“Αν δεις στον ύπνο σου, μια νύχτα με βροχή, φωτιά να καίει, είν΄ η καρδιά μου που στενάζει μοναχή και σιγοκλαίει.”
Έτσι διατυπώθηκε από τους ποιητές. Διότι κάποτε η βροχή ήταν το ηχείο των συναισθημάτων. Όταν έβρεχε, δεν μπορούσες να τα παραγνωρίσεις.
Σαν να επρόκειτο για την εκπνοή ενός στοιχείου που μετέφερε την οργανική προϋπόθεση της ζωής, ο κάθετος θάνατος του νερού ήταν πάντα ένας ύμνος στην διάρκεια που χάνεται και στη μονότονη ανακούφιση αυτής της απώλειας. Όπως όλες οι ζωές, όπως όλες οι εκδηλώσεις θυσίας, έτσι και η ζωή της βροχής έσβηνε χάριν της γονιμότητας. Όπως όλοι οι σπόροι, το νερό έπρεπε να πεθάνει για να ανακυκλωθεί σ΄ έναν κόσμο που το ονειρευόταν η βροχή έφτανε για ν΄ αναγγείλει τον πτωτικό χαρακτήρα κάθε δημιουργίας, μας δίδασκε πως οτιδήποτε υψώνεται, υπακούει ταυτόχρονα στην κλήση μιας καθόδου που το ρευστοποιεί για να το ζωογονήσει εκ νέου. Μ΄ αλλά λόγια, η βροχή ήταν η πεμπτουσία της επανάληψης του θανάτου που ρυθμίζει όλους του κύκλους ζωής. Το θρόισμα της στη λαμαρίνα τραγούδησε τον νόμο αυτού του παράδοξου.
Να βλέπεις στη βροχή μιαν απρόσωπη εκδήλωση των στοιχείων, να πιστεύεις πως η βροχή είναι απλώς νερό που πέφτει, ήταν μέχρι πρότινος μικροψυχία. Στον ήχο της ο άνθρωπος αναγνώριζε τον θρίαμβο ενός απ΄ τα θεμελιακά νοήματα, της πλησμονής που εκχυλίζει σαν δωρεά, του μάννα εξ ουρανού, ακόμη και του από μηχανής θεού. Ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο οτιδήποτε αγαθό προέρχεται ¨από ψηλά¨ έβρισκε ανέκαθεν, στη βροχή, την ιδεώδη κατάφαση: η βροχή ήτανε στεναγμός εκπληρούμενης προσδοκίας.
Ο ουρανός έδινε λόγο στην ομορφιά αλλά και στη ματαίωση, ενώ η γη παρέμενε ο τόπος της πραγμάτωσης, της επαλήθευσης. Η βροχή ανακούφιζε τη γη από το βάρος του πραγματικού. Ο ήλιος μας έκανε ερωτιάρηδες ή παράλογους, η βροχή καθησύχαζε τα πνεύματα, ήταν μαλακτική, κατευναστική, θεραπευτική, το φως της υπήρξε γαλακτερό. Ήταν ένας ύπνος πάνω στα πράγματα, και σαν τέτοια τους επέτρεπε να κοιτούν δίχως ταραχή, πίσω απ΄ την κουρτίνα και τους υδρατμούς, τη σκηνή μιας δοκιμασίας εξ υποθέσεως παροδικής. Η βροχή ήταν το ον εκείνο που ξαγρυπνούσε για να ονειρευόμαστε το θάνατο με τρόπο ειρηνικό. Οι χειρονομίες της δεν απέπνεαν καμίαν οξύτητα, θύμιζαν βάλσαμο, θωπείες, μουσικές γέφυρες ανάμεσα σε ήπιες εντάσεις.
Η βροχή υπήρξε ο θυρωρός της ευτυχισμένης παιδικότητας, περιβαλλόταν απ΄ τους θρύλους των Χριστουγέννων, τη μυρωδιά των κυπαρισσιών, τα σαλιγκάρια και τα πετάγματα των ελαφιών στην ομίχλη. Το παιδί συνέλαβε εκεί τις πρώτες απορίες. Κατανόησε τη διαφορά κι ότι καμιά καλοκαιρινή υπερβολή δεν θα μπορούσε να διεγείρει το βλέμμα αν δεν είχε προηγηθεί ο χειμώνας με το μισόφωτο, οι αστραπές, οι λιτανείες της υγρασίας. Ζήσαμε όλοι, πριν από καιρό, μια εποχή που τη νανούριζαν οι αντιθέσεις.
Μέσα στο παιδί, η βροχή διασκέδαζε την αγωνία του χρόνου, διότι ο χρόνος γινόταν φιλικός, κουλουριαζόταν γύρω του και άκουγαν μαζί τον μονόλογο του νερού στα παραθυρόφυλλα. Το παιδί διασκέδαζε την αγωνία από την εναλλαγή των εποχών με το παιγνίδι που ονομάζεται κινέζικο πορτρέτο αφού , αν η βροχή ήταν γυναίκα, θα ήταν η μάνα του, εκείνη τη στιγμή. Διασκέδαζε δηλαδή τη βιασύνη της μεταμόρφωσης των πραγμάτων με την εντύπωση μιας παρουσίας στην οποία μπορούσε κάλλιστα να επιστρέψει με την πρώτη δυσκολία. Η βροχή γαλήνευε και γαληνευόταν. Όταν άγγιζε τη σφοδρότητα της καταιγίδας, προσελάμβανε το χαρακτήρα μιας φύσης μαστιγωτικής αλλά ποτέ εκδικητικής, ορμούσε πάνω στην υλικότητα του κόσμου αλλά με τρόπο ποτέ χαιρέκακο. Η βροχή ήταν η διαυγής ορατότητα σε ώρα μελαγχολίας. Η λύπη της για κείνο που πεθαίνει ποτέ δεν γινόταν κατάθλιψη, πάντοτε έμενε στον ρεμβασμό και τον μετέδιδε σαν βύθιση στο αόρατο.
Αυτή η βροχή δεν υφίσταται πια, ακριβώς υφίσταται το καλοκαίρι, απορροφημένο απ΄ τις διεκπεραιώσεις του τουριστικού τομέα. Στην εξαφάνιση των συμβολισμών της βροχής επιφυλάχθηκε μια μοίρα ακόμη πιο άδικη, γιατί μπορεί η βροχή, η όξινη βροχή της τρίτης χιλιετίας, να βλάπτει όσο και ο ήλιος, όμως αυτή, επιπλέον, μπορεί να σε πνίξει κυριολεκτικά με τον ρεαλισμό της. Εισβάλει στα υπόγεια και αναγκάζει τη φτώχεια να βγει στο δρόμο, δηλαδή εκεί απ΄ όπου ήρθε και να δείξει στις κάμερες την ώς τότε καμουφλαρισμένη προσωρινότητα των επίπλων. Η βροχή ξυπνάει την ανάμνηση της γενοκτονίας.
Έχοντας φορτιστεί μ΄ αυτή τη μιασματική φιλαλήθεια, η βροχή γίνεται αληθινό μίασμα η ίδια κι έτσι οι μεταφορικές της χρήσεις στη γλώσσα παύουν να είναι μεταφορές. Τώρα κυκλοφορούν στον λόγο σαν κυριολεξίες. Για παράδειγμα, η βροχή των καταγγελιών, η βροχή την παραπόνων, η βροχή των σκανδάλων, όλες αυτές οι βροχές είναι ότι το δηλητήριο που πέφτει στις στέγες μας, διότι το βρόχινο νερό άρχισε ήδη να ισοδυναμεί με καταγγελία, με παράπονο, με σκάνδαλο.
Δεν υπάρχει πια φιλική πτώση, ότι πέφτει πέφτει για να μας συντρίψει.
Δημήτρης Γάκης
Πρώην Βουλευτής Δωδ/σου
ΣΥΡΙΖΑ