Η αλλαγή που εκφράζεται σε αυτές τις εκλογές είναι κοινωνική, όχι πολιτική
του Γιώργου Ρακκά από την Ρήξη φ. 153
Η επικράτηση της φιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ευρωεκλογές και, κατά πάσα πιθανότητα, στις επερχόμενες εκλογές, δεν σηματοδοτεί, αλλά εκφράζει μιαν ανατροπή. Αυτή που έχει συντελεστεί τα προηγούμενα χρόνια και μένει να αποτυπωθεί στις κάλπες.
Η ουσία της ανατροπής, όμως, είναι εξωκομματική. Αφορά στον ιδεολογικό κόσμο της μεσαίας τάξης, αυτής της πολύφερνης νύφης των κομμάτων εξουσίας, που για πρώτη φορά μετατοπίζεται έξω από τον αστερισμό της μεταπολίτευσης, προς τον φιλελευθερισμό. Μια εξέλιξη που φέρει τη σφραγίδα ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αποτελεί αμιγώς προϊόν του μείγματος μνημονιακής πολιτικής «ταξικής μεροληψίας» που εφάρμοσε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Δηλαδή, φορολόγηση του «κεφαλαίου» (sic!), δηλαδή του κατά πλειοψηφία μικρομεσαίου ιδιωτικού τομέα, ενίσχυση των ανώτερων τάξεων και των πολυεθνικών και μια ευνοϊκή πολιτική υπέρ του δημοσίου, καθώς και των λουμπενοποιημένων στρωμάτων της κρίσης, με σκοπό τη συγκρότηση ενός συμπαγούς κομματικού στρατού. Αυτή η πολιτική ενίσχυσε τη φυσιογνωμία ενός κράτους αυτοαναφορικού, άκρως αναποτελεσματικού και κυρίως εχθρικού απέναντι στα μεσοστρώματα, συμπιεστή των εισοδημάτων και της κοινωνικής τους θέσης.
Το μείγμα της μνημονιακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, που ας μην ξεχνάμε ότι, ως προς αυτό, είχε την ευλογία του ΔΝΤ και των σκληρότερων απόψεων λιτότητας της ίδιας της Ευρώπης, καταφέρνει να «εξορθολογίσει» την ελληνική ιδιαιτερότητα, δηλαδή να συρρικνώσει τις εκτεταμένες μικροϊδιοκτητικές τάξεις για τις οποίες φώναζε ο ΟΟΣΑ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Το αίνιγμα της βίαιης προσαρμογής της ελληνικής κοινωνίας στην παγκοσμιοποίηση λύνεται, το λύνει ο ΣΥΡΙΖΑ, και με αυτόν τον τρόπο «τελειώνει» τη μεταπολίτευση, που παύει να αντιπροσωπεύει μια «μικρομεσαία δημοκρατία».
Το γεγονός αυτό προκαλεί μετακινήσεις αξιών και πολιτικών στάσεων. Κοινώς, έχει αλλάξει η άποψη της κοινωνικής πλειοψηφίας για το δημόσιο, τις ιδιωτικοποιήσεις, την ελεύθερη αγορά. Μαζί με αυτές, έχει αλλάξει και για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ασφάλειας, απαντώντας με αναλύσεις περί… αστυνομοκρατίας και δικαιωματισμού στο ζοφερό τοπίο των μεγάλων ελληνικών πόλεων, όπου μεγάλες τους επικράτειες έχουν μεταβληθεί σε χωματερή της παγκοσμιοποίησης και επωαστήρια του μηδενισμού και της βίας, ώθησε την κοινωνική πλειοψηφία έξω από το επιτρεπτικό πλαίσιο της μεταπολίτευσης. Το σχήμα είναι κλασικό: οι ελευθερίες διολίσθησαν σε ασυδοσία και η υπερβολή της επιτρεπτικότητας οδήγησε σ’ ένα μπάχαλο που εν τέλει ίσχυε ο νόμος της δύναμης και της ισχύος. Έτσι τώρα, η κοινωνία, τα πιο αδύναμά της κομμάτια μάλιστα, μετατοπίζονται από την ελευθεριακότητα στην διεκδίκηση της οριοθέτησης.
Αυτή είναι η κοινωνική και ιδεολογική σύνθεση του αιτήματος για «απαλλαγή» που εκφράζεται με την ψήφο στη Νέα Δημοκρατία. Δεν είναι πολιτική, με την έννοια της «στροφής προς τη δεξιά», τέτοια που την καταγγέλλουν σε συγχορδία τα γκόλντεν μπόις του ΣΥΡΙΖΑ, οι αριστεριστές και η αντιεξουσιαστική πτέρυγα των…. ΜΚΟ. Η ΝΔ σήμερα ψηφίζεται και από τα ακροατήρια του Ποταμιού, του ΠΑΣΟΚ, λιγότερο από τη λαϊκή δεξιά, που θεωρεί την ηγεσία της μεγαλύτερο εχθρό απ’ τον Τσίπρα.
Εξάλλου, είναι και σόλοικο να βλέπει κανείς στη ΝΔ σήμερα μόνο τον Άδωνι και τον Βορίδη, που προσπαθούν να συγκροτήσουν έναν εθνοφιλελευθερισμό α λα Μπόρις Τζόνσον, και να μην βλέπει τον καταφανέστατο «μακρονισμό» του Μητσοτάκη. Υπάρχει βέβαια και κάτι άλλο: Τα σημερινά κριτήρια της ψήφου είναι πολύ περισσότερο ταξικά, με την έννοια ότι εκφράζουν καθαρότερα κοινές συνισταμένες κοινωνικών συμφερόντων από τα συγκινησιακά, αριστεροδεξιά κριτήρια της ύστερης μεταπολίτευσης, που μπορεί να ένωναν τον Κόκκαλη με κάποιον ψιλικατζή, που ο μπαμπάς ή ο παππούς του πολέμησε στον εμφύλιο με τον δημοκρατικό στρατό.
Το πρόβλημα της ΝΔ
Η ΝΔ του Μητσοτάκη δεν ηγείται αυτών των αλλαγών, έχει καταφέρει όμως να τις παρακολουθήσει σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ που τις προκάλεσε και μάταια βάλλει εναντίον τους. Λαμβάνει, επομένως, μια ψήφο «απαλλαγής» — το γεγονός ότι δεν σηματοδοτεί μιαν αλλαγή φαίνεται στην αδυναμία γενικής κινητοποίησης, που την έχει κάνει να αγωνιά για την αυτοδυναμία. Ωστόσο η αλλαγή μέσα στην κοινωνία, το κλείσιμο ενός κύκλου πενήντα χρόνων δηλαδή, έχει συντελεστεί.
Το πρόβλημα του κύριου διεκδικητή της εξουσίας έγκειται στο ότι αδυνατεί να ανοίξει έναν νέο ρηξικέλευθο δρόμο, τέτοιον που απαιτούν οι ανάγκες της χώρας. Η ΝΔ προτείνει σήμερα απλώς μια προσαρμογή της χώρας στον παρασιτικό της ρόλο μέσα στην Ε.Ε, ομαλότερη, και ενδεχομένως κοινωνικά δικαιότερη για τους μεγάλους χαμένους της προηγούμενης πενταετίας. Ωστόσο, δεν μιλάει για άρση του παρασιτισμού και αναβάθμιση της θέσης της στον καταμερισμό εργασίας, κάτι που θα διέσωζε τον μικροϊδιοκτητικό της χαρακτήρα. Η εθνική παραγωγή, η εθνική έρευνα, η εθνική παιδεία, το εθνικό πολιτιστικό κεφάλαιο είναι έννοιες που τις αντιμετωπίζει επιφυλακτικά, θεωρώντας τες ύποπτες «εθνολαϊκισμού»: Για τον Μητσοτάκη, η Μαριέτα Γιαννάκου Κουτσίκου, ο Θάνος Βερέμης και η… Άννα Διαμαντοπούλου είναι οι εμβληματικές προσωπικότητες που σηματοδοτούν τις κατευθύνσεις που θα πάρουν οι αλλαγές στην Παιδεία, όχι ο Κωνσταντίνος Χολέβας.
Οι περισσότεροι σύμβουλοι που θα παίξουν ρόλο στη διακυβέρνηση, κυρίως στα οικονομικά, το μεταναστευτικό και τα κοινωνικά ζητήματα, ελπίζουμε όχι στα εθνικά, πιστεύουν (ως ακραιφνείς μακρονιστές) ότι το εθνικό κράτος με τον κοινωνικό και δημοκρατικό του χαρακτήρα είναι ένα ιστορικό απολίθωμα. Κάποιοι από αυτούς εκθειάζουν δημόσια επιλογές του Αλέξη Τσίπρα, καθώς πιστεύουν ότι υπηρετούν το πρότυπο μιας «υπεύθυνης ηγεσίας, που δεν διστάζει να συγκρουστεί με τις πλειοψηφίες». Αν και δηλώνουν ευρωπαϊστές, αποτυγχάνουν να αναγνώσουν τις εξελίξεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που «φωνάζουν» ότι οι απόψεις τους υποχωρούν μέσα στο ίδιο τους το γήπεδο.
Κυρίως, δεν έχουν αντιληφθεί κάτι: Το «Μένουμε Ευρώπη» ήταν ένα σύνθημα αντίθεσης στο πόκερ Τσίπρα του 2015, που συγκέντρωσε ετερογενή και ίσως αντιφατικά κοινωνικά ακροατήρια, αρχικώς μειοψηφικότερα του ΟΧΙ το οποίο έσκασε σαν φούσκα, στη συνέχεια όμως ικανά να συγκροτήσουν ρεύμα νίκης. Το γεγονός αυτό δεν το ανάγει αυτόματα σε «πολιτικό πρόγραμμα». Κάτι που θα ανακαλύψουν μάλλον οδυνηρά μόλις ασκήσουν διακυβέρνηση…