Τη συγκλονιστική ιστορία του Νισύριου Νικόλαου Κωσταρά, παρουσιάζει το www.ert.gr, στα πλαίσια της ανάδειξης μίας σημαντικής και παράλληλα όχι τόσο γνωστής, πτυχής της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας.
Αυτής των Ελλήνων προσφύγων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που κυρίως από τη νησιωτική Έλλάδα, πέρναγαν στην Τουρκία, τη Συρία, την Κύπρο, τη Μ. Ανατολή και την Αφρική.
Έκαναν δηλαδή την ίδια διαδρομή, αλλά με ανάποδη φορά, από αυτή που κάνουν τα προσφυγικά ρεύματα της τελευταίας διετίας. Αφετηρία του σημερινού μας ταξιδιού, η Νίσυρος.
Παρουσιάζουμε με περιληπτικό τρόπο, υλικά από την έντυπη έκδοση «Νισυριακά», της «Εταιρείας Νισυριακών Μελετών», που επιμελήθηκε η Ασημένη Τρ. Μπίλλη (τόμος 17ος).
O επισμηναγός Νικόλαος Κωσταράς, στα 10 του χρόνια έμεινε ορφανός από γονείς, ενώ στα νεανικά του χρόνια προδόθηκε από Έλληνα στους Ιταλούς, ότι είχε κυνηγετικό όπλο και φυλακίστηκε στην Κω για τέσσερις μήνες. Στις 11 Νοεμβρίου 1943 στη Νίσυρο έφτασαν οι δυνάμεις των Γερμανών και διέταξαν όλες οι βάρκες να είναι γεμάτες με νερό μέχρι τη μέση για να εμποδίσουν όσους ήθελαν να διαφύγουν προς την Τουρκία.
Ο ίδιος σε ηλικία 19 ετών τότε, κλέβει δίπλα από το καΐκι του Νικόλα Φρατζή τη μικρή του βάρκα μήκους 2,5 μέτρων, την έσυρα στα βράχια και άδειασε τα νερά, ξεκινώντας για το Φάρο στον Κάβο Κριό της Τουρκίας, την αρχαία Κνίδο.
Όπως περιγράφει: «Αφού είχα διανύσει τα 2/3 της απόστασης, άκουσα ένα δυνατό θόρυβο και τότε με πλεύρισε ένα εχθρικό περιπολικό. Με έπιασαν, με ανέβασαν στο περιπολικό και έδεσαν τη βάρκα μου στην πρύμνη τους.
Μέσα σε αυτό ήταν πέντε άτομα. Μπροστά στην καμπίνα ήταν ο τιμονιέρης ενώ εμένα με έβαλαν στο πίσω μέρος. Θα με πήγαιναν στο λιμεναρχείο της Κω. Όταν ξεκίνησε το σκάφος και πήγαν όλοι για ύπνο, εκτός από τον τιμονιέρη που έμεινε στη θέση του. Τότε χωρίς να χάσω καιρό, τράβηξα τη βάρκα μου, πήδηξα μέσα και την έλυσα. Εξαιτίας της ταχύτητας του σκάφους, η βάρκα έμεινε πίσω. Έπιασα τα κουπιά και έβαλα πλώρη για την Τουρκία.
Δυστυχώς και ενώ είχα απομακρυνθεί αρκετά, οι Ιταλοί αντιλήφθηκαν την απουσία μου. Αμέσως σταμάτησαν το περιπολικό, άναψαν τον προβολέα και αφού με εντόπισαν, άρχισαν να μου ρίχνουν με ένα πυροβόλο. nisyrosΤότε αναγκάστηκα να πηδήξω στη θάλασσα. Την ώρα που έπεφτα ένοιωσα ένα τσούξιμο στον αστράγαλο του ποδιού μου. Είχα χτυπηθεί από ένα βλήμα. Ενώ ήμουν στη θάλασσα, έβαλα τη βάρκα μπροστά μου σαν ασπίδα, γρήγορα όμως και αυτή βούλιαξε από τον καταιγισμό των πυρών που δεχόμουν.
Οι Ιταλοί βλέποντας τη βάρκα να βουλιάζει, νόμισαν ότι πνίγηκα, γι αυτό αποφάσισαν να φύγουν. Εγώ αναγκάστηκα να βγω στην Τουρκία κολυμπώντας. Αφού κολύμπησα αρκετά έφτασα στη στεριά ακριβώς κάτω από το φάρο. Ξεκουράστηκα λίγο και επειδή το πόδι μου με πονούσε αρκετά, βρήκα ένα ξύλο και στηριζόμενος σε αυτό ανέβηκα στο φάρο.
Εκεί βρήκα ένα γέρο φαροφύλακα ο οποίος στα τουρκικά με ρωτούσε προφανώς ποιος ήμουν. Εγώ μη γνωρίζοντας τη γλώσσα του απάντησα με νοήματα δείχνοντάς του προς τη Νίσυρο. Εκείνος αφού περιποιήθηκε το τραύμα μου, μου έδωσε φαγητό και με οδήγησε σε ένα φυλάκιο που ήταν ένας Τούρκος στρατιώτης.
Εκεί μου είπαν να πάω στο Μαρμαρά. Μου έδωσαν νερό, ένα κομμάτι ψωμί και μία βάρκα. Ξεκίνησα λοιπόν και καθώς έπλεα νότια πέρασα από μία ωραία παραλία. Τραυματισμένος και ταλαιπωρημένος καθώς ήμουν, φορώντας ακόμα τα βρεγμένα ρούχα, σκέφτηκα να βγω στη στεριά. Εκεί έσκαψα ένα λάκκο στη ζεστή άμμο και μπήκα να ζεσταθώ. Αποκοιμήθηκα, όταν ξαφνικά, άκουσα ποδοβολητό αλόγου. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα έναν καβαλάρη που μιλούσε τούρκικα.
Δεν καταλάβαινα τι έλεγε και μέσα στην απόγνωσή μου μονολόγησα, «Ακόμα με κυνηγάς Θεέ μου». Αυτός μάλλον κατάλαβε και μου είπε: «Έλληνας είσαι;».
Του απάντησα καταφατικά και εκείνος μου αποκάλυψε πως ήταν Τούρκος από τη Ρόδο, από όπου τους είχαν διώξει οι Ιταλοί.
Όπως μου είπε ο πεθερός του είχε περιουσία εκεί και μου έδειξε ένα μύλο στο ύψωμα όπου ζούσε ο ίδιος με τη γυναίκα του. Στη συνέχεια του εξιστόρησα την περιπέτειά μου και ότι τώρα πήγαινα στο Μαρμαρά. Εκείνος μου είπε ότι ήταν πολύ μακριά και επικίνδυνα από τη θάλασσα, γιατί αν με άκουγαν με τη βάρκα θα με σκότωναν. Φάνηκε όμως πως ήταν διατεθειμένος να με βοηθήσει. Με φιλοξένησε σπίτι του, μου έδωσε στεγνά ρούχα, φαγητό και ένα κρεβάτι να κοιμηθώ.
Την επόμενη μέρα μου παραχώρησε το άλογό του και με συνόδεψε σε μία κοντινή πόλη στο Κεσμέτ, όπου είχε αστυνομικό σταθμό. Ο αστυνομικός ήταν από την Κύπρο και ήξερε ελληνικά. Μου υποσχέθηκε πως θα με έστελνε με ένα στρατιώτη στο Μαρμαρά. Πήγαμε μάλιστα στην πλατεία του χωριού σε ένα καφενείο, όπου σύχναζαν πολλοί Τούρκοι. Τους μίλησε για μένα και για την περιπέτειά μου και τότε ο καφετζής, μόλις άκουσε πως ήμουν Έλληνας, χάρηκε καθώς στο Μικρασιατικό πόλεμο τον είχαν σώσει Έλληνες. Γι αυτό με μεγάλη χαρά, με φιλοξένησε στο καφενείο του.
Μόλις ξημέρωσε μου έδωσαν ένα άλογο και μαζί με ένα στρατιώτη ξεκινήσαμε για το Μαρμαρά. Το ταξίδι κράτησε πέντε ημερονύχτια. Κάθε βράδυ κοιμόμαστε σε διαφορετικό φυλάκιο. Από την πρώτη μέρα γέμισα ψείρες, ενώ το τραυματισμένο πόδι μου με δυσκόλευε στη μετακίνηση.
Τελικά την Πέμπτη μέρα κατά τις 11 το πρωί, φτάσαμε στον προορισμό μας. Το πόδι μου είχε πρηστεί και μύριζε απαίσια.
Οι Τούρκοι μόλις με είδαν σε αυτή την κατάσταση τηλεφώνησαν και ήρθε μία εγγλέζικη άκατος. Στο λιμάνι του Μαρμαρά υπήρχαν εγγλέζικα και γερμανικά πλοία και αυτό γιατί η Τουρκία ήταν ουδέτερη χώρα, δεν μπορούσαν να χτυπήσουν εκεί. Με πήραν και με πήγαν στο εγγλέζικο πλοίο, με έπλυναν με προσοχή για να μη βραχεί το πόδι μου, μου έδωσαν εσώρουχα και τα ρούχα μου τα έβαλαν στον κλίβανο. Στη συνέχεια με πήγαν στο χειρουργείο και αφού με νάρκωσαν, έβγαλαν το βλήμα από το πόδι μου. Σε αυτό το πλοίο έμεινα τρεις μέρες, βρισκόμενος συνεχώς κάτω από τη φροντίδα των γιατρών.
Μετά την Τρίτη μέρα με μετέφεραν πάλι στη στεριά. Έμεινα 16 μέρες στο μαρμαρά. Σε εκείνο το διάστημα ήρθε πολύς κόσμος από τα νησιά. Τη 16η μέρα, ήρθε ένα ελληνικό καράβι, χιώτικο, επιταγμένο από τους Εγγλέζους, το «Άγιος Νικόλαος». Είχε στο αμπάρι του αποθήκη τροφίμων και το πλήρωμά του ήταν Έξι Εγγλέζοι και έξι Έλληνες. Εμένα μαζί με άλλους μας παρέλαβε από το Μαρμαρά και μας μετέφερε σε ένα άλλο λιμάνι της Τουρκίας.
Την επόμενη μέρα μας πήγαν στο εγκαταλελειμμένο πιά Καστελόριζο. Μας άφησαν εκεί και έφυγαν. Οι κάτοικοί του Καστελλόριζου, όπως μάθαμε, είχαν μεταφερθεί από τους Εγγλέζους στην Κύπρο και από εκεί είχαν προωθηθεί στη Μέση Ανατολή, στην Αίγυπτο και στην Παλαιστίνη.
Μία ημέρα αργότερα, ήρθαν και μας οδήγησαν στην Κύπρο, στην Αμμόχωστο. Από εκεί μας πήρε ένα λεωφορείο και μας πήγε στον Ξηρό της Κύπρου, όπου υπήρχαν μεταλλεία. Εκεί μείναμε 14 μέρες σε καραντίνα, ενώ μας στρατολόγησαν στον ελληνικός στρατό. Εμένα με κατέταξαν στην αεροπορία, μαζί με τους Κ. Μαντουδάκη, Γ. Σφακιανό, Ιάκωβο Στρίκη, Γεώργιο Οκτωνιάδη, Ιωάννη Δημητριάδη και Νικόλαο Καλυμνίου. Αυτούς τους βρήκα εκεί, καθώς αν και είχαν φύγει μετά από μένα από τη Νίσυρο, με την τράτα του Μιλτιάδη Κοντοβερού, είχαν φτάσει πριν από μένα.
Ο Ν. Κωσταράς υπηρέτησε στον πόλεμο στη 13η μοίρα βομβαρδισμού που είχε βάση στη Ντέρνα της Αφρικής και αποστρατεύτηκε το 1971.
Ευχαριστούμε θερμά την «Εταιρεία Νισυριακών Μελετών» και τον πρόεδρό της Κωνσταντίνο Χαρτοφύλη για την παροχή στοιχείων που προέρχονται από την έντυπη έκδοση «Νισυριακά».
Πηγή: ert.gr