Η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και δη στην πλαστογράφηση της διαθήκης του συζύγου της αποδίδεται σε μια κάτοικο της Κω, που θα καθίσει στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων την 9η Φεβρουαρίου 2017.
Η κατηγορούμενη φέρεται συγκεκριμένα ότι σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα χρόνο, σε κάθε περίπτωση πάντως μέχρι την 20.2.2007, ενεργώντας με πρόθεση, προκάλεσε σε άγνωστο μέχρι σήμερα πρόσωπο την απόφαση να καταρτίσει εξαρχής την από 11.4.1996 ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία φέρεται ότι εγράφη και υπεγράφη από τον αποβιώσαντα στις 12.4.2004 σύζυγό της.
Ειδικότερα το πρόσωπο αυτό φέρεται να συνέταξε το ίδιο το κείμενο της παραπάνω διαθήκης στην τουρκική γλώσσα, αναγράφοντας ως ημερομηνία σύνταξης- αυτής την 11.4.1996 και θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του φερόμενου ως διαθέτη, δυνάμει δε αυτής φέρεται ότι ο τελευταίος κατέλιπε στην κατηγορουμένη το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του.
Στη συνέχεια η κατηγορούμενη έκανε χρήση της πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης, προσκομίζοντας αυτήν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω και ζητώντας τη δημοσίευσή της κατά τη συνεδρίαση της 20.2.2007 και, ακολούθως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω κατά τη συζήτηση αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας αυτής την 4.12.2010.
Της αποδίδεται ότι με την ως άνω πράξη της σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ με αντίστοιχη ζημία τρίτων, καθώς η αξία του 1/2 της κινητής και ακίνητης περιουσίας του ανωτέρω κληρονομούμενου, το οποίο δεν θα ελάμβανε χωρίς την ύπαρξη της εν λόγω διαθήκης, υπερβαίνει το ποσό αυτό, καθώς ανέρχεται στις 250.000 ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα ο αδελφός του εκλιπόντος υπέβαλε μήνυση την 16η Δεκεμβρίου 2010 κατά της συζύγου του διαθέτη.
Κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης, ο ανακριτής Πλημμελειοδικών Κω, διέταξε την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης.
Από την πραγματογνωμοσύνη διαπιστώθηκε ότι η γραφή στη διαθήκη δεν είναι γνήσια αλλά έχει χαραχθεί από άλλο πρόσωπο.
Οι τεχνικοί σύμβουλοι της κατηγορούμενης κατέληξαν ότι το κείμενο της από 11-4-1996 διαθήκης είναι γραμμένο και υπογεγραμμένο από τον θανόντα.
Στην συνέχεια ακολούθησε πόρισμα για την αξιολόγηση των γραφοκινητικών παραμέτρων και χαράξεων. Από αυτό προέκυψε ότι η κατηγορούμενη δεν έγραψε ούτε υπέγραψε την διαθήκη καθώς η γραφή και υπογραφή της, δεν παρουσιάζει κοινά γραφολογικά χαρακτηριστικά με αυτές της διαθήκης.
Σχετικά με την διαθήκη κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η γραφή σ’αυτήν, δεν είναι γραμμένη από τον διαθέτη.
Ακολούθησαν κι άλλες έρευνες και προέκυψε ότι η γραφή της διαθήκης, συγκριτικά με 27 φωτογραφίες που προσκόμισε η κατηγορουμένη ομοιάζει ενώ συγκριτικά με τις 5 φωτογραφίες που προσκόμισε ο εγκαλών δεν ομοιάζει.
Οδηγούνται δε σε διαφορετικό συμπέρασμα για την γνησιότητα της γραφής της διαθήκης ανάλογα με το εάν θεωρούν ότι η γραφή στις φωτογραφίες προέρχεται από τον θανόντα ή όχι. Διαφωνούν επίσης σχετικά με την γνησιότητα της υπογραφής της διαθήκης καθώς με τα υπάρχοντα προς σύγκριση στοιχεία, ήτοι μόνο υπογραφές επί παραστατικών από τράπεζες, ο μεν διορισθείς πραγματογνώμονας καταλήγει ότι η υπογραφή στην διαθήκη είναι του διαθέτη με πιθανολόγηση, ενώ ο τεχνικός σύμβουλος, που έλαβε επιπλέον υπόψη του και τα ως άνω στοιχεία ,ότι πρόκειται για απομίμηση της υπογραφής του.
Συνοπτικά προέκυψε από την πραγματογνωμοσύνη γραφολόγου που διορίστηκε αυτεπαγγέλτως από τις δικαστικές αρχές ότι η διαθήκη ήταν πλαστή, ενώ αντίθετο συμπέρασμα κατέδειξαν μόνο η γραφολογική έκθεση αξιωματικών στην Αστυνομική Διεύθυνση Ποινικών Εργαστηρίων της Σμύρνης, οι οποίοι ορίστηκαν ως τεχνικοί σύμβουλοι από την κατηγορουμένη.
Επίσης φέρεται να προέκυψε ότι η διαθήκη υπεγράφη από τρίτο πρόσωπο που ενήργησε κατ’εντολή της κατηγορουμένης ως μόνης έχουσας έννομο συμφέρον από την πλαστογράφηση της διαθήκης, η οποία στη συνέχεια κατόρθωσε να εξαπατήσει το δικαστήριο περί της γνησιότητας της.