Εξαρθρώθηκε, μετά από πολύμηνη, μεθοδική και εμπεριστατωμένη έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών, εγκληματική οργάνωση, που ενέχεται στη συστηματική τέλεση απατών και πλαστογραφιών σε πανελλαδικό επίπεδο.
Για την υπόθεση αυτή, συνελήφθησαν την Παρασκευή στο Άργος, στην Αθήνα και στην Κάτω Αχαΐα, από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών, δυο ημεδαποί άνδρες, ηλικίας 49 και 42 ετών, καθώς και μια 36χρονη ημεδαπή, οι οποίοι αποτελούν τα ηγετικά μέλη της οργάνωσης.
Παράλληλα, ταυτοποιήθηκαν τα πλήρη στοιχεία ακόμη 26 μελών της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ακόμη δυο ηγετικά μέλη.
Σε βάρος των συλληφθέντων είχε σχηματιστεί, κακουργηματικού χαρακτήρα, δικογραφία και εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης του Ανακριτή Πατρών, για τα κατά περίπτωση αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της κατ΄ εξακολούθηση διάπραξης εξαπατήσεων και πλαστογραφιών.
Η σύλληψή των δραστών, πραγματοποιήθηκε έπειτα από μεγάλης κλίμακας αστυνομική επιχείρηση που οργανώθηκε και υλοποιήθηκε, ταυτόχρονα σε Αθήνα, Άργος και Κάτω Αχαΐα, από τους αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών, με τη συνδρομή των αστυνομικών του Τμήματος Ασφαλείας Δυτικής Αχαΐας.
Από την εμπεριστατωμένη έρευνα που ενήργησαν οι αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών, προέκυψε ότι οι συλληφθέντες, από τα μέσα του έτους 2018, είχαν συστήσει δομημένη εγκληματική οργάνωση, με αρχηγικά μέλη τους τρεις συλληφθέντες και ακόμα δυο συνεργούς τους, που αναζητούνται.
Η δράση της οργάνωσης αναπτύχτηκε γεωγραφικά σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, όπου οι αστυνομικοί εξιχνίασαν συνολικά 80 περιπτώσεις απατών και πλαστογραφιών, κατά τις οποίες οι δράστες αποκόμισαν παράνομο περιουσιακό όφελος, που ξεπερνά τις 140.000 ευρώ, ενώ είχαν αποπειραθεί να αφαιρέσουν ακόμη 185.000 ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα, εξιχνιάσθηκαν απάτες σε βάρος επιχειρηματιών και άλλων πολιτών, που διαπράχθηκαν από τον Μάιο του έτους 2019 στην Πάτρα, στο Αγρίνιο, στην Αμφιλοχία, στο Μεσολόγγι, στην Ανδραβίδα, στη Ζαχάρω, στα Λεχαινά, στην Αττική, στις Σπέτσες, στην Κορινθία, στην Αργολίδα, στην Λακωνία, στην Φθιώτιδα, στην Άρτα, στην Πρέβεζα, στην Θεσπρωτία, στην Κοζάνη, στην Πέλλα, στο Κιλκίς, στην Καβάλα, στη Ροδόπη, στα Δωδεκάνησα, στις Κυκλάδες και στα Ιόνια Νησιά.
Ως προς τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο δράσης της εγκληματικής οργάνωσης, από την ενδελεχή έρευνα των αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Πατρών προέκυψαν τα εξής:
Στόχος τους ήταν επιχειρήσεις όπως τουριστικά γραφεία, ξενοδοχεία, καταστήματα πώλησης οικοδομικών υλικών, ζαχαροπλαστεία, καταστήματα τροφίμων, ιατρεία, φαρμακεία, πρατήρια υγρών καυσίμων κ.ά., καθώς και πολίτες.
Η εγκληματική οργάνωση είχε δομημένη ιεραρχία, κατανεμημένους και διακριτούς ρόλους, διαρκή δράση, ενώ τα μέλη της οργάνωναν τις ενέργειες τους με ιδιαίτερη μεθοδικότητα.
1ος τρόπος δράσης: Παράγγελναν προϊόντα ή υπηρεσίες και ισχυρίζονταν ψευδώς στους επιχειρηματίες, ότι τους πλήρωναν μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής συναλλαγής. Στη συνέχεια κατάρτιζαν και έστελναν στα θύματά τους, μέσω εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης ή e-mail το πλαστό αποδεικτικό κατάθεσης, στο οποίο αναγραφόταν πολύ μεγαλύτερο ποσό από την τιμή του προϊόντος ή της υπηρεσίας και ζητούσαν να τους επιστραφεί η διαφορά.
2ος τρόπος δράσης: Προσποιούνταν υπαρκτούς ιατρούς ή φαρμακοποιούς και επικαλούμενοι έκτακτη ανάγκη, δική τους ή συγγενικών τους προσώπων, ζητούσαν από τα θύματα αν μπορούσαν να τους εξυπηρετήσουν με κατάθεση χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς που τους υποδείκνυαν, λέγοντάς τους ότι θα τους επιστρέψουν τα λεφτά άμεσα. Για να γίνουν πιο πειστικοί οι δράστες έστελναν στα θύματά τους, μέσω εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης ή e-mail, πλαστές αποδείξεις κατάθεσης των χρημάτων που είχαν λάβει.
Συνεχώς αναζητούσαν και στρατολογούσαν νέα μέλη, τα οποία παρείχαν τους προσωπικούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς, προκειμένου να κατατίθενται σε αυτούς χρηματικά ποσά, προερχόμενα από τις εγκληματικές δραστηριότητες της οργάνωσης.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης λάμβαναν ιδιαίτερες προφυλάξεις για να μην εντοπιστούν από τις Αρχές και πιο συγκεκριμένα:
-Χρησιμοποίηση κωδικών ονομασιών αντί των πραγματικών ονομάτων στις συνομιλίες τους.
-Συνεχής αλλαγή των τηλεφωνικών συνδέσεων που χρησιμοποιούσαν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς και των τηλεφωνικών συσκευών.
-Χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Επιπλέον, τα ηγετικά μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, χρησιμοποιούσαν «ενδιάμεσα» μέλη ως μεσάζοντες, τα οποία είχαν διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ αυτών και των υπόλοιπων μελών της οργάνωσης, έτσι ώστε οι τελευταίοι να μην γνωρίζουν τα στοιχεία και τα φυσικά χαρακτηριστικά των ηγετικών μελών.
Από τον έλεγχο των στοιχείων των δραστών προέκυψε ότι έχουν απασχολήσει και στο παρελθόν τις Αρχές για παρόμοιες υποθέσεις.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών.