Τον βλέπεις και παραπέμπει απευθείας στον Μπομπ Μάρλει, αν ζούσε σήμερα, στους μουσικούς του Γούνστοκ που χάθηκαν νωρίς, κι αν ζούσαν, γλιτώνοντας από τις ουσίες και την άστατη ζωή, περίπου μ΄ αυτόν θα έμοιαζαν.
Ο Μανόλης ο Βαρύς, όπως τον ξέρουν όλοι, αντί για το πραγματικό του επίθετο, κάπου σ΄ εκείνες τις Πολιτείες κινήθηκε, κι αφού έζησε τη νύχτα στην Αμερική κι έγινε Dj ονομαστός, τα καλοκαίρια ερχόταν κι έπαιζε στη Ρόδο με βινύλια και μουσικές που δεν τις ήξερε ακόμα κανείς.
Ο πρώτος που άνοιξε μπαρ στους Πεύκους της Λίνδου, κι είχε πελάτες τους Pink Floyd, που έχει χιλιάδες βινύλια και μπλούζες αυθεντικές, συλλεκτικές από εκείνες τις μυθικές εποχές, σήμερα ζει στο περιθώριο γιατί κι οι άνθρωποι τον πίκραναν.
Ο Μανόλης ο… Βαρύς, η ψυχή του κατασκηνωτικού Φεστιβάλ της Ιστρίου, τις προηγούμενες μέρες, ο τύπος που τα είδε όλα και τα έκανε για να αποσυρθεί στο βουνό, με τις κατσίκες του, και τις αναμνήσεις του.
Eίστε «φυσιογνωμία», μου λένε, έχετε κάνει πολλά στη ζωή σας! Και ποιος ξέρει ακόμα!
Η μάνα μου πέθανε 110 χρονών, κι ο πατέρας μου 100. Γιατρός δε μ΄ έχει δει, ασπιρίνη δεν έχω πάρει.
Πολύ μικρός, βγάλατε ναυτικό φυλλάδιο, αλλά εσείς το μόνο που θέλατε ήταν να φτάσετε στην Αμερική!
Πήγα στον Πειραιά, εγώ και τρεις άλλοι φίλοι. Κι οι τρεις πεθάνανε τώρα. Βγάζω ναυτικό φυλλάδιο, εγώ κι ένας άλλος, για Μπουένος Άιρες. Ξεκινάει το ταξίδι, ένα μήνα ουρανό και θάλασσα βλέπαμε μέσα στο γκαζάδικο. Δεν ξέραμε πού πάμε, σε μια φάση βλέπουμε φώτα, αφού κοντεύαμε, βλέπω το Άγαλμα, λέω «Νέα Υόρκη». Εδώ είμαι, λέω, ήρθα τζάμπα. Τους άφησα τα φυλλάδια, τους τ΄ άφησα όλα, λέω στον άλλο «θα ‘ρθεις», λέει «όχι», πήδηξα το φράχτη οκτώ μέτρα, βγαίνω έξω. Μην τον είδατε. Λαθραίος, ούτε χαρτιά ούτε τίποτα.
Κι εκεί ζήσατε μεγάλες στιγμές. Είναι αλήθεια ότι είδατε νεκρό στο πεζοδρόμιο τον Τζον Λένον;
Αλήθεια είναι. Δούλευα σε πάρκινγκ, μια μέρα είμαι έξω απ’ το πάρκινγκ, βλέπω περιπολικά, ήταν ο Τζον Λένον, στο πεζοδρόμιο νεκρός. Ήμουν λαθραίος, δεν είχα χαρτιά, δεν πήγα κοντά. Δυό αστυνομικοί φίλοι μου, ένα βράδυ σ΄ ένα μπαρ μου λένε «ρίξε ένα χαστούκι σε κάποιον και θα σε στείλουνε απευθείας στη Ρόδο». Το ‘κανα, κι έτσι κι έγινε. Φτάνω στο καφενείο στη Λάρδο, στο χωριό, είχα 30 δολάρια, κερνάω όλο το καφενείο και μου μένουνε 5 δολάρια για το ταξί, να φύγω πάλι πίσω, να κάνω την ίδια διαδρομή. Τους λέω, «φεύγω αύριο», λέει «μα, μόλις ήρθες»! Πήγα στην Αμερικάνικη Πρεσβεία στην Αθήνα, πως τους έπεισα κι εγώ δεν ξέρω, φτιάχνουν το χαρτί, μου βάζουν μπαμ-μπαμ τις σφραγίδες πάνω. Λεφτά δεν είχα για το εισιτήριο. Πάω στην Ολυμπιακή, λέω μπορεί να βρω κανέναν καλό άνθρωπο εκεί. Μου κάνανε τέσσερα γραμμάτια και μου δώσανε εισιτήριο. Τους τα ξεπλήρωσα όλα όταν πήγα πίσω Αμερική και δούλεψα.
Τι δουλειές κάνατε μετά;
Δούλεψα στις μπογιές. Βλέπω τ’ αμάξια κάτω, μυρμήγκια. Λέω, τι θέλω εγώ εδώ, θα με φάνε. Κι αρχίζω να δουλεύω 18 ώρες την ημέρα ταξιτζής, στην Τσάινα Τάουν και στη γύρω περιοχή. Όταν δούλευα στο πάρκινγκ, επτά φορές μου βάλανε το περίστροφο στον κρόταφο.
Το μαλλί από πότε το έχετε;
Με κούρεψε ο πατέρας μου και δεν ξανακουρεύτηκα από τότε. Είχα πάρει το μηχανάκι του, μια Φλορέττα, βάζω δύο κοπέλες από πίσω, τρικάβαλο εκείνη την εποχή, πάει το μηχανάκι. Αλλά συγνώμη, μ’ έχουν παρεξηγήσει. Όταν πηγαίνεις στην εκκλησία, τι προσκυνάς έχεις δει; Είδες κανέναν ξυρισμένο εκεί μέσα; Τα ‘χω πληρώσει ακριβά αυτά.
Γιατί δεν ξανακουρευτήκατε;
Δεν θέλω να χάσω τη δύναμή μου.
Μένετε μέσα στις μπανανιές τώρα, πάνω στη θάλασσα, ωραία θα είναι εκεί!
Μένω στη θάλασσα, στο λιμανάκι της Λάρδου, στις μπανανιές, κάτω από το δρόμο.
Ψαροταβέρνα δεν το είχατε ανοίξει εκεί;
Την άνοιξα το 2009, ένα χρόνο πήγαινε σφαίρα, το 2010 την έκλεισα. Ας όψονται. Τώρα το ‘χω σπίτι.
Κι είσαστε ο πρώτος που άνοιξε μπαρ στους Πεύκους, που δημιούργησε τη νυχτερινή ζωή εκεί, ενώ παίζατε μουσική στα καλύτερα μαγαζιά της πόλης. Δεν τα λέτε αυτά, τα λένε οι άλλοι για εσάς!
Είμαι Dj με πτυχίο, ο Θεός το ξέρει. Στην Αμερική, πήγαινα τέσσερις ώρες το βράδυ στη σχολή για ηχοληψία, μουσική, φώτα. Ερχόμουν τα καλοκαίρια στη Ρόδο, έπαιζα στην «Ακουάριους», στη «Mikes», στο «White Horse», δούλεψα στον «Κούκο» όταν τον είχε ο Μανόλης Λαχανιάτης. Ερχόμουν για 2-3 μήνες, κι έφερνα όλους τους καινούργιους δίσκους από τα ταξίδια μου στην Ευρώπη και παντού, δεν ήξεραν τότε τέτοια πράγματα εδώ. Ήμουν ο πρώτος Dj που έπαιξε mix σε μπαρ. Ο Τάκης ο Θεός ήτανε βοηθός μου, ο Γιάννης Γκινής, ο Τσατσάς, ο Φαραώ, πολλοί, ακολούθησαν τα χνάρια τα δικά μου. Κι άνοιξα δίπλα στον «Κούκο» με συνέταιρο το «Med». Έφερα τα πρώτα μηχανήματα από την Αμερική.
Στους Πεύκους ήσασταν και πάλι ο πρώτος που ανοίξατε μαγαζί και γράψατε ιστορία!
Το πρώτο μπαρ έκανα το «Έκλειψη», στους Πεύκους., το 1986. Ούτε δρόμο είχε εκεί, ούτε νερό, ούτε ρεύμα. Με μπαταρίες τους έπαιζα μουσική. Έκανα εγκαίνια ήταν το γεγονός του νησιού. Δύο εκατομμύρια δραχμές ξόδεψα την πρώτη βραδιά, χωρίς κατάλογο. Ό,τι θέλεις πίνεις, φεύγεις. Έτσι ξεκίνησαν κι έγιναν τα άλλα μαγαζιά εκεί. Έκανα τα καφενεία μπαρ, για να γίνει πιάτσα. Ποιος ήξερε τι ήταν τα κοκτέιλ, τα λουμούμπα…
Κι έτσι μ΄εσάς, ξεκίνησαν να παίζουν την πιο ενημερωμένη μουσική σ΄ όλα τα μπαρ του νησιού. Είναι αλήθεια ότι γίνατε ο πρώτος Dj στο Ritz, ένα από τα καλύτερα μπαρ της Αμερικής;
Να σου πω την ιστορία. Πάω, με παίρνουν να παίζω μουσική, αλλά τελευταίο στη σειρά από τους έξι που είχανε. Εγώ όμως είχα δίσκους από Αγγλία, δεν τους γνώριζαν τότε οι Αμερικάνοι. Έγινα πρώτος. Το χειμώνα έπαιζα στην Αμερική και 3-4 μήνες το καλοκαίρι ταξίδευα στην Ευρώπη, κι ερχόμουν κι έπαιζα και στη Ρόδο.
Τι πρέπει να έχει ο καλός Dj και τότε και σήμερα;
Πρέπει να ΄χει καλά αυτιά. Αυτό χρειάζεται. Και να σ΄ αρέσει, και ν΄ αγοράζεις τους δίσκους φίλε μου! Όχι από το internet. Όλοι γίνανε Dj τώρα με το λαπτοπ! Αν δεν πιάσεις το βινύλιο, να το καθαρίσεις, να το δεις… Είναι σαν να έχεις μια γυναίκα όμορφη μπροστά σου, σαν εσένα τώρα. Με τις γυναίκες τι καταλαβαίνεις, τόσες και τόσες είχα στη ζωή μου. Προτιμούσα το βινύλιο. Έχω ταξιδέψει, έχω πάει σε όλο τον κόσμο με έξοδα από γυναίκες. Εισιτήρια, σπίτια, τα πάντα. Και τι έκανα;
Έρχονταν οι Pink Floyd και πίνανε στο δικό σας μπαρ στους Πεύκους!
Έρχονταν, πίνανε… Έρχονταν στο τέλος του μηνός «τι σου χρωστάμε…»… «Τίποτα», τους έλεγα.
Και μετά;
Μετά το χάρισα. Στην ψαροταβέρνα, στο λιμανάκι της Λάρδου επί ένα χρόνο η Ρόδος όλη πέρασε από μένα. Αλλά με κυνηγήσανε εφορίες, δήμος, μου το κλείσανε και μετά έπιασα τα βουνά, έγινα βοσκός, γιατί δε γουστάριζα, βαρέθηκα τον κόσμο, τις συμπεριφορές, κι έγινα βοσκός.
Τώρα παίζετε μουσική, ή πια τ΄ αφήσατε όλα στην προηγούμενή σας ζωή;
Τώρα κουφάθηκα, το ένα μου αυτί απ’ τα ακουστικά δεν ακούει. Τώρα πάνω στο βουνό παίζω με laser, μου τα ΄χουνε φτιάξει οι τεχνικοί των Pink Floyd.
Πού είναι οι δίσκοι σας, οι μπλούζες σας που λένε ότι ήταν όλες αυθεντικές, συλλεκτικές…
Εκεί που μένω είναι γεμάτο βινύλια και πικάπ. Ποιος παίζει με πικάπ αυτή τη στιγμή; Άλλα τα χάρισα, άλλα τα κράτησα. Τα βινύλια κράτησα που τ΄ αγαπάω. Και τώρα με τις κατσίκες μου, τα κορίτσια μου, παίζω μουσική γι αυτές.
Εσείς που τα ζήσατε και τα είδατε όλα, θα ξέρετε να πείτε. Τι έχει σημασία τελικά;
Όχι τα λεφτά πάντως. Η καλοπέραση. Ξέρεις; Αν ξέρεις τι είναι καλοπέραση. Να τους γράψεις κι ένα ανέκδοτο: Ήταν ένας πάμπλουτος που πέθαινε. Όταν αρρώστησε, λέει στη γυναίκα του, «πούλα τα πάντα, τα λεφτά θα τα πάρω μαζί μου»! «Βρε άνθρωπε, πού να στα βάλω, μια κάσα είναι»! Πάει στην τράπεζα, τους τα δίνει όλα, και τα λεφτά και τα χρυσά, της δίνουν μια επιταγή, του τη βάζει στο φέρετρο. Μετά από πέντε χρόνια σάπισε κι αυτός και η επιταγή, πάνε και τα λεφτά…