Γράφει ο
Γιάννης Παρασκευάς
Ανειρήνευτος ο πόλεμος κάθε στιγμή και κάθε ώρα, φωλιασμένος στην ψυχή και την καρδιά ο φόβος του θανάτου, προσδιορίζει και καθορίζει το κάθε μας βήμα.
Με κλάμα γοερό αντικρίζουμε το φως της ζωής, με κοπετό και θρήνους αποχωριζόμαστε αυτούς που φεύγουν, αυτούς που τον χρόνο εγκαταλείπουν και στο άχρονο βυθίζονται.
Παρελθόν, παρόν και μέλλον, σε αυτήν τη μοναδική και ανεπανάληπτη στιγμή της εγκατάλειψης των εγκοσμίων, γίνονται ένα, και βασανιστικό παραμένει το ερώτημα, τι και ποιο δίνει το νόημα της ύπαρξης, η ζωή ή ο θάνατος;
Ποια η αρχή και ποιο το τέλος;
Αν αρχή, τη γέννηση θεωρήσουμε και αυτό πιστέψουμε, γιατί ο θάνατος να είναι το τέλος της ύπαρξης και όχι η αρχή της άχρονης βιωτής;
Δίστρατα και τρίστρατα πολλά στη ζωή μας συναντούμε, πολλές οι επιλογές σωστές και λαθεμένες, την ώρα που τον φόβο του θανάτου αποτινάζουμε, τον θάνατο ποτέ δεν τον συναντούμε, αυτός έρχεται όταν εμείς ήδη απουσιάζουμε.
Σκάνδαλο ο θάνατος, ακυρώνει και περιγελά τη ζωή, απομειώνει τη σημαντικότητά της, την καθιστά γήινη και φθαρτή, περιγελά και όλους εμάς, που τις μέρες και τα χρόνια της ζήσης μας, τα φθείρουμε με τον φόβο του θανάτου φωλιασμένο στις ψυχές μας.
Του σώματος το φθαρτό μας τρομάζει, η σκέψη της έλλειψης και της φθοράς του, προκαλεί οδύνη, θλίψη και μας σπρώχνει στο αντιπάλεμά του και με πόνο ψυχής, τούς στίχους του Υμνωδού της Εκκλησίας μας ψιθυρίζουμε,
«Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον».
Καθόλου βέβαιος δεν είμαι αδελφέ μου, αν ο θρήνος και ο οδυρμός ικανά είναι τον πόνο της ψυχής μου να απαλύνουν.
Συναίσθημα και λογική κονταροχτυπιούνται, της λογικής τον δρόμο σαν επιλέξεις, το τέλος της ζωής δεδομένο και νομοτελειακό το θεωρείς, άδηλον το φαινόμενο, απροσδιόριστος ο χρόνος και ο τρόπος του ερχομού του, βέβαιος όμως ο ερχομός του.
Στου συναισθήματος τον δρόμο, πολλά «γιατί» ορθώνονται, το «γιατί τώρα;», το «γιατί έτσι;» και οι απαντήσεις αρνούνται να κάνουν την εμφάνισή τους.
Στα μικρά και μεγάλα της ζωής, σε θλίψεις, χαρές, επιτυχίες και αποτυχίες, πολλοί οι συνδαιτυμόνες, κοντινοί και μακρινοί.
Μαζί αδελφέ, δρόμους ανοιχτούς και κακοτράχαλα μονοπάτια βαδίσαμε, κυρτώνουν οι ώμοι από το βάρος των αναμνήσεων, άπατο το πιθάρι των αναμνήσεων.
Παιδιά μικρά, από το χέρι πιασμένα, περιδιαβαίναμε τα σοκάκια των χωριών, που οι μετακινήσεις του πατέρα μας παπά, μας ανάγκαζαν να γίνουμε κάτοικοί τους.
Εσύ στη Λίνδο γεννημένος, από εκεί στη Χάλκη βρεθήκαμε, θυμάσαι αδελφέ, ναι και όχι δυόμισι χρονών να ήσουν, στη θάλασσα έπεσες και η φουφούλα που σου φόραγε η παπαδιά η μάνα μας, σαν σωσίβιο λειτούργησε και μόνος επέπλεες.
Στον Έμπωνα, ο τότε Δεσπότης τον έστειλε τον παπά, άλλα ήθη και άλλα έθιμα, μεγάλο χωριό, κάτοικοι εργατικοί, πολλά τα παιδιά στο σχολείο, παιδιά του παπά όλοι εμείς, τέσσερα αδέλφια, ξένα παιδιά σε τόπο ξένο, δύσκολη η αποδοχή και η συνύπαρξη.
Όνομα δεν είχαμε, «τα παιδιά του παπά», έτσι μας φώναζαν, με τις ημέρες και τους μήνες ήλθε ο συγχρωτισμός, κάναμε φίλους που ακόμα μέχρι σήμερα καλά κρατούν.
Ένας- ένας από εμάς, τα πιο μεγάλα αδέλφια, στη Ρόδο βρεθήκαμε μαθητές του Βενετόκλειου Γυμνασίου, κάποια στιγμή μαζί μας στη Ρόδο η παπαδιά και μόνος του ο παπάς στο χωριό.
Στην αυλή του Σχολείου σε συναντούσα, εγώ στο Γυμνάσιο εσύ στο Δημοτικό, σίγουρα και το θυμάσαι, αν τύχαινε και βρισκόταν η μιάμιση δραχμή, αγόραζα το μπανίνο, ερχόμουν να σε βρω και το μοιραζόμασταν.
Από μικρός ξεχώριζες ως ποδοσφαιριστής, για θυμήσου τις ώρες που παίζαμε ποδόσφαιρο στην κάτω αυλή του Βενετοκλείου.
Χρόνια έπαιξες στον Απόλλωνα Καλυθιών, μετά οι σπουδές και μετά η πολιτική και επαγγελματική καταξίωση.
Με ανυπομονησία περίμενα να τελειώσεις, να πάρεις το πτυχίο σου και να βρεθούμε στον ίδιο χώρο, στο ίδιο γραφείο, να πιαστούμε ξανά χέρι- χέρι και να περπατήσουμε μαζί τον δρόμο της βιοπάλης και της επαγγελματικής καταξίωσης.
Είχαν περάσει τα δύσκολα χρόνια της χούντας, με το που γύρισες στη Ρόδο, το πιο όμορφο κομμάτι του εαυτού σου το πρόσφερες στο ΠΑΣΟΚ.
Στο γραφείο σαν ήλθες, η ειμαρμένη θες, η τύχη, συνάντησες τον έρωτα της ζωής σου, σχεδιάστρια στο γραφείο η Ευανθία, κατακούτελα σας κτύπησε ο έρωτας, ήλθε ο γάμος και τα δυο υπέροχα παιδιά, ο Γεράσιμος και η Δήμητρα, σύντροφος, μάνα, αρωγός και συμπαραστάτης από την πρώτη μέχρι την τελευταία μέρα.
Για θυμήσου τα γραφεία της Τοπικής Οργάνωσης του Αγίου Νικολάου, πόσοι σύντροφοι και πόσοι φίλοι, για χρόνια Γραμματέας της, δεσμοί που ο χρόνος δεν κατάφερε να διαρρήξει.
Τα βλέφαρά τους αδελφέ μου, δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους, τις ώρες του τελευταίου αποχαιρετισμού, στον φίλο τους, στον Γραμματέα τους.
Αντιδήμαρχος την εποχή που δήμαρχος ήταν ο Μάνος ο Κόκκινος, τα ίδια χρόνια βρισκόμουν στο απέναντι κτήριο Νομάρχης, δεν μπορώ να ξεχάσω, ούτε και ‘συ ποτέ σου το ξέχασες, σε μια κατάθεση στεφάνων, 25 του Μάρτη μάλλον, κατέθεσα στεφάνι για τη Νομαρχία και εσύ το στεφάνι του δήμου.
Το κουβεντιάζαμε μετά, όχι τις καταθέσεις των στεφανιών, αλλά τη συγκίνηση του πατέρα μας του παπά, που βρισκόταν εκεί μαζί με τον Δεσπότη και τους άλλους παπάδες.
Για θυμήσου τις εκλογές, τότε που με καθολική ψηφοφορία των μελών του ΠΑΣΟΚ εκλέχθηκες Γραμματέας της Νομαρχιακής του ΠΑΣΟΚ, κόντρα σε όλο το τότε σύστημα.
Άφησες το στίγμα σου και την πιο σοβαρή πολιτική παρακαταθήκη, διαχειρίστηκες καλές και κακές συνθήκες, με υπομονή και με αδιαπραγμάτευτες ηθικές και πολιτικές αρχές.
Στα χρόνια τα δίσεκτα του ΠΑΣΟΚ, όταν πολλοί ανέκρουσαν πρύμναν, είχες το κουράγιο, τη δύναμη και τη θέληση να το κρατήσεις όρθιο και πίστευες ότι μπορεί να ξεπεραστεί η μπόρα και με πολιτική δουλειά να έλθουν καλύτερες μέρες.
Σε στροφή του δρόμου της ζωής απρόσμενη, συναντήθηκες με την αρρώστια, όρθιος και με ψηλά το κεφάλι, όταν το έμαθες, γιόρταζε το Μοναστηράκι του σπιτιού σου, «θα το ξεπεράσω», « θα το ξεπεράσουμε», μου έλεγες.
Με ήθος, με αξιοπρέπεια και υπομονή κονταροχτυπήθηκες με την επάρατο, κοντά σου τα παιδιά και ο ήρωας της οικογένειας, η γυναίκα σου η σύντροφός σου η Ευανθία.
Πρώτη μάθαινε τις εξελίξεις της αρρώστιας, μόνη σκέψη και φροντίδα της να νοιώθεις καλά.
Το πάλεψες, έδωσες όλο σου το είναι να παντρέψεις στο σπίτι σου και τα δυο σου παιδιά, τον Γεράσιμο και τη Δήμητρα.
Θαρρείς και το είχες βάλει στόχο ζωής. Σιγά- σιγά, μέρα με την ημέρα, μετά τους γάμους, οι δυνάμεις λιγόστευαν, γύρω σου όλη η οικογένεια και Τετάρτη 21/12/22, δέκα το πρωί, αποφάσισες να φύγεις.
Μην το πιστεύεις, δεν έφυγες, δεν σε νίκησε ο θάνατος, τη ζωντανή σου παρουσία ανάμεσά μας τη θεριεύει το πλήθος των αναμνήσεων, του φθαρτού σώματος το τέλος θάνατος δεν λογιέται, πραγματικός θάνατος λογιέται αυτός που έρχεται με το σβήσιμο των μνημών.
Οι δικές μας είναι τόσο δυνατές και τόσο στέρεες και εκεί που βρίσκεσαι συμβαίνει αυτό που κάποια στιγμή μου είπες, «όταν φύγω θα αφήσω πίσω μου πολλούς φίλους, αλλά εκεί που θα πάω θα βρω πιο πολλούς». Δεν βρήκες μόνο φίλους, έχεις κοντά σου και τους Αγγέλους του Θεού.
Δέξου αδελφάκι μου, αυτή μου την εξομολόγηση.
Έφυγε ένας εξαιρετικός άνθρωπος και φίλος όλων μας. Ας είναι μετά των δικαίων στους κήπους του Παραδείσου. Θερμά συλλυπητήρια στους αγαπητούς οικείους του.