Αρχική Ειδήσεις Εν Δωδεκανήσω Ο Ροδίτης που κέρδισε πολλά λεφτά στο ΛΟΤΤΟ, τα έχασε σε τρεις...

Ο Ροδίτης που κέρδισε πολλά λεφτά στο ΛΟΤΤΟ, τα έχασε σε τρεις μήνες και δεν έχει να φάει ένα πιάτο φαΐ!

0
5557

Η απίθανη ιστορία του ανθρώπου που βοήθησε τους πάντες και έμεινε στον άσσο

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

 «Θέλει να σε δει μια δημοσιογράφος, να σου κάνει κάποιες  ερωτήσεις…, μου είπαν.  Πώς έφαγα τα λεφτά μέσα σε τρεις μήνες και πώς βρίσκομαι να ζω με 200 ευρώ που μου δίνει το μήνα το κράτος και να μπαίνω στα συσσίτια.  Για τη ζωή μου όμως δεν μπορώ να πω πάρα πολλά…»…

Κι όμως μου είπε! Εκείνο το απόγευμα που μας πήρε το βράδυ να καθόμαστε έξω από το κατάλυμα που τη βγάζει όταν βρίσκεται σ’ αυτό το χωριουδάκι, πριν  φύγει να πάει με οτοστόπ στο δικό του χωριό, εκεί που έχει ένα όνομα, κι όλοι ξέρουν την ιστορία του, μου είπε την ιστορία από την αρχή! Περίπλοκη ιστορία.

Δεν ξέρεις αν πρέπει να τον κοιτάξεις αυστηρά που σε τρεις μήνες σπατάλησε τα μεγάλα κέρδη του ΛΟΤΤΟ ή να του πεις «καλά έκανες, έχει ο Θεός…»!  Μου είπε πώς και δεν του έλλειψε τίποτα από μικρό, πως ό,τι κέρδισε  το ‘φαγε σε ενισχύσεις συγγενών, φίλων, και  λιγότερο σε διασκεδάσεις και σπατάλες, πως έχει ανάγκη πια τα τελευταία 15 χρόνια, κι από ένα πιάτο φαΐ!

Κάποτε νυχτόβιος, γυναικάς, με καμπαρέ δικά του, χτύπησε τη γροθιά του πολλές φορές στον τοίχο μπροστά μου, εκείνο το απόγευμα να δω ότι παρά τα εξήντα πέντε του  χρόνια, η ορμή υπάρχει. Και πράγματι, παρά τη σημερινή του κατάσταση, το αντιλαμβάνεσαι ότι έχει δει πολλά, έχει κάνει πολλά, κι έχει καρδιά στα στήθια μέσα. Έτσι λένε άλλωστε όσοι τον ξέρουν. Κι η Ρόδος είναι μικρή!

«Ροδίτης, μου λέει. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος, κέρδιζε πολλά λεφτά, δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και ζούσαμε μία πολύ καλή ζωή. Ήμασταν δύο αγόρια και δύο κορίτσια στην οικογένεια, έχουν πεθάνει όλοι, κι έχω μείνει μόνο εγώ. Πήγα Καζούλειο, Βενετόκλειο, και μετά Οικονομικό.

Παράτησα το σχολείο για ένα στοίχημα με τον καθηγητή. Στο σχολείο πανέξυπνος, αλλά όχι μελετηρός. Δεν άνοιξα ποτέ μου βιβλίο, δεν έγραψα ποτέ μου σε τετράδιο. Όλα με την παράδοση. Μου λέει ο Αντώνης Παυλίδης ο καθηγητής που ήμουν ο αγαπημένος του, «θα σε αφήσω μετεξεταστέο και θα ξανακάνεις την τάξη…». Του λέω «αν μ’ αφήσεις δεν θα ξανάρθω…»!

Μου λέει «θα ξανάρθεις, βάζω και στοίχημα…». Και για ένα στοίχημα που έβαλα, δεν ξαναπήγα σχολείο. Ξεκίνησα να δουλεύω σε μια οικογενειακή επιχείρηση, ας μην πούμε τώρα ποια, δεν είχε και πολλές τέτοιες, όλα καλά, έπαιρνα πολλά λεφτά αλλά μου λέρωνε τα χέρια, μου έβαφε τα νύχια.

Πήγαινα να πιω έναν καφέ, ένα ποτό, κι ήμουνα  με τα χέρια σε γροθιές, ή τα είχα στις τσέπες για να μη φαίνεται η μαυρίλα. Είπα στον πατέρα μου «φεύγω…». Δεν έφερε αντίρρηση, ήθελε να πάθω για να μάθω. Ενώ έπαιρνα 30.000 δρχ το μήνα αφού ο πατέρας μου, μου έδινε 1.000 δρχ την ημέρα για να βγω και να πιω ποτό, και πληρωμένα όλα τα υπόλοιπα της ημέρας μου, καφέδες, φαγητό, «μπαμπά θέλω ρούχα…», αυτά ήταν όλα πληρωμένα από τον μπαμπά, ήμουνα αφεντικό, δεν είχα ωράριο, αλλά λόγω του ότι τα δάχτυλα ήταν συνεχώς μαυρισμένα, πήγα και δούλεψα βοηθός σερβιτόρου  στο «Εσπερίδες». Και δούλευα από τις 5:30 το πρωί μέχρι τις 12 τη νύχτα για να πάρω 6.700  δραχμές το μήνα όταν ο πατέρας μου, μου έδινε 1.000 δραχμές την ημέρα.

Και κόπηκε το χαρτζιλίκι από τον μπαμπά!
Ο μπαμπάς δεν το έκοβε ποτέ το χαρτζιλίκι. Ο μπαμπάς είναι πάντα μπαμπάς. Αλλά με άφησε να πάθω για να μάθω. Στα 19 μου,  δούλεψα για λίγο μπράβος στον Άγιο Φανούρη και ύστερα έκανα πάλι δική μου επιχείρηση, στο ίδιο επάγγελμα του πατέρα μου. Αλλά είχαμε διαφωνία με τον πατέρα μου γιατί είχα βάλει ένα ταμπελάκι που έγραφε «ουδεμία παραγγελία άνευ προκαταβολής, κι ουδεμία παραλαβή άνευ εξοφλήσεως». Ανένδοτος ο πατέρας μου, κι εγώ τότε κατεβάζω το μοχλό και «γεια σας».

Τόσο γρήγορα φεύγατε! Είχατε πλάτες, από πίσω τον μπαμπά!
Ό,τι ήθελα μου έκανε τη χάρη ο πατέρας μου. Έτρωγα ξύλο από τη μάνα μου για να φάω το φαΐ, κι από πίσω ο πατέρας μου, μου έδινε κατοστάρικο να πάω να πάρω κοτόπουλο. Κακομαθημένος, ναι. Αλλά με το μυαλό μου, με τη δύναμή μου, με τα μπράτσα μου ξεκίνησα κι έφτιαχνα από τότε επιχειρήσεις, στα χωριά, στην πόλη… δεν μου χαρίστηκε κανείς. Πάντα πηγαίναν  όλα καλά, μετά ήρθε η κατάρα να κερδίσω από ένα τυχερό παιχνίδι πολλά λεφτά, τα οποία χαθήκανε μέσα σε τρεις μήνες για να βοηθάω άλλους.

Γιατί το λέτε κατάρα; Δεν είναι μεγάλη τύχη;
Όταν έχεις πολλά λεφτά ξαφνικά είναι κατάρα γιατί δεν ξέρεις ποιος είναι ο φίλος σου, ποιος είναι ο γνωστός σου, γιατί έρχεται να σου μιλήσει…

Είδατε αλλαγή στη συμπεριφορά των ανθρώπων;
Μεγάλη.

Το έμαθε δηλαδή η Ρόδος. Γιατί άλλοι το κρατούν κρυφό.
Όσο κρυφό και να το κρατήσεις, θα μαθευτεί. Η συγχωρεμένη η μάνα μου έλεγε: «ο βήχας και το χρήμα δεν κρύβονται». Κι εγώ χωρίς να κάνω τίποτα, όλα για τους άλλους. Με πήρε η κατηφόρα. Δούλεψα σαν χορευτής, σαν μπάρμαν δεν είχα πρόβλημα να κάνω κι άλλες δουλειές, και μέχρι σήμερα δεν έχω. Δεν με φοβίζει η δουλειά. Απλά κάποιες συγκυρίες…

Δηλαδή, πώς χάθηκαν τόσα πολλά χρήματα σε τόσο μικρό διάστημα;
Χάθηκαν από την καλή μου την καρδιά. Έδωσα σε συγγενείς σε φίλους…  Έδωσα εκατομμύρια για κατασχέσεις που θα τους κάνανε, άλλα για να ανοίξουν μαγαζιά… και στο τέλος άκουσα τα ευχαριστώ! Τα τελευταία 15 χρόνια δεν μπορώ να ορθοποδήσω. Όλοι ζητάνε υπαλλήλους μέχρι 29 χρονών, κι εμείς που μεγαλώνουμε… μέχρι το Δήμο έφτασα τρία δίμηνα, κι ένα τετράμηνο  να σκουπίζω δρόμους. Δεν είχα πρόβλημα. Για τόσο μικρό   διάστημα δούλεψα τα τελευταία 15 χρόνια.

Κι έφτασα στο σημείο να ζω με 200 ευρώ που δίνει το κράτος στους άνεργους και άστεγους. Χθες πήρα τηλέφωνο για συσσίτιο και μου είπαν ότι δεν φτάνουν οι μερίδες και θα με βάλουν στην αναμονή για μετά από δύο-τρεις μήνες.  Και μετά πήρα  στο Κοινωνικό Παντοπωλείο που έπαιρνα παλιά, και θα ξανακάνω τα χαρτιά μου για να πάρω τρόφιμα από το Κοινωνικό Παντοπωλείο.

Εδώ είναι η μόνιμη κατοικία σας;
Μόνιμη δεν έχω πουθενά. Γι αυτό είμαι λίγο εδώ, λίγο σε άλλο χωριό, όπου μπορώ να πάω για να βολευτώ. Όπου βρίσκω φαγητό εκεί πάω, μέχρι να δω τι θα κάνω στο τέλος.

Θα έχει πέσει κι η ψυχολογία σας, θα είστε πολύ στενοχωρημένος!
Όχι, η ψυχολογία μου δεν πέφτει ποτέ. Μπορεί αυτή τη στιγμή να  μην έχω να σας κεράσω έναν καφέ, αλλά η ψυχολογία μου δεν πέφτει ποτέ. Νιώθω σαν να είμαι εκατομμυριούχος. Φιλοσόφησα τη ζωή όταν ήμουν 17 χρονών, κι από τότε ζω ευτυχισμένος.

Όταν  ήμουν 17 χρονών είχε σκοτωθεί του Ωνάση ο γιος. Και είπα μέσα μου «κοίτα το παιδάκι τώρα, αν δεν είχε ο πατέρας του λεφτά δεν θα έπαιζε με αεροπλανάκια, να πέσει να σκοτωθεί». Ένα-δύο χρονιά μετά, πεθαίνει ο Έλβις Πρίσλεϊ. Από ναρκωτικά, απ’ ό,τι λένε. Και λέω: Τον δις, τετράκις εκατομμυριούχο δεν τον έσωσαν τα λεφτά, τον πολυεκατομμυριούχο  τον Έλβις Πρίσλεϊ δεν τον έσωσαν τα λεφτά, και καπάκι στα 19 μου, ενώ ήμουν φαντάρος, σκοτώνεται ο αδελφός μου. Που κι εμείς ήμασταν μία οικογένεια που οι πολυτέλειες δεν μας έλειπαν.

Και λέω «και οι τρεις, δυο μέτρα λάκκο πήρανε». Άρα γιατί ζούμε; Και είπα στον εαυτό μου: από αυτή τη στιγμή θα ζω το κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου. Όχι το κάθε λεπτό ή την επόμενη μέρα, Όνειρα κάνω μέχρι και σήμερα που είμαι 65, αλλά ζω το κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου.

Αυτή τη στιγμή δηλαδή που ήρθατε επισκέπτης εδώ που μένω  προσωρινά και συζητάμε, είμαι πανευτυχής. Κάποιοι  άλλοι είναι ευτυχισμένοι από τα λεφτά. Επειδή πέρασα από τα λεφτά, τα πολλά λεφτά, είδα ότι ούτε φιλία μου έχουν αγοράσει, ούτε αγάπη μου έχουν αγοράσει εκτός από άψυχα υλικά. Να μου πεις « τι σου λείπει τώρα ρε φιλαράκο; Αυτά τα άψυχα…»!

Δηλαδή, να πάω σ’ ένα μπαρ, να πάω στα μπουζούκια, τα οποία είναι άψυχα  όμως. Δεν έχω μεταφορικό μέσο. Δεν δουλεύει τίποτα. Με το ποδήλατο και με ωτοστόπ και με τα πόδια και με το λεωφορείο, αν έχω λεφτά να βγάλω εισιτήριο αν θέλω να πάω Ρόδο. Κι όμως είμαι ευτυχισμένος.

Παιδιά έχετε;
Έχω μία κόρη, δεν έχουμε και τις καλύτερες σχέσεις, κι η Παναγιά μαζί μας, που λέει κι ο Χούλης.

Όταν ήσασταν μέσα στα πολλά λεφτά που κερδίσατε δεν μπορούσατε να κάνετε μια επένδυση, μια καλή δουλειά;
Δεν μπορούσα, γιατί έπρεπε να βοηθήσω άλλους.

Δηλαδή τόσο καλός άνθρωπος είστε πια εσείς;
Είμαι. Αυτό μπορώ να το παινευτώ. Ενώ είμαι ο φόβος και ο τρόμος της νύχτας, δεν έχω ακουμπήσει ποτέ μου άνθρωπο. Δεν έχω βλαστημήσει, δεν έχω πει ψέμα, καθαρή καρδιά, καθαρό κούτελο, ποτέ μου δεν έχω γυρίσω πίσω μου  να δω αν με ακολουθεί κάποιος, δεν έχω τσακωθεί στη ζωή μου.

Τότε ο φόβος της νύχτας πώς ήσασταν;
Λειτουργώ με το «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει». Εκεί τους αποστομώνω  και δεν παίρνει τον άλλο να  τα βάλει μαζί μου, κι εκεί τελειώνουν όλα.

Διασκεδάσεις, μπουζούκια;
Κάθε βράδυ. Ποτέ μεθυσμένος. Η νύχτα είναι ένα πάρα πολύ καλό, δύσκολο σχολείο, φτάνει να ξέρεις να τη ζήσεις. Να βγεις με κάποιον που ξέρει, για να σου πει «πρόσεχε». Μακριά από ναρκωτικά, μακριά από κακές παρέες. Στη ζωή μου όλη έκανα μόνο δύο καλούς φίλους. Κι εδώ τελευταία που έχω βρει έναν καλό φίλο με τον οποίο δεν τα βρίσκουμε μόνο σε ένα πράγμα. Εκείνος πίνει, κι εγώ δεν πίνω. Και μου λέει: «αφού δεν πίνεις, δεν θα ‘ρχεσαι να με βλέπεις».

Αν την ξαναζούσατε τη ζωή σας από την αρχή;
Τα ίδια θα έκανα πάλι.

Ακριβώς;
Ακριβώς, γιατί  δεν έχω αγαπήσει το χρήμα ποτέ μου. Το μόνο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να επιλέξω καλά ποιον θα βοηθήσω. Που ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις από πριν. Δεν έδινα ποτέ λεφτά για να τα πάρω πίσω. Εκτός από κάποιους που δάνεισα και έπρεπε να τα πάρω πίσω, δυό- τρία  άτομα.  Σε κάποιον έδωσα 15 εκατομμύρια δραχμές, σε άλλον έδωσα 11 εκατομμύρια. Σε άλλους έδωσα 500 χιλιάδες, ή ένα εκατομμύριο τα οποία ήτανε βοήθημα, δεν τα περίμενα πίσω. Αλλά από αυτούς μέχρι κι εκείνους που έδωσα μεγάλα ποσά, η ανταπόκριση μηδέν.

Δηλαδή, τι είναι ο άνθρωπος τελικά, τι συμπέρασμα βγάλατε, μετά από όλη αυτή τη διαδρομή;
Είναι ένα ζώο δίποδο. Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε και περιμένουμε να πεθάνουμε. Εάν σ’ αυτή τη διαδρομή δεν βρεις το μυστικό να είσαι ευτυχισμένος, έχεις χάσει όλο το παιχνίδι.  Η δουλειά τρώει τον αφέντη, λέει η παροιμία και άνθρωπο που τον λυπάσαι έρχεται η στιγμή που τον φοβάσαι, το δεύτερο.

Και κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό.  Εγώ 14 με 15 χρόνια τώρα, πώς ζω και βρίσκω κάποια λεφτά και, και, και, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Το τελευταίο δευτερόλεπτο, τα τελευταία  λεπτά, μια μέρα πριν  κάτι γίνεται και η μεγάλη μου ανάγκη που πρέπει να πληρωθεί, έρχονται λεφτά και  πάω και την πληρώνω. Από πού έρχονται; Δεν ξέρω.

Θεωρείτε ότι πιαστήκατε κορόιδο;
Από την καλή μου την καρδιά βρίσκομαι στο χάλι που είμαι αυτή τη στιγμή. Για άλλους είναι χάλι, για εμένα είναι ένα μάθημα που ίσως έπρεπε να το πάθω, μήπως βάλω λίγο μυαλό. Αλλά στην ερώτηση  που μου κάνατε για το τι θα έκανα  αν θα ξαναγεννιόμουνα, σας είπα ότι θα έκανα πάλι τα ίδια. Αλλά με μία μικρή διαφορά: θα φαινόμουνα κακός.

Θέλεις 15 εκατομμύρια  να σου σώσω το σπίτι; Πήγαινε να στα δώσει ο δικηγόρος μου. Και ο δικηγόρος μου θα κανόνιζε με ποιο τρόπο θα τα παίρναμε πίσω, αυτά δεν τα ξέρω εγώ, αυτά είναι νομικά. Δεν αισθάνομαι κορόιδο  γιατί κανείς δεν πήγε να μου τη φέρει. Εγώ πήγαινα σ’ αυτούς. Συγκεκριμένα είπα σε κάποιον «αφού αύριο χάνεις τα υπάρχοντά σου, γιατί δεν ήρθες;» Λέει «για να μη λέει ο κόσμος ότι ήρθα…». Και του λέω «πόσα είναι;» «Δεκαπέντε εκατομμύρια». «Πάρ’ τα»!

Αυτός ο άνθρωπος τώρα…
Δεν μου λέει καλημέρα.

Του ζητήσατε χρήματα;
Προσπάθησε να δώσει χρήματα, αλλά πολύ αργά, πολύ λίγα και μου κοψε και την καλημέρα.

Στο Καζίνο παίζατε;
Έπαιζα, εκεί δεν έχασα ποτέ, αλλά έχω να πάω 25 χρόνια. Έπαιξα για 15 μέρες στο πόκερ πηγαίνοντας τρεις φορές την ημέρα. Κάθε βράδυ έπαιρνα μίνιμουμ 150 χιλιάδες δραχμές.

Και αυτά τα λεφτά τι τα κάνατε;
Τα έδινα αλλού. Οικογένεια, φίλους… Ερχόταν και μου έλεγαν «εκείνο το παλληκάρι χρειάζεται λεφτά να κάνει μια εγχείριση…». Τα έδινα. Τώρα, το έσωσα το παλληκάρι, πήγαιναν στράφι τα λεφτά, δεν μάθαινα ποτέ.

Ήσασταν τόσο large δηλαδή!
Και είμαι. Αν μου πεις ότι δεν έχεις θα πάω να δανειστώ να στα δώσω εσένα. Είμαι σ’ αυτό το στιλ. Για εμένα όλα είναι γραμμένα σ’ ένα αόρατο βιβλίο. Και το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.  Δεν φταίει αυτός που ζητάει, φταίει αυτός που δίνει.

Αν αγαπούσα το χρήμα υπολογίζω να είχα τώρα 15-20 εκατομμύρια ευρώ. Μα, και τόσα να κερδίσω, πάλι θα τα χάσω σ’ ένα χρόνο. Μετά από αυτά τα λεφτά που ξέρετε ότι κέρδισα και τα έχασα, ξαναβρέθηκαν στα χέρια μου, 800 χιλιάδες. Και πάλι τα έχασα.

Τώρα αν σας έρθουν λεφτά;
Πάλι θα τα μοιράσω από εδώ κι από εκεί. Αφού δεν θα τα πάρω μαζί μου.

Το να διασφαλίζατε κάποιες συνθήκες διαβίωσης…
Αυτή τη στιγμή δεν έχω να φάω. Μένω όπου βρεθώ. Τώρα αυτή τη στιγμή είμαι σ’ αυτό το χωριουδάκι που ήρθατε. Μετά από δύο μήνες, τρεις, πέντε, θα πάω κάπου αλλού. Έχω ζήσει  τη χλιδή, τη φτώχεια, την πάρα πολλή φτώχεια. Πάντα ίδιος ήμουνα.  Απλά τότε είχα άψυχα, είχα ένα καλό αμάξι, είχα μηχανή, έπαιρνα τους φίλους μου κάθε βράδυ να τους ταΐσω, να τους ποτίσω, για να περνά καλά η παρέα. Τώρα, σας φώναξε κάποιος απ’ αυτούς;  Αυτοί που με βοηθάνε σήμερα δεν ήπιαν έναν καφέ από τα χέρια μου.

Το ΛΟΤΤΟ πώς έγινε και το κερδίσατε εκείνη την ημέρα;
Συμβαίνει κάτι και κερδίζεις. Εγώ πήγα να πω ένα ανέκδοτο σε μία κυρία, την ώρα που ξεκίνησα να λέω το ανέκδοτο μπήκε μία άλλη  κυρία να ψωνίσει, κι εμένα έπεσε το μάτι μου πάνω σε μία ρουλέτα, παιδική. Έπιασα τη ρουλέτα κι έπαιζα, κι έρχονταν κάποια νούμερα τα οποία έγραψα. Μ’ αυτά τα νούμερα κέρδισα το ΛΟΤΟ.

Αμέσως, αμέσως έδωσα στην κυρία που στο μαγαζί της βρήκα τη ρουλέτα, ένα εκατομμύριο. Να μου πεις, γιατί; Έτσι, το ένιωσα. Πήγα στο δικηγόρο μου και του έδωσα ένα εκατομμύριο. Μου λέει τι έγινε; Του λέω κράτα τα γιατί εγώ θα τα φάω γρήγορα, δεν θα έχω να πληρώσω παράβολα. Αυτός είναι μέχρι σήμερα αδελφός. Κάποιος άλλος ήταν να πάει φυλακή για 17,5 εκατομμύρια από το ΤΕΒΕ. Πήγα και τα πλήρωσα, κι αυτός είχε φτιάξει βαλιτσάκι να πάει φυλακή.

Και για μια γυναίκα μου είπατε πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας! Άλλωστε «αναζητήστε τη γυναίκα»!…
Ναι, αλλά εγώ φταίω. Νόμιζα ότι είναι ο άνθρωπός μου. Κι ο σύντροφος έχει μάθει να παίρνει. Όταν στερέψει η βρύση…

 

Περίπλοκη περίπτωση! Κοιτώ τον τοίχο του στο Facebook… Καζαντζίδης: «Νόμιζα πως ήταν φίλοι», Καζαντζίδης: «Ξεφτίσανε οι άνθρωποι»… και ευφυολογήματα του τύπου «Ποιος είναι ο καλύτερός σου φίλος;», «Τα τσιγάρα…!»., «Μα, τα τσιγάρα γίνονται καπνός…»!, «Οι φίλοι να δεις…»!

Πηγή: https://www.rodiaki.gr/

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ