Αποχαιρετιστήριο στο φίλο μου τον Αχιλλέα.
“Σήμερα θα σου αναγγείλω δυσάρεστες ειδήσεις” μου είπε ο φίλος μου ο Κώστας ο Βαϊνάς.Έφυγε για πάντα ο Αχιλλέας” .
“Ποιος Αχιλλέας” του λέω και άρχισα να τρέμω…..
“Ο δικός μας ο Αχιλλέας; Ο δάσκαλος; Ο Αχιλλεας Αθανασίου; ”
“Ναι” μου απαντάει.
Απίστευτο. “Είσαι σίγουρος”; του λέω πως είναι δυνατόν; τόσο ξαφνικά; Και άρχισε να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω μου και μέσα μου….κατάρρευση.
Έκλεισα τα μάτια μου και το σκοτάδι αγκάλιασε την καρδιά μου, την ψυχή μου και άρχισε να σφίγγει το στήθος μου. Βούρκωσε η ψυχή μου, δάκρυσε η καρδιά μου.
Τόσο απρόβλεπτες μπορεί να είναι οι εξελίξεις στη ζωή!!!, τόσο απρόβλεπτες!!!. που μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη ο Αχιλλέας μας να φύγει; Στα 55 του!!! Έτσι, μέσα στον ύπνο του, σαν όνειρο; Πάγωσαν όλα μέσα μου, μια παγωμάρα θανάτου. Μια παγωμάρα που ενεργοποιεί τις αναμνήσεις, τις στιγμές που περάσαμε με το “μικρό μας φίλο” έτσι τον λέγαμε. Άρχισε να ξετυλίγεται η μεγάλη ταινία της ζωής μας. Ο Αχιλλέας ήταν ο μικρός φίλος της παρέας μας. 10 χρόνια μικρότερος τον είχαμε σαν το μπιμπελό μας, το παιδί μας.
Μεγάλωσε μέσα στη ζηλευτή αγάπη που του πρόσφερε η οικογένεια του.
Ο Νάσιος, η Ελένη, η Φροσύνη, ο Λόλας και ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Γιώργος άκουγαν Αχιλλέας και γελούσαν και τα αυτιά τους. Θυμάμαι όταν περνούσαμε το στενό του σπιτιού του, της Αλμπάνους, όπως το λέγαμε, την Ελένη τη μητέρα του με εκείνο το μόνιμο χαμόγελο και τα ροδοκόκκινα μάγουλα να τον φώναζε να βγει για να τον πάρω μαζί μου να μου λέει:
“Να το προσέχετε το πιδί μ´ Τάκη είνι μκρό”.
Θυμάμαι την φωνή της Φροσύνης όταν τον φώναζε στην πλατεία
“Χίιιλη έλα σπιτ ρε μπίραβο”.
Παρότι μικρότερος έμπλεκε στα πόδια μας κι εμείς το επιζητούσαμε. Τον αγαπούσαμε πολύ γιατί ήταν ένα παιδί με κέφι, με χαρά, τον χαιρόμασταν και μας χαιρότανε. Σε κέρδιζε αμέσως. Με αυτή την χωριάτικη κοζανίτικη εκφραστικότητα μας θύμιζε λέξεις και φράσεις που πολλές είχαμε ξεχάσει τις οποίες εκείνος χρησιμοποιούσε στην καθημερινότητα του, στην συζήτηση με φίλους.
“Έτσι μου βγαίνουν” μου έλεγε.
Θυμάμαι όταν ήτανε 10 χρονών περίπου όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Καβάλα, φοιτητές εμείς τότε μαζί με τον αδερφό του τον Γιώργο. Σα χαμένο αρνάκι. Του είχε κάνει εντύπωση ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι που είχε κατασκευάσει ο Στέλιος και το έλεγε μέχρι τελευταία. Του έκανε εντύπωση έλεγε που στηρίζαμε τα περιστροφικά κουμπιά για να παίξουμε το παιχνίδι πάνω στον πάτο αναποδογυρισμένων άδειων κουτιών γιαουρτιού. Ήταν μια έξυπνη λύση όπως μας έλεγε.
Αργότερα όταν τα χρόνια περνούσαν και η διαφορά των χρόνων δεν ανταποκρίνονταν στην διαφορά της συμπεριφοράς μας ο Αχιλλέας εντάχθηκε πιο ενεργά στην παρέα μας, πάντα όμως σαν ο μικρός μας φίλος. Του άρεσε πολύ να ακούει μεγάλους, μας άρεσε πολύ να του μιλάμε και να του μεταφέρουμε εμπειρίες ζωής γιατί το χαιρόταν πολύ, αφομοίωνε αυτά που λέγαμε και πάντα έλεγε οτι για εκείνο εγώ και ο Κώστας είμασταν δάσκαλοι του έμαθε όπως έλεγε πολλά από εμάς.
Δεν ήταν μόνο όμως ο άνθρωπος της δίκης μας παρέας, ήταν ο άνθρωπος που έδινε κέφι σε όλο το χωριό. Ηταν ο άνθρωπος που το χαιρόντουσαν όλοι όταν έβγαινα στην πλατεία και στο καφενείο. Ηταν το παιδί που μόνο χαρά και αστεία μοίραζε και ενεργοποιούσε όλο το χωριό στο δικό του κλίμα και ρυθμό. Ήταν από τους χαρισματικούς ανθρώπους του χωριού μας. Μετά το Μάρκο τον Ντάγιο, το Άρη τον Βαϊνά, τον Διαμάντη τον Μουτσούλη ο Αχιλλέας ήταν το σήμα κατατεθέν του χωριού μας. Ανοιχτός σε όλα, στις παρέες, στα αστεία, στις βόλτες, στις νυχτερινές μας εξορμήσεις, πάντα παρών με όλη του την καρδιά. Και τελευταία που η διαφορά της ηλικίας μηδενίστηκε και παραχώρησε την πρωτοβουλία την διαφορά της λογικής, της κρίσης και των απόψεων ο Αχιλλεας είχε γίνει ο δάσκαλος της παρέας. Χαιρόσουν να τον ακούς να σου εξηγεί, έτσι με τον χαρακτηριστικό απλό και λαϊκό του τρόπο, τις διαφορές και τις αδικίες που υπήρχαν στην κοινωνία, την αδικία των μέτρων για τους φτωχούς και την εύνοια προς τους μεγάλους. Σίγουρα τα παιδιά στο σχολείο κέρδισαν πολλά από τον Αχιλλέα και σίγουρα θα τον αναζητούν για πολλά χρόνια.
Και τώρα, όταν ανεβαίναμε στο χωριό δεν πηγαίναμε πουθενά αν δεν ήταν μαζί μας ο Αχιλλέας. Τον ψάχναμε να πιούμε καφέ, να μάθουμε τα νέα του, να μας πει τα νέα του χωριού μας. Μας έπαιρνε τηλέφωνο με τον Κώστα κάθε Κυριακή μια τον έναν μία τον άλλον 10 με 11 και τα λέγαμε για ώρες. Ο πρωινός Κυριακάτικος καφές μας. Σήμερα όμως άλλαξε παρέα. Πόσο θα μας λείψει….
Θυμόταν τις ατέλειωτες ιστορίες και μας τις διηγόταν με το δικό του χειμαρρώδη εκφραστικό Κοζανίτικο τρόπο.
Δεν θα μιλήσω για την εκπαιδευτική του προσφορά στην δημοτική εκπαίδευση που ήταν μεγάλη γιατί υπάρχουν πιο ειδικοί από μένα, εγώ ήθελα την καρδιά μου να ανοίξω και να πω πόσο αγαπητός και πολύτιμος φίλος ήταν Αχιλλέας. Θα πω μόνο ότι έλαμπε από χαρά και ικανοποίηση όταν μιλούσε για την θητεία του στο δημοτικό σχολείο της Θηρασιάς. Ήθελε πολύ να ξαναπάει να το δει. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του. Η ζωή όμως του επιφύλαξε άλλα.
Είχε μείνει μόνος του από την πατρική του οικογένεια. Και τα λέγαμε.
Είχε κάνει όμως μια δική του πολύ όμορφη οικογένεια. Η Βάσω η γυναίκα του και ο Θανάσης ο γιος του, ήταν τα καμάρια του.
Είναι σίγουρο ότι έλειπε πολύ στην γιαγιά του, τον παππού του, τον πατέρα του, στην μητέρα του, στον αδερφό του αλλά και στο φίλο του τον Άρη και βιάστηκαν όλοι μαζί να τον πάρουν μαζί τους.
Αχ ρε Αχιλλέα τα πήρες όλα μαζί σου. Δεν έμεινε τίποτα εκεί πάνω πια. Τίποτα εκτός από την παγωμάρα. Μια θανατική παγωμάρα. Μόνο η ανάμνηση σου θα ζεσταίνει λίγο την ατμόσφαιρα.
Μέσα απ’την καρδιά μου μια ζέστη και τρυφερή αγκαλιά στην Βάσω και στο Θανάση που να αγγίζει την μεγάλη τους λύπη.
Καλό ταξίδι μικρέ μας φίλε.
13 Νοέμβρη 2022
Δημήτρης Γάκης
τέως Βουλευτής Δωδεκανήσου
ΣΥΡΙΖΑ.