Η ιστορία του Ματβέι, της μαμάς και της γιαγιάς του που φιλοξενούνται από τον ταχυδρόμο των Καλυθιών, Νεκτάριο Καπνουλά
Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη
«Μη γράψεις τ’ όνομά μου, το κάνω με την καρδιά μου…», μου είπε ο Νεκτάριος, ο ταχυδρόμος των Καλυθιών όταν τον ρώτησα για την απόφασή του να καλέσει από την ισοπεδωμένη πόλη τους την οικογένεια από την Ουκρανία που ήρθε χωρίς τον μπαμπά, γιατί οι άντρες μένουν πίσω, να πολεμήσουν και να βοηθήσουν με όποιον τρόπο.
Πριν μιλήσω μαζί του ήταν η διευθύντρια του 2ου Δημοτικού Σχολείου Καλυθιών που μου είπε αυτό που με τάραξε και μ’ έκανε ν’ αναζητήσω τον μικρούλη. Μια μέρα μόλις έκατσε στο θρανίο ο Ματβέι και άκουσε μια ανακοίνωση από τα μεγάφωνα της Κοινότητας. Χωρίς να καταλαβαίνει τη γλώσσα, το παιδί θυμήθηκε ότι μόλις λίγες μέρες πριν όταν άκουγε κάτι ανάλογο, έτρεχε στο καταφύγιο γιατί ισοπέδωναν την πόλη του!
«Από μια ισοπεδωμένη πόλη ήρθαν στη Ρόδο, μου λέει ο κ. Καπνουλάς. Ήρθαν η γιαγιά, η μαμά και το εξάχρονο παιδί. Ο μπαμπάς έμεινε πίσω στην Ουκρανία, περίπου 300 χλμ. από την Οδησσό. Ήρθαν με αυτοκίνητο, μέσω Βουλγαρίας, με τα χίλια ζόρια, διατρέχοντας μεγάλους κινδύνους. Οδηγούσε η γιαγιά. Στη Θεσσαλονίκη τους περίμενε φίλος μας, τους φιλοξένησε, τους έβγαλε εισιτήρια, τους έβαλε στο καράβι. Ήταν πολλά τα πρακτικά θέματα που συναντήσαμε μέχρι να φτάσουν στη Ρόδο και να είναι ασφαλείς».
Δύο γυναίκες μόνες τους εν μέσω πολέμου, κι ένα παιδί, τι κινδύνους διέτρεξαν;
Να σας πω την αλήθεια; Δεν τις ρώτησα, τουλάχιστον εγώ. Ίσως με τη γυναίκα μου τα είπανε. Εγώ ήθελα να τους κάνω να ξεχάσουν, να νιώσουν διαφορετικά. Να πάμε μία βολτίτσα έξω, να αλλάξουν παραστάσεις.
Ποια σχέση έχετε μαζί τους, γιατί ήρθαν σ’ εσάς;
Τους καλέσαμε βλέποντας ότι ο πόλεμος δεν τελειώνει. Νωρίτερα, μέσα από την ελάχιστη επικοινωνία που μπορούσαμε να έχουμε, αφού αυτό δεν είναι πια κατορθωτό, η γιαγιά μάς είχε πει: «αν τύχει και πάθουμε κάτι, θέλουμε να ‘ρθείτε, να βρείτε το παιδί να το μεγαλώσετε». Το λέω και με πιάνουν τα κλάματα. Η σύζυγός μου είναι ρωσόφωνη, είναι Γεωργιανή. Ο άντρας που έμεινε πίσω στην Ουκρανία, είναι βαπτιστικός της. Δεν ήθελαν να ‘ρθουν, ήθελαν να μείνουν πίσω μαζί του. Τους είπαμε ότι πρέπει να σταματήσει να κινδυνεύει ολόκληρη η οικογένεια. Ούτως ή άλλως είχαν φύγει από το σπίτι τους και ζούσαν μαζί με άλλους δεκαπέντε ανθρώπους σ’ έναν χώρο όπου από κάτω υπήρχε καταφύγιο. Σ’ αυτό περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους, προσπαθώντας να ενημερωθούν για την κατάσταση, από το internet. Τους είπαμε ότι μπορούμε να τους φιλοξενήσουμε. Γιατί να κινδυνεύει κάθε μέρα και κάθε νύχτα ολόκληρη η οικογένεια; Η γυναίκα μου έχει μεγαλώσει μαζί με τη γιαγιά του παιδιού, η οποία είχε έρθει ως τουρίστρια στη Ρόδο, τρεις φορές.
Και την τέταρτη ήρθε ως πρόσφυγας! Πόσες μέρες βρίσκονται κοντά σας;
Δεκαπέντε μέρες.
Και το παιδί πήγε σχολείο! Στο 2ο Δημοτικό Καλυθιών, με διευθύντρια την Ελένη Δαμιανού, το οποίο σχολείο το δέχτηκε και το αγκάλιασε! Αλλά έτυχε ένα απρόοπτο που το έκανε να μην θέλει να ξαναπάει!
Δύο πράγματα έτυχαν που το έκαναν να φοβηθεί. Το πρώτο ήταν όταν ενώ το κρατούσα από το χέρι κι από την άλλη ήταν ο γιος μου ο Άγγελος, ένα χρόνο μεγαλύτερος, το πήγα για μια βόλτα στις Καλυθιές και εντελώς συμπτωματικά πέρασε από πάνω ελικόπτερο! Το παιδί πάγωσε αμέσως. Κατάλαβα την αλλαγή στη συμπεριφορά του και τον φόβο του. Αυτό όμως που το επηρέασε και σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο ήταν ότι ενώ καθόταν στο ίδιο θρανίο της Β’ Δημοτικού με τον γιο μου, άκουσε μία ανακοίνωση από τα μεγάφωνα της Κοινότητας. Το παιδί φυσικά γνωρίζει μόνο τη γλώσσα του κι έτσι ενώ η ανακοίνωση ήταν για τη διεξαγωγή rapid test για τον κορωνοϊό, εκείνο νόμισε ότι η ανακοίνωση ήταν για βομβαρδισμό και ζήτησε έντρομο από τον γιο μου να πάνε σε καταφύγιο. Ήτανε τέτοιος ο φόβος του που άρχισε να πονάει την κοιλίτσα του και ήθελε να πάει στη μαμά του. Με φώναξαν και το πήρα από το σχολείο όπου δεν είναι έτοιμο να ξαναπάει, αν και εκείνη τη μία μέρα που πήγε, πέρασε πολύ ωραία. Είναι νωπές οι μνήμες, ήταν μεγάλη η αλλαγή που έγινε για εκείνο και δεν την έχει συνειδητοποιήσει ακόμα. Όταν τους πήγα βόλτα στην παναγιά Τσαμπίκα την Ψηλή, το παιδί ρώτησε τη μαμά του αν υπάρχει καταφύγιο.
Τρώνε όλοι μαζί σαν οικογένεια τα μεσημέρια. Ο Ματβέι, πήγε και είδε μπάσκετ, προχθές, τον αγώνα με τον Κολοσσό. Όλη μέρα είναι με τον μικρό Άγγελο που λόγω της μαμάς του είναι και ρωσόφωνος κι έτσι συνομιλούν… Βρήκαν καλούς ανθρώπους κι ευτυχώς εκεί έξω είναι πολλοί!
Πηγή: https://www.rodiaki.gr