Της Μαργαρίτας Πουρνάρα, στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»
ΚΙΝΑΡΟΣ-ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Προτελευταία Κυριακή του Οκτώβρη. Xαράματα. Ψυχή στον Γιαλό της Μυκόνου. Διασταυρώθηκα μόνο με δύο τρεις βιαστικές γυναίκες που πήγαιναν για πρωινή βάρδια καθαριότητας στα λίγα ανοιχτά ξενοδοχεία της Χώρας.
Το φθινοπωρινό νησί, ήσυχο και αποκοιμισμένο, απέπνεε μελαγχολία. Τα καταστήματα με τις ακριβές φίρμες ήταν ήδη κλειστά εδώ και βδομάδες. Εμεναν οι αστραφτερές επιγραφές τους να κάνουν παρέα στα σφαλιστά μπλε παραθυρόφυλλα. Ο ασβέστης στα σοκάκια, ξεθώριαζε από τα πρωτοβρόχια. Λίγοι τουρίστες κυκλοφορούσαν το περασμένο βράδυ σαν ζαλισμένα έντομα. Εψαχναν στέκια με κόσμο, να βγάλουν σέλφι με την ψεύτικη ευεξία που κρατάει όσο η πόζα.
Περιμένοντας στο λιμάνι το φουσκωτό από τη Σύρο με τα μέλη της οργάνωσης All For Blue, που θα μας μετέφερε μέχρι την Κίναρο, σκέφτηκα πόσο ενδιαφέρον έχουν οι πολλαπλές όψεις του Αιγαίου: από τη μια η κοσμοπολίτικη Μύκονος, αδειανό κοχύλι μόλις τελειώσει η σεζόν, από την άλλη μια βραχονησίδα κυριολεκτικά στη μέση του πελάγους με μια αφοσιωμένη ακρίτισσα που την κρατάει ζωντανή, σαν αναμμένο καντήλι. H κυρα-Ρήνη Κατσοτούρχη, μένει ολομόναχη εκεί από τότε που πέθανε ο άνδρας της, ο Μικές, το 2013. Η επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι περιορισμένη. Κάθε δέκα μέρες πηγαίνει προμήθειες και ταχυδρομείο ένα καΐκι από την Αμοργό σε επιδοτούμενο δρομολόγιο από το κράτος, με καπετάνιο τον Αντώνη Χάλαρη.
Εκτός από αυτόν, υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που νοιάζονται για την κυρα-Ρήνη. Σαν τα παιδιά της All For Blue, της οργάνωσης που ίδρυσε το 2017 η Κατερίνα Τοπούζογλου με στόχο την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος μέσα από τους παράκτιους και υποβρύχιους καθαρισμούς. Μέχρι σήμερα έχουν σηκώσει από τον πυθμένα και τις παραλίες 221 τόνους απορριμμάτων. Κανόνισαν να την επισκεφθούν, να της μεταφέρουν τρόφιμα και φάρμακα και με την αφορμή αυτή να βγάλουν και όλα τα σκουπίδια από τον κολπίσκο όπου βρίσκεται το σπίτι της. Με χαρά δέχθηκαν να συμμετάσχω στον πλου των 156 ναυτικών μιλίων, που θα γινόταν αυθημερόν με αφετηρία και κατάληξη στη Σύρο μέσω Μυκόνου.
Μέτρα ασφαλείας
Εξυπακούεται ότι για τις ανάγκες του ταξιδιού υποβληθήκαμε όλοι οι επιβαίνοντες σε τεστ COVID και τηρήθηκαν τα μέτρα ασφαλείας ακόμα και εν πλω. Στο τιμόνι του σκάφους, ο Συριανός Τάσος Ρούσσος, πεπειραμένος καπετάνιος της All For Blue, αντιμετώπιζε με μαεστρία κάθε αλλαγή του ανέμου. Παλιός γνώριμος της κυρα-Ρήνης, έχει περάσει και Πρωτοχρονιά μαζί της για να της κάνει παρέα, είναι κάτι σαν φύλακας άγγελός της. Κοντά της σε κάθε ανάγκη. Ο καιρός ήταν καλός και χρειαστήκαμε, με μια μικρή στάση στη Δονούσα, ένα τρίωρο να διασχίσουμε τις μισές Κυκλάδες.
Καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό έκανε τα νησιά να μοιάζουν με θεριά που αναπαύονται μισοβυθισμένα, οι κορυφές τους έβγαιναν από το νερό σαν πτερύγια από μυθικά ζώα, οι βράχοι άλλαζαν χρώματα. Μόλις περάσαμε την απόκρημνη βορινή ράχη της Αμοργού, φάνηκε το σουλούπι της Κινάρου, ένα ρωμαλέο αδιαπέραστο πέτρινο τείχος για τα θηριώδη κύματα του Ικάριου.
Σχεδόν ποτέ δεν είναι ήρεμη η θάλασσα εκεί με τα μπουγάζια που κατεβαίνουν από τον βορρά. Αυτό κάνει και την πρόσβαση στο νησί και στα γειτονικά Λέβιθα δύσκολη. Μοναχικές κουκκίδες στον ναυτικό χάρτη αλλά πολύ σπουδαίες. Οπως μου εξηγούσε η Αμοργιανή αρχαιολόγος Λίλα Μαραγκού, αυτά τα μικρά κομματάκια γης ήταν σπόνδυλοι της ακτοπλοϊκής ραχοκοκαλιάς που έδενε τις Κυκλάδες με τα Δωδεκάνησα και τη Μικρά Ασία, όπως καταγράφουν πολλοί αρχαίοι γεωγράφοι.
Σήμερα, η Κίναρος και τα Λέβιθα υπάγονται διοικητικά στη Λέρο, αλλά στο παρελθόν ανήκαν στις Περιοικίδες νήσους της Αμοργού και οι έποικοί τους ήταν πάντοτε Αμοργιανοί και μάλιστα από την Αιγιάλη. Ο προορισμός μας έχει έκταση μόλις 4,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων και ανήκει στο δίκτυο Natura. Εχει ίχνη κατοίκησης από την αρχαιότητα, υπήρξε πειρατότοπος στο παρελθόν και μέχρι τη δεκαετία του 1960 ζούσαν μερικές οικογένειες κτηνοτρόφων στο νησί. Με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου στη χώρα, οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν αλλού και λίγο πριν από το 2000 είχαν μείνει μόνον οι γονείς της κυρα-Ρήνης, ο Γιώργος Θηραίος και η γυναίκα του Ακαθή (το όνομα βγαίνει από την Παναγία του Ακαθίστου). Το ζευγάρι έκανε έξι θυγατέρες.
Καθώς το σκάφος πλησίαζε τις ακτές, το τοπίο πρόβαλε άγριο και αμόλυντο. Ωστόσο, μια έκπληξη μας περίμενε όταν μπήκαμε στον κόλπο Πνιγκό όπου βρίσκεται το σπίτι της. Δύο φουσκωτά είχαν μεταφέρει τεχνικούς και δημοσιογράφους από έναν γερμανικό τηλεοπτικό σταθμό. Οι Γερμανοί αλλά και οι Ελληνες συνεργάτες τους στριφογύριζαν σαν μέλισσες γύρω από την κυρα-Ρήνη, δίχως μάσκες ούτε αποστάσεις. Οταν τους το επισημάναμε αρκέστηκαν απλώς στο σχόλιο: «Μα είμαστε στην ύπαιθρο». Το συνεργείο είχε έρθει να κάνει συνέντευξη στη μόνη κάτοικο για τις ανεμογεννήτριες. Στον μικρό τσιμεντένιο ντόκο επικρατούσε συνωστισμός, ο οποίος έληξε όταν αποχώρησε το γερμανικό κλιμάκιο.
«Τα κατσικάκια μου»
«Από το πρωί με τρελάνανε», μας είπε αφοπλιστικά η κυρα-Ρήνη, μόλις ησύχασε από τους μουσαφίρηδες και κάθισε να ξαποστάσει. «Με πήρανε και από ένα ελληνικό κανάλι να βγω στον αέρα και τους είπα: “Δεν μπορώ παιδιά μου, πάω στα κατσικάκια μου”. Εχουνε πάθει τα ζωντανά μου μια αρρώστια και μου πεθαίνουν. Να, το πρωί έχασα δυο και άλλα δυο είναι ετοιμοθάνατα στο μαντρί. Πού να έρθει εδώ κτηνίατρος!
Εχω έναν στη Νάξο, του τηλεφώνησα για το πρόβλημα και μου είπε τι φάρμακα να πάρω. Μου τα έφερε το καΐκι, τους τα έδωσα αλλά τίποτα», έλεγε στην Κατερίνα Τοπούζογλου, στον Μάρκο Τράκα και στον Βαγγέλη Μαυρίκο που της έφεραν και αυτοί κτηνιατρικά φάρμακα για τα περίπου 150 ζώα της. Οταν φτάσαμε, βρήκαμε εκεί μόνον τα άρρωστα. Τα άλλα είχαν σκορπίσει να βοσκήσουν στις πλαγιές. Δένδρα δεν υπάρχουν, μόνο θάμνοι, και οι αγριομαστιχιές που κάποτε φύτρωναν στα βράχια, έχουν εξαφανιστεί.
«Κάθε μέρα ανάβω καντήλι για τους αεροπόρους»
Η Ειρήνη Κατσοτούρχη μένει στο παλιό καφενείο της Κινάρου, το μόνο κτίσμα στον όρμο. Ο παλιός οικισμός είναι αθέατος από τη θάλασσα, περίπου ένα χιλιόμετρο πιο πάνω.
Τα σπίτια του έχουν γίνει σωροί από πέτρες, αφού έφυγαν οι κάτοικοι. Στέκονται μόνο δύο που ανήκουν στην οικογένεια της κυρα-Ρήνης, όπως όρθια είναι και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του 1878.
Εκεί, έχει τοποθετηθεί και ένα μνημείο για τους τρεις αεροπόρους του Πολεμικού Ναυτικού που έχασαν τη ζωή τους όταν το ελικόπτερό τους συνετρίβη σε μια από τις πλαγιές. Οι αξιωματικοί Αναστάσιος Τουλίτσης, Κωνσταντίνος Πανανάς και Ελευθέριος Ευαγγέλου επέβαιναν στο μοιραίο ελικόπτερο και σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής στρατιωτικής άσκησης στις 11 Φεβρουαρίου του 2016.
«Χτύπησε ένα πρωί το τηλέφωνο και ήταν άνθρωποι από το Πεντάγωνο. Μου είπαν να βοηθήσω στην έρευνα για ένα ελικόπτερο που έπεσε τη νύχτα. Ανέβηκα σ’ ένα ψηλό σημείο, μύριζαν τα καμένα καύσιμα και είδα τα συντρίμμια. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ το θέαμα», λέει και δακρύζει. Τόσα χρόνια περάσανε, ακόμα κλαίω τα νιάτα των παλικαριών, κλαίω που σκοτώθηκαν για την πατρίδα. Και κάθε μέρα θυμιατίζω και τους ανάβω το καντήλι. Οι μανάδες τους δεν μπορούν να έρθουν εδώ να προσκυνήσουν το μνημείο, οπότε τα θρηνώ σαν να ήτανε δικά μου παιδιά», μας λέει και μας βάζει στο μικρό σπιτικό της.
Όντως, πλάι στις φωτογραφίες των δύο γιων και της κόρης της έχει και τους αεροπόρους.
«Και ένα βασίλειο να μου έδινες, εδώ θα έμενα»
Γεννημένη στην Αμοργό, ταξίδεψε ημερών στην Κίναρο και μεγάλωσε με τις αδερφάδες της στο νησί. «Οταν έκλεισα τα 14 με πήγανε στην Κάλυμνο και λίγο αργότερα γνώρισα τον άνδρα που παντρεύτηκα. Ο Μικές έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία και σε έναν χρόνο τον ακολούθησα και εγώ, το 1970. Κάτσαμε 15 χρόνια στο Ντάργουιν, δεν μου άρεσε καθόλου, είχε κακό κλίμα, κουνούπια. Το 1985 ξαναγυρίσαμε πια στην Ελλάδα με την οικογένεια και πήγαμε να ζήσουμε στην Κάλυμνο από όπου καταγόταν ο Μικές. Στο μεταξύ οι γονείς μου είχαν μείνει οι μόνοι κάτοικοι της Κινάρου και όταν το 1997 αρρώστησε και πέθανε ο πατέρας μου, η μάνα μου πήγε μόνιμα στην Αμοργό, το νησί έμεινε δίχως άνθρωπο», λέει η κυρα-Ρήνη.
Εκείνη την περίοδο έγιναν πολλές κλοπές και βανδαλισμοί στην έρημη Κίναρο. Κάποιοι άρχισαν να κλέβουν ζώα από τα κοπάδια του Γιώργου Θηραίου, ενώ λεηλάτησαν τα σπίτια, ψάχνοντας για θησαυρούς. Αυτό έκανε την κυρα-Ρήνη να γυρίσει πια στο νησί το 2000 και να εγκατασταθεί μόνιμα με τον άνδρα της: «Ηταν μια υπόσχεση που είχα δώσει στον πατέρα μου, να φυλάω την Κίναρο, μου την εμπιστεύτηκε αλλά το ήθελα και γω. Μου αρέσει το τοπίο, η αγριάδα, δεν ξέρω, όπου και να πάω δεν μπορώ να το αποχωριστώ. Και ένα βασίλειο να μου δώσεις, τίποτε δεν θέλω, μόνον την Κίναρο. Οποιος ζήσει εδώ και μετά πεθάνει η τελευταία κουβέντα που θα πει θα ’ναι Κίναρος».
«Πιο ανθεκτικές οι γυναίκες»
Τη ρώτησα γιατί από όλες τις αδελφές της, ο πατέρας της προτίμησε εκείνη να φυλά το νησί: «Ημουν η πιο άξια στις δουλειές: να σπείρω, να θερίσω, να ζυμώσω, να φροντίσω τα κατσίκια, να ψαρέψω. Πώς θα ζήσεις εδώ αν δεν τα κάνεις όλα, και δεν τα κάνεις καλά; Να ευχαριστείς τον Θεό που γεννήθηκες γυναίκα. Είμαστε πολύ πιο ανθεκτικές και δυνατές από τους άνδρες», μου είπε.
Για παρέα στη μοναξιά, το τσοπανόσκυλό της, η Σίμπα, που τριβόταν στα γόνατά της. Το σπίτι είχε πετρογκαζ για μαγειρική και θέρμανση, νερό από τρία πηγάδια για να ποτίζονται τα ζώα και τα περιβολάκια που όμως δεν είναι πόσιμο για ανθρώπους, φωτοβολταϊκά και γεννήτρια για ρεύμα και ένα δορυφορικό τηλέφωνο για επικοινωνία καθώς δεν υπάρχει κάλυψη δικτύου κινητής στο σημείο.
«Ενα πράγμα φοβάμαι μόνο: την κακοκαιρία. Μη μου κόψει τα φώτα. Στις αρχές του χρόνου είχαμε μια θύελλα και έμεινα χωρίς ρεύμα. Δεν έδινα σημεία ζωής. Και ήρθε ο στρατός με κομάντο και ελικόπτερο να με αναζητήσει με δέκα μποφόρ. Ανησύχησαν όλοι αλλά δεν υπήρχε τρόπος να ειδοποιήσω πως είμαι καλά. Με προσέχουν και όταν παίρνω τηλέφωνο τον Αλκιβιάδη Στεφανή, το σηκώνει πάντα ο ίδιος», λέει.
Κάθε τόσο τα δύο από τα τρία παιδιά της πηγαίνουν να την επισκεφθούν από την Κάλυμνο με τα εγγόνια της εκτός από τον μεγάλο της γιο που ζει μόνιμα στην Αυστραλία. Τη βρίσκουν να έχει το ίδιο πρόγραμμα πάντα. «Η ημέρα μου περνά με τον ίδιο τρόπο: 2.30 τη νύχτα ξυπνώ, βλέπω τηλεόραση μέχρι και να ξεφέξει και μετά πηγαίνω στα ζώα, να τα ταΐσω, να τα ποτίσω και μετά θα πάω εκεί που είναι τα σπίτια. Θα ταΐσω κάτι κότες που έχω, να ανάψω τα καντήλια στην εκκλησία, Θα πω μια προσευχή για τους αεροπόρους, θα έρθω κάτω θα κάμω φαΐ, θα κοιμηθώ, το απόγευμα πάλι τα ίδια, μόνο που δεν ξανανεβαίνω στον οικισμό, κάθομαι εδώ».
Και το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή; «Για εσάς είναι η πανδημία, για μένα είναι το σπίτι, έχουν σαπίσει διάφορα. Πρέπει να επισκευαστεί άμεσα. Ηρθε ο στρατός και μου έκτισε εδώ δίπλα ένα δωμάτιο για να μπορέσω να μείνω εκεί ώσπου να τελειώσει η επισκευή. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει κάτι. Μου είπανε και από την Ομάδα Αιγαίου ότι μπορεί να μου το φτιάξουν. Μακάρι να προχωρήσει, ανησυχώ για τον χειμώνα που έρχεται».
«Όσο ζω, πόδι Τούρκου δεν θα πατήσει εδώ»
Βασίλειο να μου χάριζαν, τούτη τη γη δεν την προδίνω, λέει η κυρα-Ρήνη, ακρίτισσα-σημαιοφόρος, η μόνη κάτοικος Κινάρου, στην καρδιά του ελληνικού αρχιπελάγους. Στύβοντας την πέτρα της ζωής από τα μικράτα της, γαλβανισμένη με αφοβία, «όσο αναπνέω πόδι εχθρού δεν θα μαγαρίσει το νησάκι μου», η μέρα της ανατέλλει στις 2.30 τη νύχτα, θυμιατίζει κι ανάβει το καντηλάκι εις μνήμην αδικοχαμένων αεροπόρων. «Οι μανάδες τους δεν μπορούν να φτάσουν εδώ»
«Τελικά ποιος σε προσέχει κυρα-Ρήνη;» τη ρώτησα. «Ο Αη Γιώργης», μου ’πε με ακλόνητη βεβαιότητα. «Τις προάλλες ψόφησε ένα ζωντανό και έπεσε σε μια τρύπα εδώ δίπλα. Πήγα να το βγάλω να μη βρωμίσει. Το έπιασα από τα πόδια, έχασα την ισορροπία μου, κατρακύλησα κάτω. Αν δεν ήταν εκείνος, θα ’χα σκοτωθεί». Και αν χρειαστεί γιατρός; «Γιατρός μου είναι ο Τάσος που σας έφερε και ένα παλικάρι από τη Λέρο. Αυτούς θα πάρω να έρθουν να με μαζέψουν με τα φουσκωτά, αν αρρωστήσω, να με πάνε στον γιατρό. Και έρχονται, ο Θεός να τα έχει καλά τα δυο παιδιά αυτά».
Οση ώρα μιλούσαμε, τα μέλη της All For Blue είχαν βγάλει από τον βυθό ένα ολόκληρο τσουβάλι με σκουπίδια: κατσαρόλες, κουτάλες, μια μίζα από καΐκι, μπουκάλια, μια πλαστική αυγοθήκη (με άθικτα αυγά έπειτα από χρόνια!), δίχτυα, σκουριασμένα σίδερα. Θα αναρωτηθεί κανείς πώς βρέθηκαν όλα αυτά σε έναν όρμο που δεν έχει κίνηση. Η αλήθεια είναι ότι αποτελεί ένα ασφαλές καταφύγιο από τον βοριά για πολλά καΐκια, σκάφη αναψυχής, κότερα. Και φαίνεται πως ό,τι περισσεύει πετιέται στο νερό, δίχως δεύτερη σκέψη. Στο τέλος του καθαρισμού, το θέαμα προκαλούσε θλίψη. Αν σε ένα τέτοιο παρθένο μέρος υπάρχουν τόσα σκουπίδια, τι γίνεται σε ακτές που είναι πολυσύχναστες;
Η αποστολή
Η Κατερίνα Τοπούζογλου και τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης έχουν ανασύρει απίστευτα αντικείμενα, όπως οικιακές συσκευές, μηχανές μεγάλου κυβισμού, μπάζα και άλλα οικοδομικά υλικά, μπαταρίες αυτοκινήτων και ό,τι μπορεί να βάλει ο νους, από διάφορα σημεία της Ελλάδας. Παρακολουθώντας τους επί το έργον στην Κίναρο, διαπίστωσα πόσο εύκολο είναι να πετάξει κανείς κάτι μέσα στη θάλασσα και πόσο δύσκολο είναι να βγει από το νερό. Ενα μπλεγμένο δίχτυ με πέτρες χρειάστηκε τους τρεις άνδρες της οργάνωσης και πολύ κόπο για να μπορέσει να ανελκυσθεί στην επιφάνεια. Μετά πολλές ώρες εντατικής δουλειάς, η αποστολή εξετελέσθη. Το καΐκι από την Αμοργό θα έπαιρνε και τα σκουπίδια στην επόμενη επίσκεψη, για να ζυγιστούν και να ανακυκλωθούν.
Πριν φύγουμε από την Κίναρο αισθάνθηκα την ανάγκη να ευχαριστήσω τη μόνη κάτοικο που φυλάει αυτόν τον βράχο: «Οσο είμαι ζωντανή, δεν θα πατήσει ποδάρι Τούρκου εδώ πάνω, δεν θα μαγαρίσει το νησί», είπε με αποφασιστική φωνή. «Αγαπώ την πατρίδα μου και θέλω να μείνει ακέραιη, αυτή είναι η επιθυμία μου». Επιασε ύστερα να διηγείται για πτήσεις που έγιναν παλαιότερα και να περιγράφει τους θορύβους από τις τουρμπίνες των πολεμικών που σήκωσαν στο πόδι το νησί και την έκαναν να πάρει τηλέφωνο στο Πεντάγωνο από την ανησυχία. «Μου είπανε να μη φοβάμαι και ότι τα πολεμικά μας πλοία είναι παντού στο Αιγαίο». Η ελληνική σημαία έξω από το σπίτι, πάντως, ήταν τυλιγμένη στο σκοινί της: «Εχω δυσκολία να τη μαζεύω όταν φυσάει ο αέρας, χρειάζεται πολλή δύναμη. Δεν θέλω να μου την κάνει κουρέλι τη γαλανόλευκη. Βέβαια, όλοι οι πολιτικοί που ήρθανε να με δούνε, σημαίες μου φέρανε, έχω μια σακούλα γεμάτη».
Το ταξίδι κόντευε να τελειώσει. «Πριν επιστρέψετε να σας βάλω μια τηγανιά πατάτες με αυγά να γίνονται; Θα πεινάσατε», μας ρώτησε η κυρα-Ρήνη. Αρνηθήκαμε ευγενικά για να μην μπει στον κόπο. Κάθε τόσο γελούσε και αυτό το χαμόγελο μας άνοιγε την καρδιά. Οχι μόνο δεν ήταν καταβεβλημένη από τη δύσκολη καθημερινότητα, αλλά είχε ένα ζωογόνο κέφι, την ψυχική δύναμη που είχαν κάποτε οι νησιώτες. Η γνωριμία μαζί της ήταν ένα μάθημα ολιγάρκειας και ευγνωμοσύνης προς τη ζωή. Δεν είχε καμιά από τις ανέσεις που απολαμβάνουμε, όμως η ευτυχία ανάβλυζε από μέσα της.
«Ενα είναι το μυστικό: Τα πράγματα που δεν μπορώ να τα πάρω, δεν τα ζητώ. Κοιτώ να είμαι χαρούμενη και να εκτιμώ αυτά που έχω. Μου αρκούν», μου είπε με μια επικούρεια ή αλλιώς κυκλαδίτικη σοφία, πες το όπως θες.
Στον πλου της επιστροφής, μου ήρθε η εικόνα του τρυφερού Μικρού Πρίγκιπα του Σεντ Εξιπερί, ο οποίος ζούσε μόνος σ’ έναν λιλιπούτειο πλανήτη με την αγαπημένη του αλεπού και ένα ρόδο. Οπως έτρεχε το φουσκωτό πάνω στα αγριεμένα κύματα, μου φάνηκε πως γύριζα πίσω στην πραγματικότητα από τον πλανήτη αυτό, που είχε –περιέργως– τη μορφή βραχονησίδας μέσα στο Αιγαίο.