Ελεύθερη με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης της μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας της αφέθηκε χθες, με απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Ρόδου, μια υπήκοος Συρίας κατηγορούμενη για αρπαγή ανηλίκου από το ΚΥΤ της Κω.
Η κατηγορούμενη ήταν προσωρινά κρατούμενη στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού και πρωτοστάτησε σε μια εξαιρετικά περίεργη υπόθεση.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ρόδου έκρινε εαυτό αναρμόδιο για να δικάσει την υπόθεση και την παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων.
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», στις 24 Ιανουαρίου 2019 υπάλληλοι του Λιμεναρχείου Κω ειδοποιήθηκαν για την εξαφάνιση από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Κω (ΚΥΤ Κω) ασυνόδευτης ανήλικης ηλικίας 12,5 ετών, υπηκόου Συρίας, τελούσας σε καθεστώς επιτροπείας, η οποία φιλοξενούνταν στο ΚΥΤ Κω έχοντας αφιχθεί από την Τουρκία στις 22 Ιανουαρίου 2019. Μετά από κινητοποίηση των λιμενικών υπαλλήλων, το βράδυ της ίδιας ημέρας, συνελήφθη η κατηγορούμενη στο λιμάνι της Κω να συνοδεύει την εν λόγω ανήλικη και να επιχειρεί να επιβιβαστεί, μαζί με την τελευταία, στο Ε/Γ – Ο/Γ «Bluestar 2», με προορισμό τον Πειραιά. Κατά τη σύλληψή της η κατηγορούμενη επέδειξε στους λιμενικούς υπαλλήλους Δελτίο Αιτούντος Διεθνούς Προστασίας με εντελώς διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας και ημερομηνία γέννησης αιτούσας 1 Ιανουαρίου 1991, ήτοι επέδειξε δελτίο ταυτότητας που ανήκε σε άλλο άτομο.
Η κατηγορούμενη, στην απολογία της και στο απολογητικό της υπόμνημα κατά την κύρια ανάκριση, αρνήθηκε τις πράξεις που της αποδίδονται.
Προς τούτο εκθέτει ότι συνόδευσε την ανήλικη στο λιμάνι της Κω, κατόπιν άδειας του κηδεμόνα της. Ότι το παραπάνω Δελτίο Ασύλου της παρέδωσε άτομο που βρίσκεται στο ΚΥΤ Κω και ως εκ τούτου θεώρησε ότι είχε δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει. Ότι η ίδια δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα και δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι το έγγραφο αυτό δεν της ανήκει.
Οι παραπάνω ισχυρισμοί της δεν κρίθηκαν όμως επαρκείς από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κω που χειρίστηκε την υπόθεση. Όπως κρίθηκε, ενώ η κατηγορούμενη αναφέρει στην από 28 Ιανουαρίου 2019 απολογία της ότι ο θείος της ανήλικης, ήταν μαζί τους στο λιμάνι της Κω, σε άλλο ταξί, ωστόσο ο τελευταίος στην από 6 Φεβρουαρίου 2019 ένορκη κατάθεσή του ουδόλως επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό, αλλά αντίθετα αναφέρει ότι ήρθε κάποιος άνδρας και πήρε από το ΚΥΤ Κω την κατηγορούμενη και την ανήλικη για να τους μεταφέρει στο λιμάνι και ότι ο ίδιος δεν γνώριζε κάτι γι’ αυτό.
Περαιτέρω, παρά την επίκληση της υπ’ αριθμ. 2019/1982 απόφασης Δικαστηρίου της Συρίας, με την οποία φέρεται ότι η μητέρα της ανήλικης εξουσιοδότησε τον ανωτέρω να συνοδεύσει την ανήλικη στο ταξίδι της εκτός Συρίας και ανεξαρτήτως της νομικής ισχύος της απόφασης αυτής στην Ελλάδα καθώς και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η εν λόγω απόφαση φέρει ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2019, ήτοι ημερομηνία κατά την οποία η ανήλικη, καθώς και ο ανωτέρω, δεν βρίσκονταν στη Συρία, αλλά είχαν ήδη αφιχθεί στην Ελλάδα, δεν ήταν δυνατό να επιβεβαιωθεί ο συγγενικός δεσμός της ανήλικης αφενός με τον ανωτέρω και αφετέρου με τον φερόμενο ως υιό αυτού, ενώ μεταξύ της ανήλικης και της κατηγορούμενης δεν υφίσταται οιοσδήποτε συγγενικός δεσμός.
Ως εκ τούτου η ανήλικη κατά το χρόνο τέλεσης των παραπάνω αξιόποινων πράξεων βρισκόταν, σύμφωνα με τις προβλέψεις του του νόμου, σε καθεστώς επιτροπείας ως ασυνόδευτη ανήλικη.
Η κατηγορούμενη ήταν προσωρινά κρατούμενη στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού και πρωτοστάτησε σε μια εξαιρετικά περίεργη υπόθεση.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ρόδου έκρινε εαυτό αναρμόδιο για να δικάσει την υπόθεση και την παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων.
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», στις 24 Ιανουαρίου 2019 υπάλληλοι του Λιμεναρχείου Κω ειδοποιήθηκαν για την εξαφάνιση από το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Κω (ΚΥΤ Κω) ασυνόδευτης ανήλικης ηλικίας 12,5 ετών, υπηκόου Συρίας, τελούσας σε καθεστώς επιτροπείας, η οποία φιλοξενούνταν στο ΚΥΤ Κω έχοντας αφιχθεί από την Τουρκία στις 22 Ιανουαρίου 2019. Μετά από κινητοποίηση των λιμενικών υπαλλήλων, το βράδυ της ίδιας ημέρας, συνελήφθη η κατηγορούμενη στο λιμάνι της Κω να συνοδεύει την εν λόγω ανήλικη και να επιχειρεί να επιβιβαστεί, μαζί με την τελευταία, στο Ε/Γ – Ο/Γ «Bluestar 2», με προορισμό τον Πειραιά. Κατά τη σύλληψή της η κατηγορούμενη επέδειξε στους λιμενικούς υπαλλήλους Δελτίο Αιτούντος Διεθνούς Προστασίας με εντελώς διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας και ημερομηνία γέννησης αιτούσας 1 Ιανουαρίου 1991, ήτοι επέδειξε δελτίο ταυτότητας που ανήκε σε άλλο άτομο.
Η κατηγορούμενη, στην απολογία της και στο απολογητικό της υπόμνημα κατά την κύρια ανάκριση, αρνήθηκε τις πράξεις που της αποδίδονται.
Προς τούτο εκθέτει ότι συνόδευσε την ανήλικη στο λιμάνι της Κω, κατόπιν άδειας του κηδεμόνα της. Ότι το παραπάνω Δελτίο Ασύλου της παρέδωσε άτομο που βρίσκεται στο ΚΥΤ Κω και ως εκ τούτου θεώρησε ότι είχε δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει. Ότι η ίδια δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα και δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι το έγγραφο αυτό δεν της ανήκει.
Οι παραπάνω ισχυρισμοί της δεν κρίθηκαν όμως επαρκείς από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κω που χειρίστηκε την υπόθεση. Όπως κρίθηκε, ενώ η κατηγορούμενη αναφέρει στην από 28 Ιανουαρίου 2019 απολογία της ότι ο θείος της ανήλικης, ήταν μαζί τους στο λιμάνι της Κω, σε άλλο ταξί, ωστόσο ο τελευταίος στην από 6 Φεβρουαρίου 2019 ένορκη κατάθεσή του ουδόλως επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό, αλλά αντίθετα αναφέρει ότι ήρθε κάποιος άνδρας και πήρε από το ΚΥΤ Κω την κατηγορούμενη και την ανήλικη για να τους μεταφέρει στο λιμάνι και ότι ο ίδιος δεν γνώριζε κάτι γι’ αυτό.
Περαιτέρω, παρά την επίκληση της υπ’ αριθμ. 2019/1982 απόφασης Δικαστηρίου της Συρίας, με την οποία φέρεται ότι η μητέρα της ανήλικης εξουσιοδότησε τον ανωτέρω να συνοδεύσει την ανήλικη στο ταξίδι της εκτός Συρίας και ανεξαρτήτως της νομικής ισχύος της απόφασης αυτής στην Ελλάδα καθώς και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η εν λόγω απόφαση φέρει ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2019, ήτοι ημερομηνία κατά την οποία η ανήλικη, καθώς και ο ανωτέρω, δεν βρίσκονταν στη Συρία, αλλά είχαν ήδη αφιχθεί στην Ελλάδα, δεν ήταν δυνατό να επιβεβαιωθεί ο συγγενικός δεσμός της ανήλικης αφενός με τον ανωτέρω και αφετέρου με τον φερόμενο ως υιό αυτού, ενώ μεταξύ της ανήλικης και της κατηγορούμενης δεν υφίσταται οιοσδήποτε συγγενικός δεσμός.
Ως εκ τούτου η ανήλικη κατά το χρόνο τέλεσης των παραπάνω αξιόποινων πράξεων βρισκόταν, σύμφωνα με τις προβλέψεις του του νόμου, σε καθεστώς επιτροπείας ως ασυνόδευτη ανήλικη.
Πηγή:www.dimokratiki.gr