Γράφει ο Θανάσης Καραναστάσης
Είχα βρεθεί σε τρεις συναυλίες του. Η πρώτη ήταν στο στάδιο «Διαγόρας» της Ρόδου, το 1975.
Η δεύτερη, το 1977, στο συνεδριακό κέντρο του Αμβούργου, με ένα κοινό να παρακολουθεί μαγεμένο τις εκτελέσεις των τραγουδιών του, να χειροκροτεί και να ζητωκραυγάζει μ’ έναν απερίγραπτο ενθουσιασμό.
Και η τρίτη στην αυλή του Καστέλλου, το 1995, όταν γιόρταζε τα 70ά γενέθλιά του. Αυτό τον υπέροχο δημιουργό και αγωνιστή της Δημοκρατίας λάτρεψαν οι απλοί άνθρωποι. Και ήταν αυτό το πιο μεγάλο βραβείο που έλαβε στη ζωή του.
Στο δικό του πρόσωπο αναγνώριζαν οι ξένοι τον ελληνικό πολιτισμό.
Η «Μυρτιά», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, ήταν το πρώτο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη που άκουσα το 1959.
Έκτοτε στις παρέες με τους φίλους μου ή στις οικογενειακές συναντήσεις με τ’ αδέλφια μου τραγούδησα όλα σχεδόν τα τραγούδια του.
Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά με αφορμή τον θάνατό του, από συνεργάτες του ή από άτομα που τον γνώριζαν από κοντά.
Δεν έχω να προσθέσω τίποτε περισσότερο. Θρηνώ απλώς, γιατί ο μεγάλος αυτός δημιουργός χάρισε με το έργο του ομορφιά στη ζωή μου, στη ζωή όλων μας.
Παρακολούθησα τη νεκρώσιμη ακολουθία στην εκκλησία του Γαλατά.
Μου έκανε εντύπωση ότι ο ψάλτης αυτό το «Μετά των αγίων ανάπαυσον…» το έψαλε σε ήχο πρώτο, όχι στον πλάγιο του τετάρτου όπως συνηθίζεται.
Το έψαλε σε ήχο πανηγυρικό λες και ήθελε να συνδέσει τον νεκρό με μια σχέση αιωνιότητας. Έτσι το εξέλαβα.
Αυτός ο ψηλός άνδρας με την πλούσια κόμη, αυτός που έμοιαζε σαν αητός με απλωμένα φτερά όταν άνοιγε τα πελώρια χέρια του, ήταν ο δημιουργός που ταξίδεψε το ελληνικό τραγούδι σε όλο τον κόσμο.
Αυτός και ο άλλος μεγάλος Έλληνας, ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο θάνατος του Μίκη πάει τη σκέψη και σε άλλους σπουδαίους ανθρώπους, που όλοι μαζί συνέβαλαν στη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
Ορισμένοι απ’ αυτούς έτυχε να γεννηθούν την ίδια δεκαετία, τη δεκαετία του 1920, όπως η Μελίνα Μερκούρη το 1920, ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Μανώλης Χιώτης το 1921, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Μανώλης Γλέζος, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, νομίζω και ο Τάσος Λειβαδίτης το 1922, ο αειθαλής Μίμης Πλέσσας το 1924, ο Μίκης, ο Μάνος κι ο Γιώργος Ζαμπέτας το 1925, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Κώστας Βίρβος και ο Δημήτρης Χριστοδούλου το 1926.
Ίσως να ξεχνώ και κάποιους άλλους. Κι αν πάμε χρονικά πιο πίσω, θα βρούμε τους μεγάλους ποιητές μας, τους ζωγράφους, τους γλύπτες και τους λογοτέχνες μας.
Αυτά τα ονόματα θα έπρεπε να έχουν διαρκή θέση στη δημόσια εκπαίδευση για να καθορίζουν οι νέοι μας από τα δικά τους παραδείγματα τη δική τους στάση ζωής.
Στην Ελλάδα συνηθίζεται να τιμούμε τους σπουδαίους ανθρώπους μετά θάνατον, να τους νεκρολογούμε κι ύστερα να τους αφήνουμε στην απέραντη λήθη.
Εύχομαι να μην συμβεί το ίδιο και με τον Μίκη Θεοδωράκη, αν και πολύ το φοβάμαι.
Διότι μέσα στα ελαττώματά μας είναι και η αγνωμοσύνη.