Πολλά σημεῖα γύρω ἀπό τό μεγάλο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως μένουν ἄγνωστα καί ἀκατανόητα ἀπό τούς ἀνθρώπους, πιστούς καί μη. Πρῶτα καί κύρια τό γεγονός καθ᾿ ἑαυτό. Ὁ φιλοπερίεργος νοῦς μας συχνά ἀνατρέχει σέ αὐτές τίς μοναδικές στιγμές καί ἐρευνώντας προσπαθεῖ νά ἀποκαλύψει τόν μυστικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐξελίχθηκαν τά πράγματα.Στήν πραγματικότητα πολύ λίγα γνωρίζουμε γιά τό πότε ἀκριβῶς ἔγινε, πῶς ἔγινε, τί εἶδαν ἤ τί ἔνιωσαν οἱ φυλάσσοντες τόν τάφο στρατιῶτες, ποιά ἦταν ἡ πρώτη ἀντίδραση τῶν μυροφόρων καί τῶν μαθητῶν μπροστά στόν κενό τάφο καί ἄλλα παρόμοια.
Λίγα γνωρίζουμε γιά τίς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, τήν ψηλάφιση τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, τίς συζητήσεις μέ τόν Ἀναστημένο Χριστό, τή συναναστροφή μέ Αὐτόν γιά σαράντα ἡμέρες.
Πολλά τά ἐρωτήματα λίγες οἱ ἀπαντήσεις καί βέβαια ὄχι κατ᾿ ἀνάγκην ἀναγκαῖες …
Ἀπό ὅλα αὐτά τό ἐνδιαφέρον μου τραβᾶ —ὡς μία προσωπική περιέργεια, ἀδυναμία καλύτερα πεῖτε τη— τό ἐρώτημα πῶς αἰσθάνονταν οἱ μαθητές ἐκεῖνες τίς ἡμέρες.
Ἀρχικά ἀμέσως μετά τήν Ἀποκαθήλωση καί τήν Ταφή τοῦ Διδασκάλου. Παρά τό ὅτι ὁ Χριστός τούς εἶχε μιλήσει κατά τήν περίοδο πού ἦταν μαζί τους γιά τά ὅσα θά συνέβαιναν μετά τό θάνατό Του ἦταν πολύ δύσκολο νά προετοιμαστοῦν γιά τά ὅσα συνέβαιναν καί γιά τά ὅσα θά ἀκολουθοῦσαν. Καλύτερα ἀπό κάθε δική μας προσπάθεια νά περιγράψουμε τά συναισθήματα τῶν μαθητῶν τά ἀποδίδει ἡ φράση τοῦ Εὑαγγελιστοῦ Μάρκου πού ἀναφέρεται στόν Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἁριμαθαία, τόν εὐσχήμονα βουλευτή καί μέλος τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου. Αὐτός, παρά τήν ἡγετική του θέση στήν ἰουδαϊκή κοινωνία, γιά νά πλησιάσει τόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ χρειάστηκε τόσο θᾶρρος πού τό καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος στόν 43 στίχο τοῦ 15ου κεφαλαίου τοῦ Εὐαγγελίου του: «τολμήσας εἰσῆλθεν πρός τόν Πιλᾶτον καί ᾐττήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Προφανῶς, γιά νά προχωρᾶ σέ αὐτήν τήν παρατήρηση, θά γνώριζε ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι μαθητές θά εἶχαν καταληφθεῖ ἀπό τρόμο καί κανείς δέν θά τολμοῦσε νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει τό σῶμα τοῦ κεκοιμημένου.
Ἡ στάση αὐτή τῶν ἀποστόλων νομίζω ὅτι εἶναι ἀπολύτως κατανοητή καί, δεδομένων τῶν συνθηκῶν, ἀναπόφευκτη…
Αὐτές οἱ τρεῖς πρῶτες ἡμέρες θά πρέπει νά ἦταν πολύ δύσκολες, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς βαθειᾶς θλίψεώς τους γιά τήν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου τους δασκάλου, ἀλλά καί τῆς συνοχῆς καί τοῦ φόβου γιά ὅσα θά ἀκολουθοῦσαν καί τά ὁποῖα, ἐκεῖνες τίς πρῶτες ἡμέρες, ἦταν παντελῶς ἄγνωστα.
Ἡ πρώτη ἀλλαγή συναισθημάτων καί διαθέσεως καταγράφεται ἀπό τή στιγμή πού οἱ μυροφόρες μετέφεραν τό μήνυμα τοῦ κενοῦ τάφου στούς μαθητές. Αὐτή ἡ συναισθηματική μετάπτωση περιγράφεται ἐξαιρετικά στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο: «καί ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπό τοῦ μνημείου, εἶχεν γάρ αὐτάς τρόμος καί ἔκστασις· καί οὐδενί οὐδέν εἶπαν ἐφοβοῦντο γάρ» (Μάρκου 16:8).
Ὁ καθαρός τρόμος τῶν πρώτων ἡμερῶν ἔδωσε τή θέση του σέ ἕνα ἄλλο μεικτό συναίσθημα: τρόμος, γιά τά ὅσα εἶχαν γίνει πρίν ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἀλλά καί ἔκστασις, γιά ὅσα ἀντίκρισαν τά μάτια τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ κενοῦ τάφου μά καί γιά ὅσα ἐπρόκειτο νά συμβοῦν στό μέλλον.
Τό «ἐφοβοῦντο γάρ» δέν δείχνει μόνο φόβο, ὅπως συμβαίνει σήμερα. Γιά νά κατανοήσουμε ὀρθά τήν ἔννοιά του θά πρέπει νά ἀναμείξουμε τίς ἔννοιες τοῦ σεβασμοῦ μπροστά στό ἄγνωστο, τῆς συνοχῆς τῆς καρδιᾶς μπροστά στό μυστήριο, τῆς συστολῆς ἀπέναντι στό ἄγνωστο, μπροστά στά ἐπερχόμενα…
Νομίζω ὅτι ἡ λέξη «φόβος», μία πολύ δυνατή λέξη, χρησιμοποιεῖται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη γιά νά περιγράψει τήν ψυχική κατάσταση τῶν μαθητῶν ἀμέσως μετά τήν διαπίστωση ὅτι κάτι περίεργο, ἀναμενόμενο μέν ἀπίστευτο δέ, εἶχε συμβεῖ.
Αὐτόν τόν φόβο διέρρηξε ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περιγραφή τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ὅταν οἱ μαθητές εἶναι συγκεντρωμένοι «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» καί «ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάννου 20:19). Ἡ παρουσία καί ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ προσφέρει τήν Εἰρήνη πού ξεπερνᾶ κάθε χωρισμό καί διαλύει κάθε διάκριση. Εἶναι τό ἀντίδοτο στό φόβο, στό μίσος, στή μοναξιά.
Στήν ἀπορία μου πῶς νά ἔνιωθαν οἱ μαθητές ἀπαντᾶ ἄριστα ἡ φράση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ πού προέρχεται ἀπό τή διήγηση τῆς πορείας πρός Ἐμμαούς: «μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…».
Ἀποδίδει τή χαρά καί τήν προσδοκία τῆς συναναστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο, ἀκόμη καί ὅταν, ὅπως ἀκριβῶς οἱ μαθητές, δέν ἔχει σαφή συνείδηση ὅτι δίπλα του εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ πρόσκληση αὐτή περιγράφει τή συναισθηματική κατάσταση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνες τίς δύσκολες πρῶτες ἡμέρες. Θά ἔνιωθαν μία γλυκειά μοναξιά πού θά τήν θεράπευε ἡ ἐν ἀπουσίᾳ παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ ἔντονη προσμονή τῶν ἐσχάτων. Ὁ Χριστός ἦταν δίπλα τους, τόν εἶχαν ζήσει καί τόν ἀγαποῦσαν. Ἤθελαν νά μείνει κοντά τους, ὄχι μόνο γιατί ἔνιωθαν φόβο, ἀλλά νομίζω κυρίως διότι ἡ παρουσία Του γέμιζε τίς καρδιές τους μέ τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως καί τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἔκεῖνες τίς πρῶτες ἡμέρες οἱ πιστοί περισσότερο ζοῦσαν καί λιγότερο ἐπεξεργάζονταν νοητικά τήν παρουσία του Κυρίου.Ἡ πορεία πρός Ἐμμαούς μᾶς προσφέρει μία πραγματικά ἐντυπωσιακή σκηνή. Φανταστεῖτε τούς δύο Ἰουδαίους νά περπατοῦν καί νά συνομιλοῦν μέ τόν Κύριο. Ἐκεῖνος νά τούς ἐξηγεῖ τίς Γραφές καί νά ἀναλύει θεολογικά τά γεγονότα πού μόλις πρίν ἀπό λίγο οἱ μαθητές εἶχαν ζήσει καί αὐτοί νά ἀρχίζουν νά νιώθουν τή ζεστασία πού τούς κάνει νά τόν παρακαλέσουν νά μείνει μαζί τους.
Ἡ πρώτη μας σκέψη νομίζω ὅτι εἶναι «ἄχ καί νά ἤμουν καί ἐγώ ἐκεῖ…». Μια σκέψη περιττή, μάταιη θά ἔλεγα, γιατί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς εἶναι μαζί Του καί Ἐκεῖνος μένει μαζί μας «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὅπως ἀκριβῶς μᾶς τό ὑποσχέθηκε. Δέν μᾶς ἄφησε, δέν μᾶς ἀφήνει καί δέν πρόκειται νά μᾶς ἀφήσει ποτέ μόνους μας.
Εἶναι ὁ Λυτρωτής μας, ὁ συμπαραστάτης, τό στήριγμα καί ἡ ἐλπίδα μας!
Καί ὅλα αὐτά εἶναι πραγματικότητα γιά κάθε ἄνθρωπο ἀφοῦ ὁ Χριστός Ἀνέστη!
[…] AegeaNews […]
Αγαπητέ Θανάση.
Σε ευχαριστούμε για τις σκέψεις σου, γιατί «ο κόσμος όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει».
Χριστός Ανέστη.