Βαρύς έπεσε ο πέλεκυς του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δωδεκανήσου στους κατηγορούμενους για εξακολουθητική σεξουαλική κακοποίηση, μιας μαθήτριας από ηλικία 14 ετών.
Το δικαστήριο με ομόφωνη απόφασή του, διατήρησε τις πρωτόδικες ποινές στους κατηγορούμενους και επέβαλε συγκεκριμένα ποινή κάθειρξης 20 ετών και 6 μηνών σε έναν 51χρονο Ροδίτη, φορτηγατζή και ποινή κάθειρξης 20 ετών και 4 μηνών στην 40χρονη διαζευγμένη σύντροφό του, μητέρα του θύματος.
Η 18χρονη διατείνεται ότι βιαζόταν διαρκώς από την ηλικία των 14 ετών, έως και την 24η Οκτωβρίου 2013. Συμπλήρωσε τα 18 έτη της ηλικίας της, την 3η Οκτωβρίου 2013 και έκτοτε διέμενε με μια φίλη της.
To ιστορικό της υπόθεσης, συνοπτικά φέρεται να έχει ως εξής:
Το έτος 2008 και σε χρόνο πριν από την 3η Οκτωβρίου 2008, ο πρώτος κατηγορούμενος συνήψε ερωτική σχέση με την δεύτερη κατηγορούμενη και μετακόμισε στην οικία της, σε δημοτικό διαμέρισμα, στη δυτική Ρόδο, όπου η τελευταία διέμενε με τα τρία ανήλικα τέκνα της.
Ενώ η ανήλικη γιόρταζε τα γενέθλιά της σε εστιατόριο μαζί με τη μητέρα της καθώς και το σύντροφο της τελευταίας, κάποια στιγμή, που η μητέρα της απουσίαζε από το τραπέζι για να πάει στην τουαλέτα του καταστήματος, ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να της είπε ότι την επόμενη ημέρα θα πήγαινε στο κρεβάτι της και ότι η μητέρα της ήταν σύμφωνη.
Την επόμενη ημέρα και ενώ η ανήλικη, η μητέρα της και ο πρώτος κατηγορούμενος βρίσκονταν στην οικία τους, η μητέρα της φέρεται να της είπε να πάει στο δωμάτιό της, όπου την περίμενε ο σύντροφός της. Ανυποψίαστη, όπως επισημαίνεται στο παραπεμπτικό βούλευμα, πήγε στο δωμάτιο, όπου βρήκε τον πρώτο κατηγορούμενο ξαπλωμένο στο κρεβάτι και γυμνό, ενώ η μητέρα της, η οποία την ακολούθησε, της είπε «κάθισε να μάθεις πώς είναι», ενώ της είπε να βγάλει το παντελόνι της, πράγμα το οποίο εκείνη έκανε, τελώντας σε πλήρη σύγχυση για το τι συνέβαινε.
Στη συνέχεια και ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος την ακινητοποίησε, κρατώντας της τα χέρια και προσπάθησε να έλθει σε επαφή μαζί της άρχισε να φωνάζει λέγοντας ότι δεν ήθελε και έκλαιγε μέχρι που η μητέρα της, φέρεται να είπε να την αφήσουν.
Πράγματι την άφησαν μέχρι την επόμενη ημέρα, οπότε ο πρώτος κατηγορούμενος την κάλεσε εκ νέου στο υπνοδωμάτιο και αφού την ακινητοποίησε, πιάνοντάς της τα χέρια και την ξάπλωσε στο κρεβάτι, της είπε να μην ανησυχεί, αφού η μητέρα της γνώριζε και συμφωνούσε με αυτό που θα συνέβαινε, τη θώπευσε στο στήθος και στο σώμα, της κατέβασε το εσώρουχο και ήλθε σε επαφή μαζί της.
Η ίδια κατάσταση φέρεται να συνεχίστηκε για ένα χρόνο περίπου και σε καθημερινή σχεδόν βάση με την ανήλικη να αντιστέκεται, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να ερχόταν σε κατά φύση συνουσία μαζί της παρά τη θέλησή της.
Μετά την πάροδο του ενός έτους, η ανήλικη φέρεται να είπε στον πρώτο κατηγορούμενο πως θα μιλήσει σε κάποιον και θα αποκαλύψει τις πράξεις που διέπραττε σε βάρος της.
Ο τελευταίος τότε, κατηγορείται ότι την απείλησε, λέγοντας ότι θα τη σκοτώσει, θα τις βγάλει τα έντερα και θα τη βάλει να τα φάει, άλλες δε φορές την ακουμπούσε στην κοιλιά, στα χέρια και στα πόδια με ένα σουγιά και την τρυπούσε.
Μετά την πάροδο ενός έτους από την πρώτη φορά, που τελέστηκαν οι ανωτέρω πράξεις σε βάρος της ανήλικης και όταν η μητέρα της βρισκόταν και εκείνη στην οικία, συμμετείχε στη διάπραξη των ασελγών πράξεων.
Συγκεκριμένα έλεγε στην κόρη της να καθίσει για να μάθει, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να ερχόταν σε κατά φύση συνουσία και με τις δύο ταυτόχρονα. Περί τα τέλη του έτους 2010, ο πρώτος κατηγορείται ότι επιχείρησε επανειλημμένα να έρθει και σε παρά φύση συνουσία με την ανήλικη, πλην όμως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις πράξεις του, λόγω της αντίστασής της, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε και ένα ερωτικό βοήθημα (δονητή). Κατά τη διάρκεια μίας εκ των περιπτώσεων που επιχείρησε να έρθει σε παρά φύση συνουσία με την ανήλικη, φέρεται να ήταν παρούσα και η μητέρα της, η οποία ήταν γυμνή.
Την ίδια χρονική περίοδο, μεταξύ των ανωτέρω περιγραφόμενων ασελγών πράξεων, ήταν και η απαίτησή του από την ανήλικη, να του κάνει και στοματικό έρωτα.
Περί το έτος 2010 – 2011 όταν η ανήλικη εξέφραζε την αντίρρησή της στην ικανοποίηση των σεξουαλικών του ορέξεων, ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να τη χτυπούσε, να την έπιανε από το λαιμό και την πετούσε κάτω, να της έκλεινε το στόμα και τη μύτη ώστε να της προκαλέσει αίσθημα ασφυξίας. Δύο φορές μάλιστα φέρεται κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού της ανήλικης, να ήταν παρούσα και η μητέρα της, η οποία κατηγορείται ότι τον υποστήριζε και ότι ασκούσε και η ίδια ψυχολογική βία, αρνούμενη να πλύνει τα ρούχα της ανήλικης, μη προσφέροντάς της φαγητό και μη καλώντας την στο τραπέζι για να φάει με τους υπόλοιπους. Τις ανωτέρω πράξεις, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 2013 φέρεται να τις τελούσε στην οικία, όπου διέμεναν όλοι μαζί, σε μία αγροικία όπου ήταν ερημικά και ερχόταν με μεγαλύτερη άνεση με τη βία σε συνουσία με την ανήλικη, αφού δε τους άκουγε κανείς και άλλοτε σε έτερη οικία ιδιοκτησίας του.
Μάλιστα στην τελευταία οικία ο πρώτος κατηγορούμενος φέρεται να κατείχε μικροποσότητες ινδικής κάνναβης, τις οποίες κάπνιζε.
Μεταξύ των ετών 2010-2013 και κάθε φορά που επισκέπτονταν την αγροικία φέρεται να προέτρεπε την ανήλικη να δοκιμάσει και η ίδια ινδική κάνναβη πλην όμως η τελευταία αρνείτο.
Οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι η ανήλικη προέβη στις ανωτέρω καταγγελίες προκειμένου να είναι ελεύθερη για να κάνει ό,τι θέλει η ίδια.
Ως συνήγορος πολιτικής αγωγής παρέστη ο δικηγόρος κ. Νικήτας Μπόλκας και ως συνήγοροι υπεράσπισης οι δικηγόροι κ.κ. Ηλίας Κοντάκος και Χρυσ. Καπαρτζιάνη.
Από την ρίζα θέλουν αυτή έτσι πρέπει να νιώσουν τον πόνο