Γράφει ο
Κώστας Ε. Σκανδαλίδης
Από τον δήμο της Νισύρου κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες το νέο μου βιβλίο «Γιάννης Ν. Κατσιματίδης Ένας ξεχωριστός ποιητής και λαογράφος», το οποίο αποτελείται από 280 σελίδες και τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Κωνσταντίνου Νικήτα Καράλη στην Αθήνα, σε μια όντως καλαίσθητη έκδοση.
Πρόκειται για μια προσέγγιση στην ποίηση ενός Νισύριου ασυρματιστή (μαρκόνη) σε ποντοπόρα πλοία, ο οποίος ανάλωσε την εφηβική του ηλικία, τη νεανική ως ναυτικός, καθώς και τα χρόνια της συνταξιοδότησής του στην ευγενή ποιητική τέχνη.
Ο Γιάννης Ν. Κατσιματίδης υπήρξε ένας άνθρωπος ταπεινός που δεν έτυχε να τον γνωρίσω, όμως κατάφερε να μου μιλήσει με απλό, αλλά και με δυσνόητο, πλην εναργή και λαμπερό λόγο και να με κάνει να νοιώσω περήφανος ως συμπατριώτης του αφού κι εγώ έλκω την καταγωγή μου από την πατρίδα της μητέρας μου, τη Νίσυρο.
Ειλικρινά, ο Γιάννης Ν. Κατσιματίδης είναι για μένα ένας φάρος που φωτίζει ακόμα περισσότερο το νησί του Πολυβώτη και τα Δωδεκάνησα. Ένα παιδί γεννημένο μέσα στη φτώχεια μιας πολύτεκνης οικογένειας, αλλά και σκλάβος στην ιταλική κατοχή, που πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια εν μέσω Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και μιας μεταπολεμικής περιόδου πέτρινης, μίζερης και προπαντός με παιδιά δίχως παιχνίδια και ξεφωνητά, χωρίς την παιδική τους ηλικία.
Μέσα σε όλον αυτό τον αγώνα της βιοπάλης, όχι μόνο τίποτα δεν τον σκιάζει, αλλά βάζει κι άλλους δυο στόχους, πέραν εκείνων της βιοπάλης, αφού είναι εκείνος ο οποίος νοιώθει την υποχρέωση να στηρίξει οικονομικά τους γονείς και τ’ αδέλφια του:
-Ο ένας ήταν, από τα δεκαέξι του μόλις χρόνια, με ποιητικό οίστρο, να υμνολογεί τους ήρωες των απελευθερωτικών αγώνων της πατρίδας, να επαίρεται για την Ελληνική Μυθολογία και τα διδάγματά της, να πλέκει εγκώμια στο αρχαιοελληνικό κλέος, να κατατρίβεται με την καθημερινότητα των ανθρώπων, με τη χαρά και τη λύπη, να δοξάζει τον γενέθλιο τόπο, αλλά και να ψέγει τα κακά και τους κακούς, κι όλα τούτα με πένα γλαφυρή, με δεκαπεντασύλλαβους, με μονοτονικό και πολυτονικό σύστημα, με παραδοσιακούς και νεωτεριστικούς τρόπους, με καθαρότητα σκέψης, υπηρετώντας αξίες που σήμερα είναι ζητούμενες και αναγκαίες. Ο άλλος στόχος, που τον έκανε πράξη ως τον θάνατό του, ήταν ο θαυμασμός της ίδιας της ζωής, του όποιου ωραίου και αληθινού χωρεί στη ζωή των ανθρώπων. Υπήρξε θαυμαστής της ομορφιάς, όπου κι αν τη συναντούσε.
Ήταν ένας μποέμ, όπως μου τον κατονόμασε ένας αφηγητής. Ή, αν θέλετε αλλιώς, ένας εστέτ, ένας αισθητής, ένας κοινός θνητός που καταλαβαίνει και απολαμβάνει την ομορφιά της τέχνης και του πολιτισμού (λέγε με ποίηση, λέγε με λαογραφία, λέγε με λογιοσύνη), αλλά και της φύσης (λέγε με περιβάλλον φυσικό, κοινωνικό, οικολογικό). Αξίζει να δούμε, επομένως, τα πρώτα του ποιητικά σκιρτήματα, με θαυμασμό. Ένα παιδί της εφηβείας που βάζει για πρότυπα στη ζωή του τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Παπαφλέσσα, τον Τζαβέλα, τον Κατσαντώνη, τις Σουλιώτισσες, το Χάνι της Γραβιάς, κι ακόμα ένα παιδί που τραγουδά τον μύθο της πατρίδας του που τη θέλει να είναι γέννημα μιας γιγαντομαχίας ανάμεσα στον Ολύμπιο Ποσειδώνα και τον Πολυβώτη. Ε, δεν είναι ούτε λίγο ούτε συνηθισμένο.
Από μικρός ξεχώριζε ο Γ. Κατσιματίδης και σημάδευε ανεξίτηλα τον δρόμο που θα πορευόταν. Ένα δρόμο δύσκολο, ανηφορικό, μα φιλοσοφημένο και γεμάτο ιδανικά και αξίες. Αλλά και η περίοδος της ωριμότητας του ποιητή, όπου εγκαταλείπει την παράδοση, τις ομοιοκαταληξίες και το πολυτονικό σύστημα για να περάσει στη μοντέρνα ποίηση, είναι άξια μελέτης και θαυμασμού.
Η περίοδος που προηγήθηκε στους ωκεανούς του κόσμου από τη θέση του μαρκόνη, τότε που ήταν το αφτί και το στόμα των ταξιδιών και των μακρινών οριζόντων, μπορεί να τον ταλαιπώρησε, μπορεί να τον γλέντησε με Γιαπωνέζες και κορίτσια της Χιλής και με αραπίνες του Μαρόκου -όπως τραγουδά ο Καββαδίας- τον προετοίμασε όμως, με την αδιάκοπη μελέτη της ποίησης, της φιλοσοφίας και της ιστορίας για να μπει στην περίοδο της ωριμότητας ως ποιητής.
Κι έτσι, νεωτεριστής πλέον και κατασταλαγμένος, πήρε την Ελληνική Μυθολογία, τον Τρωικό Πόλεμο και τους ήρωές του, τον Όμηρο με τα έπη του και μπήκε στα βαθιά της ποίησης. Παρατηρεί και μεγεθύνει με τον φακό του, ως θιασώτης του Κωνσταντίνου Καβάφη, πρόσωπα μυθολογικά και ιστορικά, όσα εκείνος πιστεύει πως πρέπει να αναδείξει στις σωστές τους διαστάσεις. Ηριγόνη, Πανδώρα, Τελαμών, Ιακώβ και Ρεββέκα, Αχιλλέας, Πενθεσίλεια, Λεωνίδας, Θαΐς Πτολεμαίου, Υπατία, Φωκίων, Ιουστινιανός κι άλλοι πολλοί.
Στην προσπάθεια αυτή δεν στέκει μόνος του. Έχει καθοδηγητές, όπως και στην εφηβεία του, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κωστή Παλαμά, τον Κώστα Κρυστάλλη, τον Γιάννη Ρίτσο, αλλά και τον Μακρυγιάννη και μέχρι τον Επίκουρο με τη φιλοσοφία του. Είναι ένθερμος υποστηρικτής του Βακχυλίδη με τη ρήση του «ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν», γιατί πιστεύει πως κανένας δεν είναι σοφός από μόνος του. Προηγήθηκαν πολλοί. Κι ο Γ. Κατσιματίδης αυτό κάνει στα κείμενά του. Είναι ένας τρυγητής. Μαζεύει καρπούς που δεν τους ξοδεύει άσκοπα. Τους προσφέρει για να τους γευτούμε εμείς.
Κλείνοντας, θα έλεγα, ότι ο Γιάννης Κατσιματίδης υπήρξε ένας ταξιδευτής, λόγοις και πράξεσι, ποιητής και λαογράφος που υπηρέτησε με αξιοσύνη την ελληνική λογοτεχνία και που όσα κατάφερε στη σκληρή του ζωή και στον χώρο των γραμμάτων, τα κατάφερε περνώντας τα μέσα από τη δική του δυνατή και πολυσήμαντη προσωπικότητα.
Υπήρξε ένας άνθρωπος φωτεινός, διεισδυτικός και πνεύμα ανήσυχο, μελετημένος και φιλοσοφημένος, ηθικός, καλοσυνάτος και αθόρυβος, μεγαλόψυχος κι ευρυμαθής, που είχε στις φροντίδες του τον άνθρωπο, τη φύση, την παράδοση, την ιστορία, τη μυθολογία, τη λαογραφία, τα ήθη και τα έθιμα, την καθημερινότητα των ανθρώπων με τις χαρές και τις λύπες, τον ελληνικό πολιτισμό και τη Νίσυρο.
Ήταν ένα γνήσιο τέκνο της Νισύρου.