Το καφενείο του Μουγγού είναι 100 ετών και πολλές φορές δεν κλείνει καθόλου τα βράδια.
Αφίσες με τους αγωνιστές του 1821, ένας πολιτικός ιστορικός χάρτης πρωθυπουργών, ο Καραϊσκάκης, η Μπουμπουλίνα, ο τέως Βασιλιάς και δίπλα ο Τσε Γκεβάρα με το πούρο, μια γελοιογραφία με τη φράση «το μ… και το μπουκάλι μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι», δεκάδες φωτογραφίες από πελάτες και μεθυσμένες βραδιές στο μαγαζί (πιο χαρακτηριστική αυτή που μια παρέα κουβαλάει στα χέρια έναν εντελώς μεθυσμένο γέρο το ξημέρωμα έξω από το καφενείο), διηγήσεις για ιστορίες σφουγγαράδων στην Κάλυμνο και ενός καπετάνιου ενός καραβιού που έκανε τη γραμμή από τον Πειραιά και είχε τη φήμη μεγάλου μπερμπάντη.
Το καφενείου «του Μουγγού» στην Αστυπάλαια είναι ένα από τα παλαιότερα στην Ελλάδα και από τα ελάχιστα της εποχής του που έχουν μείνει σχεδόν ανέγγιχτα από το χρόνο.
Τους χειμώνες είναι το μπαρ του νησιού, εδώ μια κρύα Παρασκευή ή ένα Σάββατο του Ιανουαρίου μπορεί να στηθεί ολονύχτιο γλέντι από το πουθενά.
Τα καλοκαίρια (και δεδομένης της τουριστικής ανόδου της Αστυπαλιάς τα τελευταία χρόνια) είναι πια το εναλλακτικό στέκι των εναλλακτικών επισκεπτών του νησιού. Η θέα από το μπαλκόνι του είναι απίθανη αλλά όλο το ζουμί είναι το μέσα, εκεί που μια ήσυχη βραδιά μπορεί να μετατραπεί σε θέατρο του παραλόγου.
Συνάντησα τον Νικόλα, ένα βράδυ του περασμένου Μαΐου (λίγο πριν ένα απίστευτο διπλό ουράνιο τόξο είχε στεφανώσει την Χώρα και είχε προκαλέσει πανζουρλισμό στο νησί), έξω από το καφενείο του, το οποίο απέκτησε πριν 22 χρόνια. Ο Νικόλας είναι ο ροκ σταρ του νησιού. Έχει μακρύ λευκό μαλλί, είναι ανεπιτήδευτα κουλ και δηλώνει φανατικός βασιλικός.
Πες μου λίγα λόγια για την ιστορία του μαγαζιού. Αυτό το μαγαζί το έχω 22 χρόνια, αλλά πρέπει να είναι πάνω από 100 χρονών. Τ
ο είχαν δυο φίλοι μου, έφυγαν από καρδιακή προσβολή όμως ο ένας πίσω από τον άλλο και παρέμεινε για λίγο κλειστό. Δεν το έπαιρνε κανείς, αλλά εγώ σε άλλο μαγαζί δεν μπορούσα να κάνω, παρ’ όλο που είχα δουλέψει σε διάφορες δουλειές, όπως αρχειοφύλακας. Και λέω, θα το νοικιάσω ρε γαμώτο, αν και δεν ήθελε ούτε η κόρη μου ούτε η γυναίκα μου, το θεωρούσαν γρουσούζικο μέρος.
Εσύ ως πιτσιρικάς τι αναμνήσεις είχες από αυτό το μέρος; Όλοι είχαμε αναμνήσεις από εδώ, μεγαλώσαμε εδώ. Στην Αστυπαλιά υπήρχε ένα καφενείο εδώ κι ένα πιο ψηλά. Στο χωριό μόνο αυτά ήταν και μετά ένα στο λιμάνι. Το επάνω καφενείο ήταν του «Μπαρμπαλιά». Αυτό έκλεισε πριν από 40-50 χρόνια. Και μετά, ό,τι μαγαζί βλέπεις επάνω στην πλατεία είναι μεταγενέστερα.
Τα σωστά καφενεία ήταν μόνο δυο όμως. Παλιότερα δε μας άφηναν να μπαίνουμε μέσα, αν δεν ήσουν 17-18 χρονών. Εδώ, γίνονταν γάμοι, διάφορες εκδηλώσεις, αλλά ήταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Ας πούμε, οι άνδρες δεν καθόντουσαν σε καρέκλες, ήταν όρθιοι. Μόνο οι γυναίκες καθόντουσαν. Το νοίκιασα τελικά, και μετά ασχολήθηκε ο γαμπρός μου, Στέφανος.
Η ονομασία «του Μουγγού» πώς προέκυψε; Το καφενείο το είχε ένας μουγγός, ο Μιχάλης. Αυτός πέθανε από καρδιά και το είχε μαζί με άλλον ένα, το Γιάννη, που τον φωνάζαμε «λαδά», δηλαδή τσιγκούνη. Ο Γιάννης πέθανε κι αυτός από καρδιά, μόλις 45 χρονών.
Υπάρχουν φωτογραφίες από τη δεκαετία του ’40; Μπα…Υπήρχε ένας φωτογράφος στην περιοχή, που μας έβγαζε κι έκανε όλες τις προετοιμασίες, έβαζε πανιά. Μεταγενέστερα και πάλι όμως.
Ο Νικόλας, ο σημερινός ιδιοκτήτης του καφενείου.
Όταν πήρες το μαγαζί υπήρχαν όλες αυτές οι φωτογραφίες που έχει τώρα μέσα; Όχι, δεν υπήρχε τίποτα. Μόλις το νοίκιασα, οι συγγενείς των προηγούμενων πήραν τα έπιπλα από μέσα, οπότε το επίπλωσα εγώ, αλλά τα μόνα που παρέμειναν ήταν εκείνα τα μεγάλα ράφια, που είναι παραδοσιακά. Επίσης, θα ήθελα να σου πω ότι είμαι βασιλικός, όπως και ο πατέρας μου, γι΄αυτό έχω τους βασιλιάδες στους τοίχους.
Έχω και τον Τσε Γκεβάρα, αλλά εδώ πέρα είναι σα μουσείο. Θες να βλέπεις βασιλιάδες, τον Τσε, το Μουσολίνι; Όλα τα έχω, ό,τι μου φέρνανε το έβαζα. Οι Ιταλοί, επί Κατοχής, είχαν ένα σπίτι, που πουλούσε τσιγάρα.
Όταν έφυγαν, βρήκα διάφορα πεταμένα, οπότε το καθάρισα και το έφερα. Όπως και το σωσίβιο που βλέπεις εδώ, το πήρα από ένα καράβι που μετέφερε και επιβάτες και εμπόρευμα το ’36. Το βρήκα πεταμένο κι αυτό, το έπλυνα και το κόλλησα εδώ.
Το καλοκαίρι τι φαγητά κάνεις; Μόνο ψησταριά. Χταπόδια, καλαμάρια, σουπιές, σαλάτα. Υπάρχει και πιο δίπλα ένα εστιατόριο, ένα σουβλατζίδικο αν θες να φας κάτι διαφορετικό…
Το μαγαζί κλείνει πολύ αργά το πρωί; Παλιότερα, ξημερωνόμαστε και χορεύαμε μέχρι το πρωί. Έρχονταν και οι μπεκρήδες… Τώρα το χειμώνα δε βλέπεις τίποτε, γιατί η κρίση έχει χαλάσει πολλά πράγματα, αλλά το καλοκαίρι υπάρχουν φορές που δεν κλείνουμε καθόλου.
Πώς εξηγείς ότι ο κόσμος εδώ στην Αστυπάλαια βγαίνει αργά και διασκεδάζει μέχρι το πρωί; Κοίταξε να δεις, υπάρχει ζωή στην Αστυπαλιά. Έτσι έχουμε μάθει, κι ας έχουμε πέσει με την κρίση. Γυρίζαμε όλα τα στενά, τραγουδούσαμε με τα όργανα, γενικά περνούσαμε καλά. Τώρα με την κρίση, είναι δύσκολα. Κάθε βράδυ, χαλούσαμε 10-15 μπουκάλια ουίσκι. Και τσίπουρα και ούζα, αλλά το ουίσκι ήταν το κοινό ποτό μας. Πάνω στα τραπέζια με τα μπουκάλια, με κεράσματα και χορούς.
Οι ξένοι πώς το βλέπουν; Τρελαίνονται. Με βλέπουν έξω στην αυλή όταν γίνεται χαμός και ψάχνουν να βρουν τραπέζι, κάνουν μια- δυο βόλτες για να βρουν να κάτσουν.
Πώς έχεις δει την Αστυπάλαια να αλλάζει τα τελευταία χρόνια; Έχουμε αλλάξει σε σχέση με 20 χρόνια πριν. Ήμασταν πιο μαζεμένοι, μετά υπήρξε μια μεγάλη ανοικοδόμηση. Άνοιξαν οι αγορές ακινήτων από ξένους, που έφτιαξαν τα σπίτια. Δούλεψα και σαν μεσίτης εκεί, τους έδειχνα κάποια σπίτια, έκανα κάποιες επισκευές κι έβγαζα το χαρτζιλίκι μου. Οι ξένοι γενικά προσέχουν τα σπίτια, εμείς είμαστε βλαμμένοι και θέλαμε μοντέρνες γωνίες, εκείνοι τα ήθελαν «στραβά». Να φαίνεται το παλιό δηλαδή.
Ξύλο έχει πέσει στο καφενείο ποτέ; Ε, πώς δεν έχει πέσει. Με πιοτό, με γκόμενες. Πάντως, αστυπαλίτισες δεν έρχονται συχνά, μόνο ξένες, γιατί κι εμείς μιλάμε αισχρά εδώ πέρα. Πάνω στην πλάκα, αλλά εκείνες το αποφεύγουν. Σε κάτι πιο οικογενειακό πηγαίνουν, αλλά στο καφενείο δύσκολα.
Έχει έρθει κάποιος διάσημος ποτέ; Ο Καραμανλής και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που τον συνόδευσα κι εγώ, γύρω στο ’98.
Βασιλικός είσαι ακόμη; Ναι, αν υπάρχει κάποιο βασιλικό κόμμα κι είμαι κι εγώ καλά, θα το ψηφίσω σίγουρα. Έχουμε αλληλογραφία τα Χριστούγεννα και το Πάσχα με το βασιλιά.