Μαρτυρία:
[…] Από μικρή δεν μιλούσα. Μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρόνων.
Όταν πήγαινα μικρή στην Εκκλησία και ο παπάς έλεγε, «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος…» έβλεπα την σκεπή της Εκκλησίας να φεύγη και να γίνεται ένα με τον ουρανό και άκουγα ουράνιες ψαλμωδίες.
Από την εικόνα του Χρίστου στο τέμπλο έφευγε η μορφή του και εμφανιζόταν στο τέλος της θείας Λειτουργίας.
****
Κάθε εβδομάδα η γιαγιά μου με έπαιρνε στο Κοιμητήριο. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός, που την περίοδο του Πάσχα έβλεπα τους τάφους ανοιχτούς και τις ψυχές να κάθωνται και να ζητούν ελεημοσύνη και άλλες είχαν μπροστά τους ένα πιάτο και έτρωγαν.
Ενώ τους έβλεπα και έκλαιγα, δεν ήξερα πως να τους βοηθήσω.
Αναρωτιόμουν, γιατί οι τάφοι είναι όλοι ανοιχτοί, ενώ τον άλλο καιρό είναι κλειστοί και έκλαιγα πολύ.
Με ρωτούσε η γιαγιά μου, «γιατί κλαις, παιδί μου» και δεν μπορούσα να της εξηγήσω, αφού δεν μιλούσα. Έκανα νοήματα, αλλά η γιαγιά μου δεν καταλάβαινε.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Άγιος Παΐσιος, Μαρτυρίες, περιστατικά, διδαχές», έκδοση Ενωμένη Ρωμηοσύνη.