Γράφει ο Μανώλης Δημελλάς στο karpathiakanea.gr
Τα πλάσματα της θάλασσας, δεν έχει σημασία αν είναι μέσα ή έξω από το νερό, ξεχωρίζουν από μια παράξενη ανοιχτοσιά που ξεχύνεται απ’ τα μάτια τους.
Μοιάζει με τερτίπι του ορίζοντα κι αόριστα θυμίζει κάτι από το άγγιγμα του ήλιου, όταν εκείνος αποσύρεται για να ξαποστάσει στο γιατάκι του.
Για το Μανώλη Καφετζή, μα δεν είναι υπερβολή, δε θα έκανε εντύπωση αν είχε κρυμμένα βράγχια ή λέπια! Γέννημα-θρέμμα στην επιφάνεια του νερού, ακόμη και η πιο αδιάφορη μικρή του μνήμη είναι νοτισμένη στο ιώδιο, πετρωμένη μέσα στο χοντρό αλάτι.
Σπόρος δυο δεινών ψαράδων, του Ταρταούλα και του Μιαούλη
Αληθινή πατρίδα η Θάλασσα, μάνα το άπειρο του Αιγαίου. Ο ψαράς παππούς ξεκίνησε από το Καλό Χωριό της Κρήτης, τότε είχε το επώνυμο Καφετζάκης, με τους γνωστούς και τους φίλους να τον φωνάζουν Ταρταούλα.
Αυτός λοιπόν διάλεξε την Κάλυμνο για να δέσει το καΐκι του, να ριζώσει και να κάμει τη δική του φαμίλια.
Έπειτα ήταν η σειρά του μοναχογιού του, ο πατέρας του Μανώλη, ψαρεύοντας βρέθηκε στην Κάρπαθο, είχε πια το επώνυμο Καφετζής, εκεί γνώρισε κι ερωτεύτηκε την κόρη ενός άλλου ψαρά, του Καρπάθιου Μιαούλη.
Λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μιχάλης Καφετζής παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεωργίου Νιωτή και μαζί έκαμαν τρία παιδιά. Το 1939 γεννήθηκε ο πρωτογιός τους, ο Μανώλης Καφετζής. Όμως κάπου εδώ τρώγομαι, θέλω να γράψω γιατί φώναζαν Μιαούλη, τον παππού του Μανώλη.
Λοιπόν κάποια φορά μια παρέα ψαράδων τραβούσε μια βάρκα από το νερό και εκείνος τους καθοδηγούσε. Όμως οι φίλοι δεν είχαν ρυθμό και η βάρκα δυσκολευόταν να βγει από τη θάλασσα. Τότε εκείνος δεν άντεξε και έδωσε νέο πρόσταγμα:
– Να με ακούτε, όπως είπα και να τραβήξετε με μια ούλοι!
Ο γέρος Μιαούλης ήταν σπουδαίος ψαράς αλλά και γερός γλεντιστής, επίσης έπαιζε τσαμπούνα και από το κέφι που σκορπούσε έκανε την παρέα να γεμίζει με κρασί τον ασκό του μουσικού οργάνου κι έτσι να μη σταματούν το γλέντι, να παίρνουν φωτιά τα παινέματα και οι μαντινάδες.
Όμως η κόρη του Μιαούλη και μάνα του Μανώλη, δεν είχε μοίρα. Η Καλλιόπη σκοτώθηκε το 1943 σε μια επιδρομή συμμαχικών αεροπλάνων λίγο έξω από το λιμάνι, ο πρωτογιός της, ο Μανώλης ήταν λίγα μέτρα παραδίπλα και σώθηκε από καθαρό θαύμα.
Δεν υπάρχει ίχνος μνήμης που να μην είναι βουτηγμένη στη θάλασσα, ακόμη και τον πνιγμό του μικρού αδελφού του, τον έζησε μέσα από το παράξενο όνειρο που είδε ο πατέρας του μια νύχτα μέσα στο καΐκι.
Κρατούσε, λέει, δυο λίρες και ένα φλουρί και η μια λίρα ξέφυγε από τη χούφτα του, έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε στον μαύρο βυθό. Αυτό ήταν, ξύπνησε αλαφιασμένος και είπε το όνειρο στον πρωτογιό του. Μάλιστα σκέφτηκε ότι κάτι κακό θα συμβεί, γιατί συνδύασε τις δυο λίρες με τους δυο του γιους και το φλουρί με τη μοναχοκόρη. Πατέρας και γιος επέστρεψαν από το ταξίδι και έμαθαν ότι είχε πνιγεί ο μικρότερος αδελφός του Μανώλη.
Το πρώτο μπάρκο και το ναυάγιο
Αν το Δημοτικό Σχολείο δεν ήταν υποχρεωτικό σίγουρα θα είχε παρατήσει τα γράμματα για να μπαρκάρει! Ο Μανώλης πήρε το απολυτήριο από τα χέρια του δάσκαλου Ορφανού και ήταν μόλις 12 χρονών όταν έπιασε δουλειά στο πρώτο του βαποράκι.
Ήταν το «ΚΑΠΕΤΑΝ ΞΕΝΟΦΩΝ» που πηγαινοερχόταν από τη γειτονική Κάσο και έπαιρνε το φορτίο από ένα βυθισμένο Λίμπερτυ. Η ιστορία του άτυχου πλοίου ξεκινά το Φλεβάρη του 1958, όταν το φορτηγό με όνομα «ΑΦΡΙΚΑΝΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ» τσακίστηκε πάνω στο νησάκι Πλάτη, που βρίσκεται δίπλα στην Κάσο και σε βάθος μόλις 16 οργιές. Αυτό το φορτηγό κουβαλούσε μινεράλι (σιδηρομετάλλευμα) που όμως ήταν ανακατεμένο με χρυσό.
Ούτε ένα, ούτε δυο, τρία χρόνια δούλεψε στο ΚΑΠΕΤΑΝ «ΞΕΝΟΦΩΝ» και στο άδειασμα του βυθισμένου φορτηγού, όταν ήρθε η ώρα να φύγει τότε έμαθε ότι δεν τον είχαν καταγράψει στο ναυτολόγιο του πλοίου.
Ο Μανώλης δε το ’βαλε κάτω, περαστικό από την Κάρπαθο βρέθηκε το μότορσιπ «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ», ήταν 15χρονος έφηβος, ανέβηκε πάνω στο πλοίο, ζήτησε δουλειά και στο άψε-σβήσε έγινε μέλος του πληρώματος.
Τότε ξεκίνησε τα αληθινά ταξίδια. Από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στο Βόλο, την Κρήτη και την Ιταλία, το βαποράκι μπορεί να στέναζε μέσα στις θάλασσες, όμως δεν έλεγε να κόψει και τα κατάφερνε μια χαρά.
Είχαν περάσει 2 χρόνια, όταν η επιθεώρηση βρέθηκε πάνω στον ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ, εκεί, καθώς χτυπούσαν και δοκίμαζαν την αντοχή από τις λαμαρίνες του πλοίου, ο Μανώλης ένιωσε ότι κάτι δεν πάει καλά. Το παλιό σκαρί, ήταν τόσο ταλαιπωρημένο που σε κάθε χτύπημα το σίδερο βούλιαζε, έλιωνε σαν να είναι σκοροφαγωμένο ξύλο!
Τότε σκέφτηκε πως ήταν η ώρα να βγει στη στεριά.
Ο καπετάνιος, που στο μεταξύ είχε γίνει φίλος με τον νεαρό Μανώλη, τον παρακάλεσε να κάνει ένα τελευταίο δρομολόγιο κι ύστερα να ξεμπαρκάρει.
Ξεκίνησαν από το Βόλο, έπειτα έπιασαν Σαντορίνη όπου φόρτωσαν ελαφρόπετρα για Ρόδο κι από εκεί βρέθηκαν στους Καλούς Λιμένες της Κρήτης. Γέμισαν τα αμπάρια με σπόρους Χαρουπιών, για τελευταίο προορισμό τραβούσαν σε κάποιο λιμάνι της Ιταλίας.
Είχε πιάσει μεσημεράκι, ο Μανώλης έκανε τη βάρδια του και κατέβηκε στην καμπίνα να φρεσκαριστεί και να ξαποστάσει, όταν ένας ναύτης έβαλε τις φωνές.
Το βαποράκι έμπαζε νερά και από τη μηχανή έβγαιναν καπνοί!
– Σήκω πάνω, Μανώλη, βουλιάζουμε.
Στη θάλασσα της Νότιας Κρήτης, κάπου έξω από το χωριό Σφηνάρι, οι επτά ναυτικοί του «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ», αφού έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, χωρίστηκαν σε δυο ομάδες, έπεσαν στο νερό κι ανέβηκαν στις βάρκες, ευτυχώς η θάλασσα εκείνες τις ώρες ήταν στις καλές της.
Στη μικρή βάρκα ήταν κι ο Μανώλης, χρειάστηκαν μια εξάωρη κωπηλασία για να πιάσουν τη στεριά. Έπειτα περπάτησαν, μπερδεύτηκαν μέσα στα χωράφια, έχασαν χρόνο μέχρι να βρεθούν στο πρώτο χωριό. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα κι ο ανθρώπινος πολιτισμός έδινε με τα φώτα του λίγη ζεστασιά.
Οι ντόπιοι τρόμαξαν μόλις αντίκρισαν τους ταλαίπωρους τσαλακωμένους ναυτικούς, όμως γρήγορα συνήλθαν, φίλεψαν με ό,τι καλύτερο είχαν τους ναυαγούς και έδωσαν ένα μάθημα φιλοξενίας, τέτοιο που δε βγαίνει από τη μνήμη του Μανώλη Καφετζή.
Μετά έγινε θόρυβος, ήρθαν οι καταθέσεις στο Λιμεναρχείο και οι δικαστικές εκθέσεις, σύντομα η ιστορία του ναυαγίου ξεχάστηκε κι ο ναύτης του βυθισμένου πλοίου Μανώλης Καφετζής δεν πήρε ούτε μια δραχμή, ως αποζημίωση για την ταλαιπωρία.
Λίγο αργότερα βρέθηκε το “FELICITE”, ένα μεγάλο βαπόρι της εταιρείας Τρικόγλου με καπετάνιο τον συντοπίτη του Ντίνο Λυτό από το Μεσοχώρι. Με αυτό το φορτηγό γύρισε και γνώρισε τους ωκεανούς του κόσμου.
Σε μια από τις σύντομες επιστροφές στο νησί, ήταν λίγο πάνω από τα 20, όταν πρωτομίλησε με την Καλλιόπη Λύκου. Ένα καλό κορίτσι από το Μεσοχώρι, λοιπόν είχε έρθει ώρα να κάνει οικογένεια. Δεν πέρασε ούτε βδομάδα, έγινε ο γάμος κι εκείνος ξαναγύρισε στα βαπόρια. Ταξίδεψε με το κασιώτικο βαπόρι «ΔΟΝ ΜΑΝΟΥΕΛ», με τον καπετάνιο Μηνά Τσουκαλά, ήταν οι χρονιές 1964-1965 όταν ξανα-έφερνε βόλτα όλο τον πλανήτη.
Ναυτικός των ωκεανών, ψαράς στο Αιγαίο
Το 1966 ο Μανώλης ξεμπάρκαρε, άφησε μια και καλή τα βαπόρια αλλά η θάλασσα ήταν μονόδρομος. Ξεκίνησε με μια βαρκούλα 6,5 μέτρα, την αγόρασε από την Κάσο και την έφερε στο Μεσοχώρι.
Εκείνα τα χρόνια το νησί είχε είχε καλούς ψαράδες, όπως θυμάται ο Μανώλης, στα Πηγάδια ήταν ο Γιάννης Μιχαλαριάς με τα παιδιά του, οι Νιωτήδες (Σωτήρης, Γιάννης, Παντελής, Μιχάλης), ο Σκεύος Καβουκλής, ο Αντωνάκης Χαλκιάς, ο Σταμάτης Χριστοδουλάκης, ο Γιαννάκης Λάμπρος, οι Παπαδόπουλοι (με το παρατσούκλι οι Φουνταλήδες). Θυμάται ακόμη και δυο ψαράδες από το χωριό Σπόα, ο Νικόλας Σισαμής κι ο Γιάννης Κουμπανιός, που ξεκινούσαν από το λιμανάκι του Αγίου Νικολάου.
Τότε είχε μεροκάματο για όλους! Μικρά και μεγάλα ψάρια, Μπαρμπούνια, φαγκριά, Σαργοί, Συναγρίδες, Ορφοί. Κάθε Αύγουστο ήταν ο μήνας του Ξιφία.
Θυμάται το μικρό πανηγύρι που στηνόταν τα πρωινά στο λιμάνι, όταν επέστρεφαν τα καΐκια από το ψάρεμα κι ό,τι τους περίσσευε το έστελναν με το βαπόρι της γραμμής στους μανάβηδες της Ρόδου.
Ο ταμίας ήταν η γυναίκα του, η Καλλιόπη κρατούσε το κουμάντο κι όταν εκείνος θα πήγαινε βόλτα στο καφενείο εκείνη φρόντιζε ακόμη και για το χαρτζιλίκι του.
Ο Μανώλης άλλαξε πολλές βάρκες, μπάλωσε αμέτρητα δίχτυα, αρμάτωσε παραγάδια και για μαθητές είχε δίπλα του τους τρεις γιους του. Τον Μιχάλη, τον Αντώνη και τον Γιώργο. Τα επόμενα χρόνια οι γιοι του μπήκαν μπροστά, πρώτα αγόρασαν ένα 12μετρο σκαρί, ενώ σήμερα τα τρία αδέλφια έχουν ένα 16μετρο καΐκι και οργώνουν τις θάλασσες γύρω από την Κάρπαθο και την Κάσο.
Για τον θαλασσινό κάθε χρονιά είναι παράσημο
Σήμερα συναντάς τον Μανώλη Καφετζή πιο πολύ στη στεριά παρά στη θάλασσα, όμως έχει μια βαρκούλα, τη «ΖΩΟΔΟΧΟ ΠΗΓΗ» κι όταν η διάθεσή του θελήσει να μυρίσει το αλάτι, τότε την καβαλά για μια βολτούλα, ρίχνει κι ένα παραγαδάκι, που καμιά φορά βγαίνει τυχερό και φορτωμένο ψάρια.
Στις θαλασσινές γειτονιές του Λευκού έχει τα δικά του γνώριμα μυστικά σημάδια. Ξέρει πού είναι ο λάκκος με τα ψάρια, νιώθει προς τα πού πάει το υπόγειο ρέμα. Γιατί ο Μανώλης είναι ζυμωμένος με την παλιά φουρνιά κι έμαθε να δουλεύει δίχως περίτεχνα εργαλεία, ψαρεύει χωρίς ηλεκτρονικά μηχανήματα.
Είναι περήφανος κι όπως λέει:
«Εγώ μπαίνω μέσα και τα χάνω από τα όργανα που έχει το καΐκι των παιδιών μου. Με τον Πολικό αστέρα ταξίδευα και με αυτόν γυρνούσα σπίτι, αυτός δε κουνιέται!
Ο παππούς μου, ο Καλύμνιος ο Ταρταούλας, μου έμαθε να διαβάζω τα αστέρια, αυτός μου έλεγε, άμα φύγεις νύχτα και έχει καιρό, αν δεις τα αστέρια να τρεμοπαίζουν, τότε καθώς θα φεύγεις το λιμάνι σε μουτζώνει! Γιατί είναι σα να σου λέει, πού πας; Γιατί δε μετράς τη δύναμη της φύσης; γιατί δε λογαριάζεις τη θάλασσα;
Και για την πιο συνηθισμένη απορία, ποιο είναι το καλύτερο ψάρι, εκείνος καθώς μπάλωνε δίχτυα, μας απαντούσε:
– Ψάρι με κεφαλή κι ουρά κι ό,τι να ‘ναι».