Γράφει ο Γιάννης Αντ. Χειλάς
Δάσκαλος, υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου*
Άη-Νικόλας, ο άγιος όλων των θαλασσινών, των «χειμαζομένων εν τοις πελάγοις». Σε κάθε λιμάνι δεσπόζει η μεγαλόπρεπη εκκλησιά του, σε κάθε κόρφο κι ένα ξωκλήσι κατάγιαλα, θαμμένο στον ασβέστη, να το χτυπάει το κύμα.
Εκεί βρίσκει απάγκιο η πίστη κι η ελπίδα. Και η εκόνα του «…εικόνα πραότητος» στη γέφυρα του πλεούμενου, στο κασελί-μπαούλο του αρμενιστή, του σφουγγαρά. Πλάι της κι άλλες εικόνες, του προστάτη άγιου της ενορίας και του προσωπικού ξεχωριστού άγιου του κάθε θαλασσινού που τον έχει φυλαχτό του. Και τ’ όνομά τους, (των Αγίων), γραμμένο μπροστά στην πλώρη του καϊκιού δηλώνει περίτρανα την θρησκευτικότητά τους!
Για τους σφουγγαράδες μας όμως, Καλύμνιους, Συμιακούς, Χαλκίτες, αλλά και σ’ όλο το σφουγγαροσυνάφι του Αιγαίου, ξεχωριστή θέση έχει και ο αρχιστράτηγος ο Άρχων Μιχαήλ, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Ταξιάρχης, ο Πανορμίτης της Σύμης, που λέγεται και Ασώματος, Παναρμιώτης, Παλαρνιώτης, Παλερνιώτης Παλερημνιώτης, Νιώτης κ.α. Τον τιμούν αφιερώνοντας – γράφοντας το όνομά του στα καΐκια τους,δέονται σ’ αυτόν και ελπίζουν στη θεία προστασία και παρέμβασή του στις δύσκολες στιγμές της δουλειάς τους.
«Ω, Παλερημνιώτη Συμιακέ, βάλε τους παμουζάες (γαλότσες σκαφάνδρου)
κατέβα κάτω στο γιαλό και φύλαε ούλους του σφουγγαρά(δ)ες».
Και πάνω στη βουτιά τους, όπως μαρτυρούν, ένιωθαν τη μεγαλόπρεπη και επιβλητική-φοβερή παρουσία του, να τους δίνει κουράγιο, να τους στέλνει θησαυρό μπρος τους τα σφουγγάρια, να τους προστατεύει από τα θεριά της θάλασσας, να τους γλυτώνει στα ναυάγια.
Ανάμεσα Νισύρου Σύμης κι Αστροπαλιάς μας έσπασε η σκότθα από τη ματισσιά
Βοήθα Παλερημνιώτη για να γλυτώσουμε καράβι και φορτίο να στ’ ασημώσουμε
Κάτι παρόμοιο με το πνεύμα του παραπάνω νησιώτικου τραγουδιού προκύπτει και από έγγραφο «Αφιερωτήριο λέμβου προς την εν Σύμη Ιεράν Μονήν του Πανορμίτου», όπου τον Οκτώβριο του 1925 Κρανιδιώτης πλοίαρχος, ελλαδίτης που εγκατεστάθηκε στην Ιταλοκρατούμενη τότε Κάλυμνο, «επιθυμών χάριν ψυχικής αυτού ωφελείας όπως παράσχη, ελάχιστον δείγμα της καθαράς αυτού ευλαβείας και αφοσιώσεως, αφιερεί προς την ιερά Μονήν την ιδιόκτητον αυτού λέμβον, ονόματι «Παναγία», μεθ όλων των εξαρτημάτων, ήτοι ενός ιστού (άλμπουρου) μεθ’ αντένας, ενός ιστίου (πανιού), μιας τέντας(μουσαμαδιάς), ενός ζεύγους κωπών (κουπιών) και ενός σιδήρου (άγκυρας) και κηρύττει την Μονήν ταύτην απόλυτον δικαιούχο και κάτοχο της λέμβου ταύτης, δικαιουμένης να διαθέση αυτήν κατά τας ως ήθελε εγκρίνει επιβαλλομένας ανάγκας αυτής. Επί τούτω δε παρέδωκε ταύτην προς τον ενταύθα (Κάλυμνο) αντιπρόσωπον της Ιεράς Μονής κυρ. Σωτήριο Κυπραίον» Και το τάμα του καθενός, ο Μεγαλόχαρος, το περιμένει υπομονετικά και με επιμονή. Δεν το ξεχνά, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Ένα από τα αμέτρητα θαύματα, προσωπικά βιώματα, που εξιστορούν οι σφουγγαράδες κι οι θαλασσινοί μας θα περιγράψω όπως μου το αφηγήθηκε παιδικός φίλος, ναυτικός -καραβιέρος σε ποντοπόρα πλοία, όλη του τη ζωή. Από τα δεκαπέντε του μπαρκάριζε σε πολύμηνα ταξίδια· καραμάνι! Συνταξιδέψαμε πριν δυο χρόνια, για προσκύνημα στον Πανορμίτη. Μου αφηγήθηκε λοιπόν, με μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση τα παρακάτω:
– « Ανήμερα του Παλερημνιώτη, 8 του Νοέμβρη, βρεθήκαμε με το πλοίο μας, ένα γκαζάδικο 200 τόνοι, ανοιχτά στην Πορτογαλία, όξω από τη Λισσαβόνα.
Μες στην απεραντοσύνη του ωκεανού, την ώρα της βάρδιας μου πάνω στη γέφυρα, δεν ξέρω πώς, θυμήθηκα τότες που μικρός, μας έπαιρνε η μάνα μας και μας πήγαινε στη χάρη του Πανορμίτη στη Σύμη.
Πλήθος από καΐκια, σφουγγαράδικα που μόλις είχαν επιστρέψει από την Μπαρμπαριά, ανεμότρατες, καΐκια κάθε λογής, ταμένα από τον καπετάνιο τους να μεταφέρουν κόσμο στον Παλερημνιώτη. Κατάφορτο και το θρυλικό πλοίο της Δωδεκανησιακής γραμμής το «ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ». Μαζί μας συνταξιδιώτες στο κατάστρωμα πλήθος από προσκυνητές, φαμίλιες ολόκληρες, γυναικομάνι, παιδομάνι, κουκχουλωμένοι, ένα κουβάρι, με μουσαμάδες του καϊκιού σαν ο καιρός ήταν φρέσκος και οι νερουπίες έλουζαν πατόκορφα τα πλεούμενα, τυλιγμένοι με κουβέρτες, με μπατανίες.
Όλοι με τα ταξίματά τους, φροκαλιές (σκούπες), λάδια, λαμπάδες. Ως και ζωντανά κουβαλούσαν, όπως κατσίκια, αρνιά, που τα «ξεγέννησε» η Χάρη του Πανορμίτη, πετεινούς, πάπιες κ.α. που κι αυτά ήμερα, υπομονετικά αρμένιζαν για να εκπληρωθεί το τάμα!
Τα «Καλύμνικα»: Από τους πρώτους μεγάλους ξενώνες που κτίστηκαν (1896 μέχρι 1901) από προσφορές – τάματα Καλύμνιων σφουγγαράδων, σπογγεμπόρων και καραβοκύρηδων για να φιλοξενούνται οι προσκυνητές που κατέφθαναν στον Πανορμίτη Σύμης
Και κει, στον πάντα γαλήνιο Πάνω όρμο της Σύμης και στις βοτσαλωτές αυλές της Ιεράς Μονής, στα θολωτά κελιά με την πληθώρα από τάματα, (κάθε λογής σύνεργα της ναυτοσύνης, της σφουγγαροσύνης, μεγάλα πιθάρια του λαδιού, ομοιώματα καραβιών, σφουγγάρια), στις ευρύχωρες αίθουσες των επιβλητικών πετρόχτιστων κτηρίων – ξενώνων, στα «Καλύμνικα», στα «Καντούνια» που έχτισε ο Συμιακός μεγαλοσπογγέμπορας ο Καντούνιας, στα «(Ν)υδραίικα» – το Αρχονταρίκι της Μονής – που οικοδομήθηκε το 1783 από τον Υδραίο πλοίαρχο Παντελή Ζώρζη, για να φιλοξενούν τον κόσμο που συνέρρεε στη γιορτή του απ’ όλη τη Δωδεκάνησο και όχι μόνο, οι ψυχές των ευλαβών προσκυνητών κάτω από το τρομερό, μα και προστατευτικό βλέμμα του φοβερού Αρχάγγελου, δέονταν όλη τη νύχτα με δάκρυα μετάνοιας στα μάτια, ελπίζοντας πως για τον καθένα θα κάμει το Θαύμα του ο Ταξιάρχης!
Βρισκόμουν, συνεχίζει ο φίλος μου, ανοιχτά στον Ατλαντικό, μες στο καράβι, μα η ψυχή μου ταξίδευε στη Σύμη, που τόσο πεθυμούσα να βρισκόμουν ν’ ανάψω ένα κερί· να με φυλάει ο Παλερημνιώτης! Κάτι με παρακίνησε πως αυτό θα μπορούσε να γίνει. Να έστελνα τον οβολό μου μες σ’ ένα μπουκάλι. Παρακίνησα ένα φίλο μου από τη Λήμνο να το στείλουμε μαζί. Δύσπιστος ο Λημνιός – « Απ’ τον Ατλαντικό στο Αιγαίο, στη Σύμη.; Πολλά τα μίλια! Και πώς θα περάσει το Γιβραλτάρ να μπει στη Μεσόγειο;»
Τελικά τον έπεισα, βάλαμε στο μπουκάλι, 20 δολάρια εγώ και 5 εκείνος και αφού γράψαμε τη διεύθυνση του Πανορμίτη και σαν αποστολέα τα στοιχεία του Λημνιού, το σφραγίσαμε και το ρίξαμε στα κύματα!
Πέρασαν κάποιοι μήνες. Ξέμπαρκοι κι οι δυο στα νησιά μας. Ένα βράδυ με πήρε τηλέφωνο ο Λημνιός, περιχαρής μα και κομπιασμένος από ντροπή… για την απιστία του.
– «Γιάννη το μπουκάλι μας έφτασε στον Πανορμίτη, μας άναψαν κερί και η επιτροπή της Ι. Μονής μου έστειλε ευχαριστήριο!»
Πώς έγινε αυτό; Το μπουκάλι μας ταξίδεψε μίλια στον ωκεανό. Τα ρέματα το πήγαν βόρεια στις ακτές της Ολλανδίας. Εκεί το βρήκε ένας ψαράς. Σαν έφτασε στο λιμάνι άραξε το ψαροκάικό του πλάι σ’ ένα ποντοπόρο φορτηγό πλοίο, πού ’χε όνομα ελληνικό. Έδειξε το μπουκάλι στο πλήρωμα. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας ναύτης, από τη Σύμη.
– «Καλέ φτο το καννίν (μπουκάλι) είναι για το Πανορμιτάκιν μας!» είπε, το πήρε με ευλάβεια, το φίλησε και σταυροκοπήθηκε. Μαζί του κι όλοι οι άλλοι. Το «Συμιακάκι» σε λίγες μέρες θα ξεμπαρκάριζε για το νησί του. Τό ‘βαλε στη βαλίτσα του και τό ’φερε στον Πανορμίτη. Μεγάλη η Χάρη του για όλο τον κόσμο!
Ανάμεσα στα τόσα και τόσα τάματα των πιστών προς τον Παλερημνιώτη που εκτίθενται στους μουσειακούς χώρους – κελλάρια της Ι. Μονής, όπως προανέφερα, βρίσκονται δεκάδες ομοιώματα σκαριών – πλεούμενων, τα οποία κατασκεύασαν με θαυμαστή επιδεξιότητα και μεράκι θαλασσινοί που είχαν και καλλιτεχνικές ικανότητες. Αυτά είτε τα προσέφερναν οι ίδιοι σε κάποια από τις επισκέψεις – προσκύνημτά τους στον Πανορμίτη, είτε «πετώντας» τα στη θάλασσα, με ορθάνοιχτα πανιά, με τη βεβαιότητα – πίστη, ότι η θαυματουργική δύναμη του Πανορμίτη θα κάνει, αυτά τα καρυδότσουφλα, ν’ αρμενίσουν το φουρτουνιασμένο πέλαγος και θά ’ρθουν να ελλιμενιστούν κάτω από το μοναστήρι Του. Ένα τέτοιο περιστατικό, υπέρβαση στη λογική της πραγματικότητας, καταδεικνύει η παρακάτω μαρτυρία Καλύμνιου σφουγγαρά:
– «Δεν ήταν να γυρίσουμε, μες στον Οκτώβρη, από το καλοκαιρινό σφουγγαράδικο ταξίδι στην Μπαρπαριά, και πάνω που χαιρόμασταν την στεριανή ζωή (το σπιτικό μας και το νιο κρασί από τα γιοματάρια στις ταβέρνες), ο καπετάνιος μας ειδοποίησε πως θα λύναμε παλαμάρι για «υστεροτάξιδο».
Το μικρό καλοκαιράκι του Αγίου Δημητρίου, με τα «στεγνά του γαλήνια» έπρεπε να το εκμεταλλευτούμε. Ένα σφουγγαράδικο ταξίδι στα γύρω νησιά της Δωδεκανήσου ή και των Κυκλάδων, ως να πάρουν οι κακοσύνες των χειμωνιάτικων καιρών, θα μας βοηθούσε οικονομικά, να καλύψουμε καμιά «τρύπα» τις γιορτινές μέρες που έρχονταν. Οι φαμίλιες είχαν ανάγκες και…η γλετζέδικη ζωή στο νησί ήθελαν παρά!
Πριν λύσουμε παλαμάρι, το κουμάντο (υπεύθυνος) του καϊκιού μας πήρε και πήγαμε εδώ κοντά, όξω ’που τον κάβο της Χαλής, στου «Σαρή» το νησί για «ξεμύξασμα», δηλαδή να κάμουμε μερικές δοκιμαστικές βουτιές, για να στρώσει ξανά ο οργανισμός μας στο βούτθος, ε να βγάλουμε και κανένα θαλασσομεζελίκι.
Το λοιπόν, πάνω στη βουτιά μου, βλέπω ολοκάθαρα ένα μικρό ξύλινο καραβάκι με την αρματωσιά του να είναι ακουμπισμένο ολόρθο σε ένα βράχο, στα κοφτά νερά μιας ρέστας. Μες στα πολύχρωμα κοράλλια έμοιαζε ν’ αρμενίζει ορθόπλωρα στα πέλαγα του απέραντου γαλάζιου! Πιο κάτω όμως «γυάλεψα»-εντόπισα μέσα από τα κρύσταλλα της περικεφαλαίας – δυο τρία καλά σφουγγαράκια. Αμέσως σκέφτηκα. Θα κατεβώ πρώτα να πάρω τα σφουγγάρια και στο ανέβασμά μου να γυρίσω να πάρω και το καϊκάκι. Θα ήταν ένα κόσμημα ανάμεσα στα θαλασσινά ευρήματα (σφουγγάρια, κοράλια και λαϊνάκια αρχαία) – τρόπαια της βουτιάς μου – που είχα στο μπουρό (έπιπλο) του σπιτιού μου!
Με το που κίνησα όμως να κατεβώ το ξέχυμα προς τα σφουγγάρια, ένα δυνατό ρέμα, λες και ήταν ποταμός ορμητικός που σπάει το φράγμα, με κόλλησε πάνω στη ρέστα και πλάι στο βράχο με το καραβάκι. Ξαναδοκίμασα να πάω μπρος και κάτω, μα πάλι το ίδιο, το ρέμα με κρατούσε εκεί, στον ίδιο τόπο, ενώ γύρω μου χόχλαζε ο βυθός. Τα χρειάστηκα. Πρώτη φορά μου λάχαινε τέτοιο περιστατικό. Χτύπησα το σχοινί του κολαούζου να με πάρουν πάνω, αφού πρώτα μάζεψα το πλεούμενο με προσοχή μην του κάνω ζημιά στ’ άρμενα. Με το που το σήκωσα όμως, το ρέμα κόπηκε σαν από μαχαίρι. Η αντάρα στο βυθό κόπασε. Άρπαξα την ευκαιρία τά ‘δωσα κάτω και πρόκαμα να βγάλω και τα σφουγγαράκια.
Σαν ανέβηκα στην κουβέρτα του σφουγγαράδικου, τους εξήγησα τι μου συνέβη και τους έδειξα το καϊκάκι. ‘Όλοι θαύμασαν την ομορφιά του και απόρησαν πώς βρέθηκε σ’ αυτά τα νερά. Η εξήγηση δόθηκε με το που βρήκαμε στο αμπάρι του δυο μπουκαλάκια καλά σφραγισμένα, (το ένα είχε λάδι και το άλλο λιβάνι) και που διαβάσαμε το όνομα που έγραφε στην πλώρη του: « ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ ΣΥΜΗΣ»
– Σίγουρα είναι τάμα για τον Παλερημιώτη και ο Πανορμίτης με το ρέμα σε υποχρέωσε να σταματήσεις και να το πάρεις πάνω. Θα πρέπει να του το στείλουμε, μαζί με τα σφουγγάρια που έβγαλες, είπε κάποιος από το πλήρωμα.
– Εμείς θα Του το πάμε, είπε με βεβαιότητα το κουμάντο, αν και δε μου είπε ο καπετάνιος, για τον τόπο που θα τραβήξουμε. Θα δείτε πως ο καπετάνιος θα πάρει την απόφαση, το υστεροτάξιδό μας να γίνει στα κάτω μέρη· Κάσο – Κάρπαθο και θα περάσουμε από τον Πανορμίτη. Σαν τραβάνε Νότια οι θαλασσινοί μας ή έρχονται από το Νοτιά, είναι ασυγχώρητο να μην μπουν στον κόρφο του Πανορμίτη, ν’ ανάψουν ένα κερί στον Ταξιάρχη, να πάρουν την ευλογία του!
Το απόγευμα που γυρίσαμε από τη δουλειά, νά σου στο παλαμάρι ο καπετάνιος. Ρώτησε αν είμαστε καλά, αν τα εργαλεία της δουλειάς λειτουργούσαν, σωστά και…αν του φέραμε κανένα αστακό ή καραβίδα, κανένα ρουφάκι, τίποτις φούσκες ή στρείδια· να το γλεντήσει το βράδυ με την παρέα του!
– Ε, και που είστε, μας προειδοποίησε, στο υστεροτάξιδό μας λέω να πάμε Κάσο – Κάρπαθο. Μια και γιορτάζει σε λίγες μέρες ο Παλεριμνιώτης, θα περάσουμε ’που τη Σύμη να του ανάψουμε ένα κεράκι. Όσοι θέλουν να κοινωνήσουν, να νηστέψουν. Σε μια δυο μέρες σαλπάρουμε!
Όλοι στο καΐκι κοιταχτήκαμε με κρυφή χαρά μεταξύ μας. Από το μικροκάικο – τάμα που ψαρέψαμε ‘που το βυθό μια ευωδία, σαν από λιβάνισμα, σκορπίστηκε παντού. Βγάλαμε τα κασκέτα μας. Σταυροκοπηθήκαμε :
– Μεγάλη η δύναμη και η χάρη σου Μιχαήλ Αρχιστράτηγε, Ταξιάρχη των Ουρανίων Δυνάμεων και προστάτη των σφουγγαράδων, Παλερημνιώτη μας!
* * Για τον Καλύμνιο σφουγγαρά Σακελλάρη Κλωνάρη, έναν από τους οκτώ γιους (όλοι τους υπήρξαν δυναμικοί σφουγγαράδες) του φημισμένου σφουγγαρά Θεοφίλη Παντελή Κλωνάρη, του «Φατολίτη», από το Χωριό της Καλύμνου, «ο Πανορμίτης της Σύμης» υπήρξε ο λατρεμένος προστάτης του ίδιου και συνεχίζει να είναι όλης της φαμελιάς του, των παιδιών του, των εγγονών και δισέγγονών του
Συντροφιά με τον Πανορμίτη Σακ. Κλωνάρη, παλιό Καλύμνιο σφουγγαρά,. Πρωινό στην ολόδροση και λουλουδιασμένη αυλή του σπιτιού του στο Μασούρι Καλύμνου.
Δάσκαλε, μια και θα μιλήσουμε για τον Παλερημνιώτη της Σύμης, θα πρέπει να γνωρίζεις ότι το όνομά μου είναι τάξιμο στον Πανορμίτη. Ο Μεγαλόχαρος ζητούσε επιτακτικά, σε απανωτά οράματα – «ονείρατα» προς μέλη της οικογένειά μας, να του χαριστεί το όνομα του παιδιού, που εγκυμονούσε η μάνα μου η Νικητήαινα., η οποία δεν μπορούσε να «κρατήσει» – να στεριώσει μέσα της ζωντανό παιδί.
Ο πατέρας μου σαν του τό’ πανε, πήγε να αντιδράσει, γιατί ήθελε να δοθεί το όνομα του δικού του πατέρα. Να διαιωνιστεί το όνομα του γενάρχη της φαμελιάς, αλλά ο φοβερός Αρχάγγελος το ξεκαθάρισε: = «Θέλετε παιδί; Πανορμίτη θα το βγάλετε!» Έτσι με βγάλανε Πανορμίτη κι έχουμε την ευλογία Του, εγώ και τα παιδιά μου!
Κάνοντας παρέα με τον σεβαστό μου φίλο Πανορμίτη Κλωνάρη (94 χρονών σήμερα), αγαπημένο φίλο απ’ τα παλιά και του πατέρα μου, του Μαστρο = Αντώνη Γλάρου (έκαμαν μαζί και «δέθηκαν φιλικά» σε καλοκαιρινά σφουγγαράδικα ταξίδια στην Μπαρμπαριά τη δεκαετία του 1950), ανάμεσα στις σφουγγαράδικες ιστορίες – βιώματα της ζωής του, μου αφηγήθηκε με συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια, ιστορίες και για την θεία παρέμβαση του προστάτη τους
«Παλερημνιώτη της Σύμης», που πραγματικά συγκλονίζουν. Μου ζήτησε να τις καταγράψω και να τις κάμω γνωστές. – «Να μάθουν οι νέοι, τι τραβήξαμε για να βγει το σφουγγάρι, αλλά και πόσο μας βοήθησε η Πίστη μας στο Θεό και στους Αγίους. Μας έδινε δύναμη και κουράγιο να παλέψουμε με τη θάλασσα και τις κακοσύνες των καιρών. Όλα τότες ήταν και … κρεμνιόταν από ένα θαύμα, που το περιμέναμε!» Του το υποσχέθηκα και ήταν σαν να το υποσχέθηκα στον ίδιο τον Παλερημνιώτη της Σύμης. Ας τον παρακολουθήσουμε λοιπόν σε δυο αφηγήσεις – «σφουγγαράδικες ραψωδίες», δοσμένες με το λυρισμό της σφουγγαράδικης λαλιάς, που κρύβει στα τρίσβαθα της ψυχής του:
Α’ Το τάξιμο του πεντόλιρου
– « Στη δεκαετία του 1920, ο πατέρας μου ο Σακελλάρης με τον αδερφό του πήγαν δύτες στην Αμερική, στο Tarpons Springs στη Φλόριδα, όπου μαζί με άλλους σφουγγαράδες Αιγινήτες, Χαλκίτες, Συμιακάκια και Καλύμνιους έβγαζαν πολλά σφουγγάρια. Μια μέρα όπως ψάρευαν το σφουγγάρι, μες στο Κόρφο της Τάμπας, (Tuba – ελλ. τύμβος) με γαλήνια νερά, ξεσηκώθηκε ένα μπουρίνι με ανεμοστρόβιλους – θρούμπες κι η θάλασσα αγρίεψε και φούσκωσε. Τα ρέματα ποταμός, τους πήραν και τους ξόρισαν μίλια μακριά· χαθήκαν σε άγνωρους τόπους! Και το χειρότερο το καΐκι ήκαστε σε μια ρηχή τούμπα (αμμώδη ρηχοπατιά) και δεν ξεκολλούσε. Μες σε κείνο το κακό, που όλο το πλήρωμα τα «χρειάστηκε» ο πατέρας μου ήταξε στον
Παλερημιώτη να τους γλυτώσει και κείνος θα του πή(γ)αινε ένα χρυσό πεντόλιρο, απ’ αυτά που λέει και το τραγούδι: «Τα ριάλια ριάλια, τα σελίνια μονά και διπλά// τα μονόλιρα, πεντόλιρα και ντούμπλες // κι οι πεζεβέγκηδες που τά ‘χουνε στις πούγκες…».
Δεν ήταν να ’ποσώσει τα λόγια του, ένιωσαν το καΐκι να γλιστρά, από μόνο του και να βγαίνει στα βαθιά νερά, χωρίς να κάμουν καμιά ενέργεια για να το ξεσκαρώσουν, Ο Παλερημιώτης έβαλε το χεράκι του και σώθηκαν!
Σαν γύρισε από την Αμερική, ο πατέρας πάλι δούλευε με σφουγγαράδικα και βρέθηκε με το σφουγγαροκάικό τους στον Παλερημιώτη. Το τάξιμό του όμως το αμέλησε. Ένιωσε γι αυτό άσχημα. Πήρε όμως την απόφαση να πάει να προσκυνήσει στο Μοναστήρι και να ζητήσει συγχώρεση. Σαν έφτασε μπρος από την μεγαλεπήβολη εικόνα του Παλερημιώτη, κοίταξε τη φοβερή μορφή του Αρχάγγελου και με τρόμο στην καρδιά θέλησε να την προσκυνήσει. Μια δύναμη όμως δεν τον άφηνε να πλησιάσει, αλλά και μια αγριεμένη φωνή αντιβούησε στ’ αυτιά του και τον ταρακούνησε:
= «Το πεντόλιρό μου Σακελλάρηηη…!»
= Συγχώρεσέ με Παλερημνιώτη μου, μουρμούρισε, στο άλλο ταξίδι θα στο φέρω.
= «Κι αυτό πού ’χεις στη χέρα σου τι είναι;»
Ο πατέρας μου ψάχτηκε και άγγιξε στη χέρα του το χρυσό του δαχτυλίδι, που ο χρυσοχός (χρυσοχόος) του τό ‘φτιαξε λιώνοντας ακριβώς ένα χρυσό πεντόλιρο. Χωρίς δισταγμό έβγαλε το δαχτυλίδι, που κύλισε απ’ το δάχτυλο στη χούφτα του κι αμέσως …το βήμα του λευτερώθηκε. Προχώρησε και το απόθεσε μπρος στην εικόνα. Την ασπάστηκε με δάκρυα στα μάτια. Ξανακοίταξε τώρα τον Παλερημιώτη κατάματα. Η μορφή Του ήταν ολόφεγγη, γαλήνια και στα χείλη του ένα αχνό χαμόγελο απλώθηκε. Γαλήνεψε και η δικιά του ψυχή!
Β’ Το «λάλημα» του Πανορμίτη Σύμης
Προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, του 1947, με το σφουγγαροκάικο όπου δουλεύαμε, (ο πατέρας μου δύτης και ‘γώ εικοσάχρονος τότε τριχαντηνιέρης και μοτορίστας) κάναμε περατζάδα το κακοπέρατο Λιβυκό πέλαγος, από τη Ντέρνα της Λιβύης, και πιάσαμε τ’ αβεντικά της Κρήτης, προς τον Κάβο = Σίδερο (Αγ. Ισίδωρο). Οι καιροί ήταν καλοσυνάτοι ακόμα, έτσι πήραμε την απόφαση να δουλέψουμε τα μέρη εκείνα, πού ‘ταν καρπερά σε σφουγγάρια.
Με το τελείωμα μιας βουτιάς του, ο πατέρας μου ανέβηκε στο καΐκι κουβαλώντας την απόχη του με μπόλικα σφουγγάρια και μ’ έναν γκαζοτενεκέ, απ’ αυτούς με το μεγάλο στόμιο, που ήταν σφραγισμένο με καλάι. Είχε όμως βουλιάξει, γιατί ο σαπισμένος από σκουριά πάτος του είχε γίνει τρύπιο σουρωτήρι από το αρμένισμά του, ποιος ξέρει πόσο καιρό, μες στις κακοσύνες των κυμάτων;
Τον ανοίξαμε με περιέργεια και μέσα του βρήκαμε μια γυάλα με βιδωτό καπάκι, απ’ αυτές που έβαζαν τότες τη βανίλια (υποβρύχιο). Η γυάλα λοιπόν μέσα της είχε μπόλικο λιβάνι, ένα εικοσαδόλαρο και έναν τεσσερέ (σημείωμα) με ολόκληρο κατεβατό ονομάτων, υπέρ υγείας προσώπων εν ζωή και υπέρ αναπαύσεως της ψυχή κεκοιμημένων. Και η διεύθυνση του παραλήπτη; Προς: «Πανορμίτη Σύμης». Θαυμάσαμε την πίστη του αποστολέα και φυλάξαμε τη γυάλα στην κάμαρη – γέφυρα του καϊκιού, προγραμματίζοντας να την πάμε με την πρώτη ευκαιρία στη Σύμη.
Από εκείνη τη μέρα όμως, που βρέθηκε η γυάλα του Πανορμίτη, τα πράγματα άλλαξαν στη δουλειά. Οι βουτηχτάδες βουτούσαν και έβγαιναν πάνω με την απόχη άδεια – «σπάχο». Σκατζαίρναμε συνέχεια τόπους,, από τα μαλακά ρηχά νερά στα τρομαχτικά μαύρα νερά του Κάβο = Σίδερου, μα οι βουτιές άκοπες, χωρίς sorta – τύχη.
Δεν εύρισκαν πουθενά σφουγγάρι και σε μέρη γνώριμά τους πως ήταν καρπερά, λες και τα σφουγγάρια «έφευγαν και χάνονταν από μπροστά τους!» Και δεν έφτανε αυτό, ο καιρός χάλασε, άστραψε και βρόντησε ο Οστριο – Γάρμπης (νοτιοδυτικός καιρός) και τον γύρισε σε καργάτη Μαΐστράλα (βορειοδυτικός καιρός), με κύματα βουνά. Ευτυχώς που προλάβαμε, ορτσάραμε πανί και του δώσαμε δευτερόπρυμνα κατά την Κάσσο.
Σαν μέρωσε η θάλασσα, βάλαμε μπρος για δουλειά, μα και πάλι το ίδιο δρομολόγιο, όπως στη Κρήτη. Τα σφουγγάρια άφαντα, τα νεύρα στη τσίτα, οι μέρες κυλούσαν στην ακοπία και… σκάτζα από δω, σκάτζα από κει περάσαμε στην Κάρπαθο. Πιάσαμε τον «Πάγκο του Μάγκου», (σήκωμα – ύψωμα ρηχό σε βαθιά νερά) εκεί που, παλιά, ο Καλύμνιος καπετάνιος Μάγκος είχε βγάλει τόσα σφουγγάρια όσα δεν είχε βγάλει όλο το καλοκαίρι στη Μπιγγάζα (Βεγγάζη). Από τότες η «ξέρα – ρηχό» αυτή πήρε και το όνομα, αυτού που τη «έπιασε» – βρήκε.
Πέσαμε πάνω στο κεφάλι (κορυφή) της καρπερής ξέρας = την γνώριζε καλά ο καπετάνιος μας = μα σαν αρχίσαμε τις βουτιές τα ρέματα κάτω ήταν τόσο δυνατά που δεν μπορούσε δύτης να πατώσει.! Υπήρχε και φόβος να μας χτυπηθεί «άνθρωπος» – (δύτης) από το πολύ κοντράρισμα με τα ρέματα!.
Είδαμε και αποείδαμε πως τίποτα δεν θα κάναμε, βάλαμε πλώρη προς τη Κατταβιά, βορινά της Ρόδου και από κει στη Σύμη, με τα κύματα και τον καιρό να μας λαλούν ( να μας καθοδηγούν, να μας κατευθύνουν) και να μας μπάζουν στον πάντα γαλήνιο όρμο του Πανορμίτη.
Αράξαμε ακριβώς κάτω από τη Μονή του Παλερημνιώτη, πήραμε με προσοχή τη γυάλα, τάμα προς τον Ταξιάχη και αφού προσκυνήσαμε τον τρομερό Αρχάγγελο, την παραδώσαμε στον ηγούμενο της Μονής, εξιστορώντας του και την περιπέτειά μας, αλλά και την ακοπία μας, από τότες που βρήκαμε το τάξιμο.
= Από τη μέρα που βάλαμε στο καΐκι τη γυάλα = τάμα στον Παλερημνιώτη, ο Μεγαλόχαρος να μας συγχωρέσει, «δεν σταυρώσαμε σφουγγάρι»! Όλα στραβά κι ανάποδα μας ήρθαν!
Ο ηγούμενος χαμογέλασε καλόκαρδα:
= «Ο Παλερημνιώτης φαίνεται ήθελε το τάμα του να ’ρθεί γρήγορα στη Μονή του, γι αυτό και σας «λάλησε» εδώ με το δικό του τρόπο. Έχετε πίστη σ’ Αυτόν. Είστε υπό την σκέπη των πτερύγων του κι όλα θα σας έρθουν κατ’ ευχήν!».
Πράγματι, με το που βγήκαμε όξω από τον όρμο Του, πιάσαμε δουλειά και δεν ξέραμε πού να βάζουμε τα σφουγγάρια. Οι απόχες γιομάτες· μπάλλα! Η κουβέρτα (κατάστρωμα) αναστέναζε κάτω από το βάρος τόσων σφουγγαριών, τα ξάρτια γιόμιζαν στη λιάστριά (λιάσιμο) τους. Το χαμόγελο ξαναγύρισε στα πρόσωπα του καπετάνιου και του πληρώματος. Σε λίγες μέρες όχι μόνο ισοφαρίσαμε τη χασούρα, από «τη γυάλα του Παλερημνιώτη», αλλά και από την αδουλεψιά από τα χασομέρια του καλοκαιριού στην Μπαρπαριά! Η χρονιά εκείνη μας βγήκε από τις πιο καλοδουλεμένες σε σφουγγάρια!
Τραβώντας πορεία για το νησί μας, το νιώθαμε όλοι, πως μας λαλούσε η ευλογία του Παλερημνιώτη. Τον νιώθαμε ανάμεσα στα ξάρτια να αρμενίζει μ’ ολάνοιχτες τις ρτεού(γ)ες Του, να μας «σκέπει» όπως μας το ‘πε κι ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Του. Τον νιώθαμε πίσω στο τιμόνι, πίσω στα ’πόνερα της προπέλας του καϊκιού μας, να λαλεί τη ρώτα της σφουγγαράδικης ζωής μας!
Και του χρόνου τέτοιες μέρες, στη χάρη Του, να αξιωθούμε να παρουσιάσουμε νέα θαύματα της πίστης, της λατρείας των θαλασσινών μας προς τον Παλερημνιώτη, που ολοφάνερα καταδεικνύουν τη θαυματουργική Δύναμη του Αρχιστράτηγου των Ουρανίων Δυνάμεων, αλλά και την αρωγή Του στους «χειμαζομένους εν τοις πελάγοις».
* Το άρθρο του Γ. Χειλά δημοσιεύτηκε στο kalymnos-news.gr