσης. Εχει ενδιαφέρον πάντως πως οι Λεριοί ασυναίσθητα αντιμετωπίζουν τα κτίρια των Ιταλών περισσότερο ως ξένη κληρονομιά και βάρος, καθώς τους προσάπτεται η κακή τους συντήρηση από τους επισκέπτες, λέει ο επικεφαλής των ΓΑΚ Λέρου, Γιώργος Τραμπούλης: «Εκεί έζησαν πολιτικοί κρατούμενοι, ψυχασθενείς και πρόσφυγες, ενώ τώρα όποιος έρχεται στο νησί λέει ότι τα έχουν παρατημένα. Είναι άδικο».
2.700 πρόσφυγες, 7.900 κάτοικοι
Οι σημερινοί νέοι, αντί να θέλουν να δουλέψουν ως νοσοκόμοι ή φύλακες, επιθυμούν να γίνουν συνοριοφύλακες ή σεκιούριτι στο hotspot, ενώ η οικονομία περιστρέφεται γύρω από τον επισιτισμό, τον ιματισμό και τις άλλες ανάγκες των προσφύγων. Σήμερα φτάνουν τους 2.700, σε πληθυσμό ντοπίων που ανέρχεται σε 7.900. Ο Αντώνης Νταλλαρής, πρόεδρος για 30 χρόνια του ιστορικού πολιτιστικού και μορφωτικού συλλόγου «Αρτεμις», ιδρυθέντος το 1977, με 600 μέλη, έχει προσφέρει πολλά στους μικρούς Λεριούς: «Εδώ διδάσκονται χορούς, παραδοσιακά όργανα, σκάκι, ζωγραφική, αγιογραφία. Το βασικό δεν είναι ότι έτσι σώσαμε τη μουσική παράδοση του νησιού με πολλά πιτσιρίκια που λ.χ. μαθαίνουν σήμερα τσαμπούνα, αλλά ότι εκατοντάδες παιδιά από το νησί έκαναν το πρώτο τους ταξίδι ανά την Ελλάδα ή στο εξωτερικό χάρη στις δικές μας δράσεις. Η εξωστρέφεια αυτή είναι πολύ γερό εφόδιο σε ένα μέρος μη τουριστικό όπως η Λέρος. Συνοδεύεται και από την αυτοπεποίθηση ότι ξέρουν να χορεύουν ή να παίζουν μουσική, κάτι που τους δίνει φτερά, έχουν καμάρι για τη ρίζα τους». Ο κ. Νταλλαρής είναι ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του σε αυτό το έργο. Η αγωνία του είναι τι θα γίνει στο μέλλον. Θα βρεθεί κάποιος να τον διαδεχθεί με τέτοια αφοσίωση;
Η νέα γενιά
Το συγκινητικό είναι ότι κάποιοι από τους εκπροσώπους της νέας γενιάς είναι αυτοί που δίνουν το καλύτερο παράδειγμα για το μέλλον. Οπως τα αδέλφια Μάριος και Γιώργος Κουτσουνάρης, που έχουν το διεθνούς φήμης εστιατόριο «Μύλος», με πελάτες να έρχονται από το εξωτερικό μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν την κουζίνα τους. «Οι γονείς μας εργάζονταν στο ψυχιατρείο και κάποια στιγμή αποφάσισαν να ανοίξουν ένα ουζερί δίπλα στο πατρικό μας όπου μαγείρευε και η γιαγιά», λέει ο τελευταίος. «Εμείς πήγαμε στην Αθήνα για σπουδές, ο αδελφός μου άφησε τη γεωλογία για να εκπαιδευτεί ως μάγειρας και όταν γυρίσαμε αναλάβαμε εμείς το μαγαζί, το 2010. Σταδιακά το εξελίξαμε, βάλαμε το κεφάλι κάτω και δουλέψαμε. Θέλει γερό στομάχι για να ασχοληθείς με το στομάχι των άλλων. Πέρυσι, για παράδειγμα, χάσαμε τρία καλά γκαρσόνια, ντόπιους, διότι αποφάσισαν να γίνουν συνοριοφύλακες ή φύλακες στο ΚΥΤ με 700 ευρώ τον μήνα. Θέλει προσπάθεια να αλλάξει η νοοτροπία. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που παραμονεύει, πάντως, είναι να γίνει και η Λέρος ένας τόπος μαζικού τουρισμού και να χάσει την ψυχή της. Είμαστε στο μεταίχμιο και θέλει προσοχή διότι έχουμε ανάγλυφα τα αντιπαραδείγματα και η διαδικασία μετάλλαξης μπορεί να γίνει μέσα σε μία σεζόν».
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που παραμονεύει, πάντως, είναι να γίνει και η Λέρος ένας τόπος μαζικού τουρισμού και να χάσει την ψυχή της».
Στον ποιοτικό τουρισμό πιστεύει και η Πόπη Καρπαθάκη, η οποία, αν και σπούδασε φιλόλογος, διοικεί την οικογενειακή επιχείρηση φύλαξης, συντήρησης και επισκευής σκαφών στο Παρθένι. «Ξεκινήσαμε από 30 σκάφη το 2014 και σήμερα έχουμε 400, ενώ έχει ήδη προχωρήσει η αδειοδότηση για να φτιάξουμε εδώ και μια ιδιωτική μαρίνα. Ξέρω ότι πολλοί συνομήλικοί μου θέλουν απλώς να βρουν μια κρατικοδίαιτη δουλειά, αλλά εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς προκλήσεις και στόχους. Θυμάμαι, όταν μας ρωτούσαν στο σχολείο τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε, κανείς εδώ δεν έλεγε γιατρός ή δικηγόρος. Το “επιχειρηματίας” ήταν άγνωστη λέξη. Θέλω να ζω στο νησί, το αγαπώ, το καμαρώνω και έχω ένα επιχειρηματικό όραμα που με κάνει αισιόδοξη». Τον ίδιο δυναμισμό βγάζει και ο Φανούρης Κοντογιωργάκης, που έχει ανοίξει πρόσφατα ένα ωραίο ποδηλατάδικο στο Λακκί, με πελατεία ντόπιους αλλά και τουρίστες. Oι παππούδες του εργάζονταν στο ψυχιατρείο ως καθαριστές. Στα 39 του πατέρας τριών παιδιών, έχει εργαστεί στο παρελθόν στους «Γιατρούς του Κόσμου» και σε άλλες ΜΚΟ ως οδηγός.
«Δεν κολύμπησα ξανά»
«Στην κρίση του μεταναστευτικού ζήσαμε αδιανόητα πράγματα. Θυμάμαι να πηγαίνω γονείς στο νεκροτομείο να αναγνωρίσουν τα πνιγμένα παιδιά τους που ήταν στην ηλικία των δικών μου. Εκτοτε δεν έχω ξανακολυμπήσει. Ημουν πρωταθλητής Ελλάδος στο ποδήλατο και στην καραντίνα αποφάσισα να ανοίξω μια ακαδημία ποδηλασίας στο νησί που πήγε καλά και αυτό με οδήγησε και στο άνοιγμα του μαγαζιού. Με την παρέα μου ανοίξαμε ποδηλατικές διαδρομές στο νησί. Λίγο αργότερα, αποφάσισα εθελοντικά να φτιάξω όλα τα αμαξίδια των αναπήρων στο νησί, που ήταν χάλια και ένα-δύο δεν είχαν καθόλου λάστιχα. Τώρα θέλω να κάνω δώρο δέκα ποδηλατάκια στα πιο φτωχά παιδιά της Λέρου», λέει ο εθελοντής δασοπυροσβέστης και διασώστης. «Είναι ρίσκο, είσαι στην ελεύθερη αγορά αλλά αυτό σε κάνει πιο δημιουργικό. Εμείς θα φτιάξουμε το μέλλον του νησιού, η δική μου γενιά θα το πετύχει».
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/society/562773859/leros-drapeteyontas-apo-toys-iskioys-toy-asyloy/