Στη δυσπρόσιτη Κίναρο ζει και βασιλεύει μια κυρά, η Ρηνιώ Κατσοτούρχη-Θηραίου. Συντροφιά της έχει τα πουλιά, τις κατσίκες και τον σκύλο της, τη Σίβα, μαγειρεύει με το νερό της βροχής και έχει για παρηγοριά τις τράτες με τους Καλύμνιους και τους Αμοργιανούς ψαράδες, που φουντάρουνε αρόδου.
Οι «Γαστρονόμοι» θέλαμε να τη συναντήσουμε καιρό. Να τη γνωρίσουμε, να μαγειρέψουμε μαζί και να φάμε στο ίδιο τραπέζι. Πάνω από μια κατσαρόλα που βράζει, μπροστά από πιάτα διπλανά ή αντικριστά, διασταυρώνοντας μαχαιροπίρουνα, λες και μαθαίνεις πολλά, μπορεί και τα πιο σημαντικά. Η μαγειρική φέρνει κοντά τους ανθρώπους, μειώνει τις αποστάσεις με τρόπο μυστικό, μαλακώνει την ψυχή. Θέλαμε να την κάνουμε κεντρικό θέμα στο περιοδικό την κυρά Ρηνιώ, εξώφυλλο. Το ταξίδι αυτό προς την «Ιθάκη» της Κινάρου, μια συμβολική πράξη αυτογνωσίας. Έτσι το είχαμε φανταστεί.
Το παλεύαμε καιρό, μια τρελή περιπέτεια η αποστολή, πολλές αναποδιές, αρρώστιες, φουρτούνες, δεν άνοιγε ο ρημάδης ο καιρός όταν μπορούσαμε εμείς. Και έπειτα ποιος θα μας πάει εκεί που δεν πατάει άνθρωπος, τον χειμώνα μπορεί και για εβδομάδες. Οργανώθηκε και ακυρώθηκε κάμποσες φορές το ταξίδι.
Την τρελή ιδέα την πήρε η συνάδελφος Νικολέτα Μακρυωνίτου και την έκανε σκοπό ζωής. Ζούσε με την ιδέα, με τους καϊκάδες και με νησιώτες από κοντινά νησιά στα τηλέφωνα για να μάθει τι και πώς, με τη Χριστίνα Σούζη που μάς ειδοποιούσε για τον καιρό. Έζησε με την κυρά Ρηνιώ στο ακουστικό για μήνες. «Κόντευα πια να μάθω τα χούγια της, τόσο συχνά μιλούσαμε, ώσπου να καταφέρουμε να οργανώσουμε το ταξίδι. “Έλα, κόρη μου”, μου έλεγε, κι ύστερα με τις κουβέντες έμαθα σιγά σιγά κάμποσα για εκείνη, δηλαδή πως δεν κολυμπά και φοβάται τη θάλασσα, τόσο που, έτσι και ταξιδέψει με φουρτούνα, βάζει τις φωνές μες στο καΐκι. Κρασί δεν πίνει γιατί ζαλίζεται και γλυκά δεν τρώει, παρά μόνο γαλακτομπούρεκο και σοκολατίνες. Μου είχε πει, όταν τη ρωτούσα πώς αντέχει να μένει μόνη εκεί πέρα, ότι κι ένα τσουβάλι με λίρες να της έδιναν, αυτή θα το έδινε στους φτωχούς και δεν θα πήγαινε πουθενά».
Και έπειτα πήγε η Νικολέτα και έκατσε δυο μέρες μαζί της. Μαζί κούφωσαν λαχανικά, καθάρισαν κρεμμύδια, μαζί μαγείρεψαν, μαζί έστρωσαν τραπέζι, έπλυναν τα πιάτα στη θάλασσα, συμμάζεψαν. Και τα είπαν όλα.
Τι μας μαγείρεψε η κυρά Ρηνιώ; Το γράφει ωραία η Νικολέτα: «Σε ένα τραπέζι χωρίς καμία πολυτέλεια, φάγαμε τέλεια. Τόσο τέλεια, που, αν το καλοσκεφτείς, στην Κίναρο κάναμε το πιο ωραίο γεύμα της ζωής μας». Αιγαιοπελαγίτικη μαγειρική στην πιο καθαρή, στην πιο άγρια μορφή της, μακριά από όλες τις Σειρήνες.
Για άλλη μια φορά, έγινε η μαγειρική ένα παράθυρο για να μπούμε στη ζωή ενός ανθρώπου. Και τι ανθρώπου.
Το κείμενό της Νικολέτας, ίσως το πιο ωραίο κείμενο που έχει γράψει για τον Γαστρονόμο. Και έχει γράψει πολλά ωραία.
Το είχαμε ανάγκη αυτό το τεύχος. Το είχαμε ανάγκη, τώρα περισσότερο από ποτέ, μετά από αυτό το σκληρό καλοκαίρι να ακούσουμε τα σημαντικά. Να χωρίσουμε τα σημαντικά από τα ασήμαντα. Να τα ξαναζυγίσουμε όλα από την αρχή. Με τη ζυγαριά της κυρά Ρηνιώς.
Με αυτό το τεύχος τιμάμε την κυρά της Κινάρου. Της το χρωστούσαμε, το χρωστούσαμε στον εαυτό μας.
Στο στήθος της χτυπάει η καρδιά του Αιγαίου.
__________________
(Ο Γαστρονόμος κυκλοφορεί αυτή την Κυριακή, 12/09, με την Καθημερινή της Κυριακής)