Μαρτυρία Μ.Αγ.-Δ.*:
Από πολύ μικρή ηλικία γνώρισα τον πατέρα Σίμωνα. Ήταν πνευματικός μου στην Αγία Βαρβάρα στην Λυκόβρυση.
Πέρασαν τα χρόνια και απέκτησα οικογένεια. Στο πρώτο μου παιδί, ένα αγοράκι, πήγα στον πατέρα Σίμωνα και μου λέει:
– Μαρία, πρέπει να βαπτίσης το παιδί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Μην περιμένεις να περάση ο καιρός. Δεν είναι σωστό, διότι εμείς είμαστε χριστιανοί και πρέπει των Χριστιανών τα παιδιά να βαπτίζωνται πολύ μικρά και να πηγαίνουνε στην εκκλησία.
Του λέω εγώ:
– Πώς να πάω στην εκκλησία Γέροντά μου; Να το βαπτίσω καλά, αλλά στην εκκλησία να πηγαίνω με το παιδί μου είναι aδύνατο.
Μου απαντάει:
– Δεν είναι αδύνατο. Όλα είναι εύκολα όταν βάλουμε εμείς την προσπάθεια.
Ό,τι μου έλεγε προσπαθούσα να το κάνω.
Βάπτισα το παιδί και έπρεπε να το πάω στην εκκλησία, να το μεταλαμβάνω το παιδάκι.
Και μου λέει:
– Θα το πας να το μεταλάβης, αλλά δεν θα το ταΐσης. Θα το πας νηστικό το παιδί για να πάρη τον Χριστό στην καρδιά του. Δεν τα πηγαίνουμε τα παιδιά χορτάτα. Πρέπει να το κάνης. Στην εβδομάδα δύο φορές, αν είναι δυνατόν, να πηγαίνης να το μεταλαμβάνης.
Του είπα:
– Πώς να το πάω, αφού το νερό έρχεται μέρα παρά μέρα;
Το παιδί γεννήθηκε το ’58 που μεταχειριζόμασταν, όπως ξέρετε, πάνες και πανάκια και έπρεπε να έχης νερό για να τα πλύνης αυτά και χώρια για το μαγείρεμα.
Μου λέει:
– Μην στενοχωριέσαι. Εσύ να πηγαίνης το παιδί να κάνη αυτά που σου λέω και να έρχεσαι με την ησυχία σου. Να μην τρέχης στο δρόμο και σκοντάψεις και σου πέσει το παιδί από τα χέρια. Θα κάνης αυτό που σου λέω. Μη μου το αρνηθής. Θα το κάνης.
Και ‘γώ τι να κάνω; Μικρή κοπέλα ήμουνα, 18 χρόνων:
– Θα προσπαθήσω, Γέροντα, να το κάνω. Θα προσπαθήσω.
Ό,τι μου έλεγε προσπαθούσα να το κάνω.
Σαν ερχόμουνα και το νερό ήταν κομμένο, μ’ είχε συμβουλέψει:
– Να ταΐσης το παιδί. Να το βάλης για ύπνο. Να πάρης τα λαγήνια σου, να πας στη βρύση.
Είχαμε μια βρύση σε τέσσερα τετράγωνα.
Λέει:
– Πώς γίνεται που κόβεται το νερό που λες;
Λέω:
– Κοιτάχτε, πατερούλη. Το νερό το κόβουν από μια βάνα με ένα μεγάλο κλειδί. Και όχι μόνο της βρύσης αυτής. Όλης της περιφέρειας τα νερά κόβονται. Πρωί το φέρνει το νερό και αν αργήσης δεν μπορείς να πάρης το νερό. Μέρα παρά μέρα είναι. Αν δεν προλάβης να πάρης νερό πώς θα πλύνης τα πανιά του παιδιού;
– Μη στενοχωριέσαι. Θα κάνης αυτά που σου λέω εγώ. Θα βάλης το παιδί στον ύπνο. Θα πάρης τα λαήνια σου και θα πας στην βρύση. Θα σταυρώσης τη βρύση τρεις φορές. Θα πης το «Πάτερ ημών» και θα σκέφτεσαι εμένα. Αν την πρώτη φορά δεν σου τρέξη το νερό μην αμφισβητήσεις. Θα το κάνης και δεύτερη, ίσως και τρίτη. Θα πης το «Πάτερ ημών». Θα σταυρώσης και θα χτυπήσης με την παλάμη σου το στόμιο της βρύσης και θα τρέξη νερό.
Πράγματι, έγινε όπως σας το λέω. Σας το λέω από τα βάθη της καρδιάς μου πως το νερό έτρεχε και με μεγάλη ορμή.
Φώναζα τον κόσμο:
– Ελάτε να πάρετε νερό.
Ούτε καν έβγαιναν έξω να κοιτάξουν αν τρέχη βρύση. Εγώ με την ησυχία μου έπαιρνα το νερό μου. Φώναζα και τους άλλους. Δεν ερχόντουσαν. Κατόπιν εγώ έκλεινα τη βρύση και πήγαινα ατό σπίτι.
Κάνα-δυο φορές με ρώτησε ο Γέροντας:
– Που φωνάζεις τον κόσμο, έρχεται κάνεις να πάρη νερό;
Και του λέγω:
– Όχι, με βλέπουν που κουβαλάω το νερό, αλλά μόνο μία κυρία ήλθε και πήρε ένα κανατάκι.
* Ολόκληρο το όνομα αναφέρεται στο πιο κάτω βιβλίο.
Από το βιβλίο του Μοναχού Ζωσιμά, «Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης, 1901-1988), Η ζωή και το έργο του».
Τι προσφέρουν οι προσευχές και η μνημόνευση στην προσκομιδή!
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[Ιερομόναχος, π. Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Διονυσίου υποτακτικός Οσίου Ιωσήφ Ησυχαστή]:
Κάποτε ένας αδελφός, όταν βρισκόμασταν στην Ν. Σκήτη [του Αγίου Όρους], περιέπεσε σ’ ένα αμφίβολο λογισμό: «Προσευχόμαστε, αγρυπνούμε.., ωραία αυτά. Όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο βοηθούμε και τους άλλους ή μόνον τον εαυτό μας;».
Ενώ ετοιμαζόταν να εξομολογηθή αυτόν τον λογισμό στον Γέροντα [τον όσιο Ιωσήφ Ησυχαστή], τον πρόλαβε ο δεύτερος και με πρόσωπο που φαινόταν βαθιά συγκινημένο, λέγει στον αδελφό:
– Απόψε παιδί μου, ο Θεός μου έδειξε το έξης φοβερό θέαμα: ενώ προσευχόμουν, για μια στιγμή μου φάνηκε ότι βρισκόμουν σε μια πολύ μεγάλην τράπεζα.
Στεκόμουν μπροστά σε μια πόρτα που έμοιαζε σαν την ωραία πύλη της εκκλησίας. Μέσα εκεί σ’ αυτόν τον χώρο, αμέτρητα πλήθη περίμεναν σειρά.
Εγώ έμοιαζα σαν αρχισιτοποιός. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο διέκρινα και σας να βρίσκεστε κοντά μου.
Εκόβατε κάτι μεγάλα σαν πρόσφορα και μου τα φέρνατε. Ο άλλος κόσμος περνούσε σε δυο σειρές, στη μια οι ζωντανοί, στην άλλη οι πεθαμένοι.
Τους μοίραζα όλους από μια μερίδα ευλογία και φεύγανε όλοι χαρούμενοι.
Διέκρινα μέσα πάρα πολλούς γνωστούς μου, όσους είχα γραμμένους, ζωντανούς-πεθαμένους, στο μνημονοχάρτι.
Και ο αδελφός με την σειρά του:
– Γέροντα, αυτό για μένα ήταν. Μου έλυσες την απορία μου. Τώρα κατάλαβα, τι προσφέρουν οι προσευχές και το μνημόνευμα στην προσκομιδή για όλον τον κόσμο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτη, «Ιερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ο διδάσκαλος της νοεράς προσευχής.