Γέροντας Σίμων Αρβανίτης
Ο Γέροντας Σίμων Αρβανίτης καταγόταν από την Τριάδα Εύβοιας. Από εκεί ο πατέρας του Αθανάσιος Αρβανίτης μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στο χωριό Κουκουβάουνες Αττικής, την σημερινή Μεταμόρφωση και παντρεύτηκε την μητέρα του Κυριακή. Απέκτησαν τέσσερα αγόρια, τον Ιωάννη, τον Παναγιώτη -τoν αργότερα Γέροντα Σίμωνα- τον Δημήτριο και τον Κωνσταντίνο.
Ο Παναγιώτης γεννήθηκε ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 1901 και μεγαλώνοντας βοηθούσε τον πατέρα του κάνοντας διάφορες δουλειές. Όταν έγινε δεκατριών ετών ήταν πλανόδιος μανάβης σηκώνοντας τσουβάλια 80-85 κιλών αδιαμαρτύρητα. Κατά καιρούς εργαζόταν σε περιβόλια, αμπέλια και κτήματα δουλεύοντας σκληρά χωρίς να δυσκολεύεται καθόλου, καθώς η μυϊκή του δύναμη ήταν πολύ μεγάλη. Μόλις σταματούσε να ξεκουραστεί άνοιγε «τό βιβλίο του Χριστού», όπως έλεγε το Ευαγγέλιο, και μελετούσε. Η αγάπη του για τον Θεό ήταν φωλιασμένη στην καρδιά του από πολύ μικρός.
Ο αδερφός του διηγείται ότι τον Παναγιώτη τον έχαναν το Σάββατο από το σπίτι. Μόλις τελείωνε την δουλειά έφευγε και πήγαινε στα εξωκκλήσια, όπου προσευχόταν και μελετούσε. Γύριζε στο σπίτι την Κυριακή το βράδυ, οπότε και έτρωγε. Έμενε όλο το εικοσιτετράωρο νηστικός. Όταν δεν πήγαινε σε εξωκλήσι ξυπνούσε όλη την οικογένεια με την πρώτη καμπάνα για τον εκκλησιασμό. Φοβέριζε μάλιστα ότι, όποιον δεν ξυπνούσε αμέσως, θα τον κατάβρεχε με μια κανάτα πού είχε δίπλα του γεμάτη με νερό.
Μοναχική κλήση
Ο Παναγιώτης επισκέφθηκε πολλές φορές το Άγιον Όρος. Μια από αυτές, στα Καυσοκαλύβια, συνάντησε τον μητροπολίτη Νεκτάριο Κεφαλά, τον μετέπειτα άγιο Νεκτάριο, και όταν πήγε να πάρει την ευχή του ο άγιος τον κράτησε από το χέρι και του είπε ότι θα γίνει πνευματικός και θα σώσει πολλές ψυχές.
Ο Παναγιώτης αποφάσισε μαζί με δύο καρδιακούς του φίλους να φύγουν κρυφά από τις οικογένειές τους και να ασκητέψουν. Έτσι το 1925 έφυγαν για την Εύβοια, όπου κλείστηκαν σε μια σπηλιά χωρίς κανένα εφόδιο, ρούχα ή τροφή. Οι φίλοι του δεν άντεξαν παρά δύο μέρες και πήραν την απόφαση να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ο Παναγιώτης όμως που άκουσε τα σχέδιά τους έφυγε πριν ξυπνήσουν εκείνοι και πήγε στην Μονή Αγίου Χαραλάμπους στην Λεύκα Αυλωναρίου. Ασκήτευε στην σπηλιά του αγίου Γρηγορίου, όπου πηγάζει αγίασμα και προσευχόταν νύχτα-μέρα.
Όταν ο μητροπολίτης πληροφορήθηκε γι’ αυτόν από ανθρώπους που πήγαιναν στην σπηλιά για αγίασμα και έμαθε για την αυστηρή του άσκηση, τον αναζήτησε και τον έκανε αμέσως μοναχό στο μοναστήρι του αγίου Χαραλάμπους με το όνομα Σίμων. Ο π. Σίμων όμως και πάλι κλείστηκε σε μια σπηλιά και δεν έτρωγε τίποτα. Τον εύρισκαν πολλές φορές οι βοσκοί εξαντλημένο από την πείνα, πεσμένο στο έδαφος και τον πήγαιναν στο μοναστήρι, αλλά εκείνος πάλι έφευγε. Ο ίδιος αργότερα έλεγε: «Στην σπηλιά του αγίου Γρηγορίου έπινα ένα ποτήρι του κρασιού αγίασμα μετά την δύση του ηλίου επί τριάντα μέρες. Είχε φύγει όλο το σώμα μου. Ζύγιζα γύρω στα τριάντα κιλά». Τελικά επενέβη ο Μητροπολίτης που τον υποχρέωσε να μείνει στο μοναστήρι.
Διακόνημά του ήταν να καλλιεργεί τους κήπους και με την μεγάλη του σωματική δύναμη εντυπωσίαζε τους πάντες. Όταν εργαζόταν στους κήπους είχε βοηθό του ένα παιδί, το οποίο αρρώστησε βαριά. Όταν το είπαν στον π. Σίμωνα παράτησε το τσαπί και έφυγε για να προσευχηθεί στο βουνό. Δεν προχώρησε όμως πολύ και οι πατέρες του φώναξαν να γυρίσει πίσω, γιατί το παιδί είχε γίνει καλά. Ήταν ένα πρώτο δείγμα της αποτελεσματικότητας της προσευχής του Γέροντα.
Ο μητροπολίτης βλέποντας τις αρετές του τον χειροτόνησε ιερέα παρά τις αντιρρήσεις του το 1936 και τον έστελνε σε διάφορες εκκλησίες για την Θεία Λειτουργία. Ο κ. Δ. Κουλουρίδης διηγείται ότι στο χωριό του το Κληματάρι Ευβοίας έστελναν συχνά τον π. Σίμωνα για την Θ. Λειτουργία. Τον χειμώνα όμως, το χιόνι ήταν τόσο πυκνό που τον απέκλειε καταμεσής του δρόμου. Όσο και αν ξεπάγιαζε και αν δυσκολευόταν να συνέλθει από το κρύο δεν άφηνε τα χωριά χωρίς Θεία Λειτουργία και πήγαινε πάλι την άλλη Κυριακή παρά τους πάγους και τα χιόνια.
Το 1942 εστάλη στην Μονή Μεταμορφώσεως ως πνευματικός. Εκεί κοντά βρίσκεται το εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Το 1943 συνέβη ένα συγκλονιστικό θαύμα την παραμονή των Ταξιαρχών. Είχε μαζευτεί πλήθος κόσμου για την εορτή σε μια εποχή που όλους τους θέριζε η πείνα λόγω της Κατοχής. Ο Γέροντας, όταν είδε τόσο κόσμο μαζεμένο για την αγρυπνία, είπε να ετοιμάσουν φαγητό. Υπήρχε μόνο ένα τσουβάλι κρεμμύδια και έδωσε εντολή να τα καθαρίσουν όλα, ενώ εκείνος άρχισε να προσεύχεται. Ξαφνικά ένας μεγάλος λαγός σαν αρνί κατέβηκε από το βουνό και μπήκε μέσα στο μαγειρείο μόνος του. Έτσι, θαυματουργικά εξασφαλίστηκε τροφή για όλο τον κόσμο και περίσσεψε και για το μοναστήρι.
Το 1946 ο Γέροντας αποφάσισε να φύγει από την Κύμη για την Αθήνα λόγω μεγάλων προβλημάτων με τα μάτια του. Μόλις ανέλαβε καθήκοντα στην ενορία της αγίας Βαρβάρας, αποφάσισε να χτίσει μεγαλύτερο ναό, γιατί ο παλιός δεν χωρούσε όλο τον κόσμο. Συνάντησε πολλές δυσκολίες και μεγάλο πόλεμο λόγω της έλλειψης χρημάτων και συκοφάντησης του έργου. Η ίδια η αγία παρουσιάστηκε στον Γέροντα και του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει. Πράγματι, όταν τα χρήματα τελείωναν βρίσκονταν εντελώς ξαφνικά πρόσωπα που πρόσφεραν το συγκεκριμένο ποσό που χρειαζόταν για την συνέχιση των εργασιών. Όταν τελείωσε το έργο υπέβαλε την παραίτησή του από εφημέριος, γιατί το πρόβλημα με τα μάτια του μεγάλωνε και επιθυμούσε να ιδρύσει δικό του μοναστήρι. Με μεγάλη θλίψη οι ενορίτες του τον αποχαιρέτησαν, γιατί τον είχαν αγαπήσει και τους είχε σταθεί σαν πατέρας όλα αυτά τα χρόνια.
Κτήτορας της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος Πεντέλης
Ύστερα από επίμονη αναζήτηση χώρου για ίδρυση μοναστηριού ο Γέροντας κατέληξε στο εξωκλήσι του αγίου Παντελεήμονα στην Πεντέλη, που ανήκε στην Μονή Πετράκη. Αφού εξασφάλισε την συγκατάθεση του ηγουμένου της Μονής Πετράκη Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, άρχισε το κτίσιμο ενός κελιού, ενός αχυρώνα και ενός φούρνου δίπλα στο υπάρχον εκκλησάκι. Όμως ο διάβολος πολέμησε την ίδρυση του μοναστηριού. Φανερώθηκε στον Γέροντα και του είπε ότι θα τον πολεμήσει μέχρι τέλους και δεν θα τον αφήσει να στεριώσει το μοναστήρι. Πράγματι οι βοσκοί της περιοχής απείλησαν τον Γέροντα με τις γκλίτσες τους λέγοντας ότι ο τόπος ήταν δικός τους. Η υπόθεση πήγε στο δικαστήριο όπου ο Γέροντας δικαιώθηκε. Τα πνευματικά παιδιά του Γέροντα βοηθούσαν στο σκάψιμο κατά την θεμελίωση της Μονής. Τα υλικά τα κουβαλούσαν με το γαϊδουράκι από μακριά, αφού δρόμος δεν υπήρχε. Και σαν να μην έφτανε αυτό όταν έσκαβαν φυσούσε πάντα τόσο δυνατά που έφερνε την σκόνη στα μάτια τους. Παρά τις αντιξοότητες το κελί, ο φούρνος και ο αχυρώνας τελείωσαν και κτίστηκαν και κελιά για τους μοναχούς που θα έρθουν, όπως είπε ο Γέροντας, καθώς και ξενώνας.
Όταν άρχισε να πηγαίνει πολύς κόσμος άνοιξαν χωράφια γύρω από το μοναστήρι και καλλιεργούσαν διάφορα κηπουρικά για την αδελφότητα, αλλά και τους προσκυνητές. Ο Γέροντας ήταν πολύ φιλόξενος και επέμενε να παίρνουν όλοι κάτι για ευλογία. Και η ευλογία που είχε το μοναστήρι ήταν θαυμαστή. Τα τρόφιμα δεν έλλειψαν ποτέ. Η μεγάλη διάθεση φιλοξενίας του Γέροντα έγινε αιτία να πλησιάσει πολύς κόσμος το μοναστήρι και να σωθούν πολλές ψυχές. Ο Γέροντας ήθελε να τον πλησιάζουν όλοι, να βοηθάει όλους στις δυσκολίες τους και να τους οδηγεί στον δρόμο της σωτηρίας. Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης από την Εύβοια εκτιμούσε πολύ τον π. Σίμωνα και επισκέφθηκε το μοναστήρι για να πάρει την ευχή του.
Ο Γέροντας κοιμήθηκε στις 4 Μαρτίου 1988.