Μοναδική η τελετή του Ιερού Νιπτήρα στην Πάτμο

0
5633

Ο Ιερός Νιπτήρας τελέστηκε και φέτος με μεγαλοπρέπεια και θρησκευτική κατάνυξη. Σύμμαχος της τελετής ο καλός καιρός. Στο χώρο που επικρατούσε το αδιαχώρητο, άνθρωποι απ όλα τα μέρη της Ελλάδας παρακολουθούσουν την ξεχωριστά συγκινητική και κατανυκτική τελετή.

ΒΙΝΤΕΟ-ΡΕΠΟΡΤΑΖ:

 

Μεγάλη Πέμπτη. Η ώρα είναι έντεκα το πρωΐ. Στο μοναστήρι μέσα έχει τελειώσει η θεία λειτουργία, του Μεγ. Βασιλείου, με το χαρακτηριστικόν αντίδωρο, «το μαργαρίτη», που φυλάσσεται από όλο το νησί για δύσκολες στιγμές, ίδίως επιθανάτιες. Οι μοναχοί της Μονής, μ’ επικεφαλής τον Ηγούμενό τους, κατευθύνονται στην κοινοτική εκκλησιά της Μεγάλης- Παναγιάς, σαν από παλιό έθιμο. Όλοι τους οι ιερείς είναι αλλαξοφορεμένοι με ομοιόμορφα, βαρύτιμα, πορφυρόχρυσα βυζαντινά άμφια, δώρα βυζαντινών χρόνων της Μονής, που σώζονται θαυμάσια, ανέπαφα από το χρόνο ως σήμερα.

Οι μεγάλες καμπάνες του Μοναστηριού μας χτυπούν βαρειά κι’αργά. Γλυκά δονείται η ατμόσφαιρα του νησιού όλου από το βαρειόηχό τους. Στη γλυκειά ανοιξιάτικη φύση όλα είναι μάγεμα. Το νησί σ’ ένα θρησκευτικό παραλήρημα, με βαρειά κατάνυξη, όλη τούτη τη βδομάδα, ζη ξεχωριστά και με ιδιαίτερο χρώμα τα σεπτά Πάθη του Κυρίου.

Από τη Μεγάλη-Παναγιά ανά δυο-δυο οι ιερείς, ονοματισμένοι όλοι τους με τόνομα κι’ ενός μαθητού του Ιησού, ξεκινούν για την προκαθωρισμένη πλατεία. Πίσω τους έρχεται ο Ηγούμενος μ’ ένα βυσσινί μανδύα περιβεβλημένος, κρατώντας την πατερίτσα του -σαν πατριαρχικός Έξαρχος- κι’ ένα μικρό χρυσοποίκιλτο ευαγγέλιο, ανάμεσα σ’ ένα στοίχο από τέσσερης διάκους. Και όλοι τους -ιερείς και Ηγούμενος- φέρουν, σαν ιερομόναχοι, επανωκαλλύματα, που προσδίδουν σοβαρότητα και γραφικότητα στην αργοδιαβαίνουσα πομπή τους. Μπροστά τους προπορεύεται ένας απλός μοναχός, κρατώντας ένα τεράστιο ασημένιο «μανουάλι» και το «ύδωρ του νιπτήρος» σ’ ένα ασημένιο «μπρίκι». Τελευταίος έρχεται ο εκκλησιάρχης, που πάντα είναι και ο καλλιφωνότερος όλων, σαν πρώτος ψάλτης της Μονής, ψέλνοντας τον ν’ ψαλμό «ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός…» Οι μαθητές κι ο Διδάσκαλος έχουν πια φθάσει σ’ ένα από τα δυο παρεκκλήσια της αγιά-Φωτεινής ή τ’ άη-Γιώργη, ανάλογα με την πλατεία, όπου θα λάβει χώραν η τελετή του Νιπτήρος. Πρώτος ο εκκλησιάρχης θα πάρη θέση, απέναντι στην εξέδρα, σ’ ένα περίβλεπτο σημείο, απ’ όπου θα διαβάση τις ανάλογες περικοπές κι’ από τα τέσσερα ευαγγέλια.

Οι τέσσερες διάκοι θυμιάζοντας με τα μεγάλα, ασημόηχα θυμιατά τους, οδηγούν δυο-δυο τους ιερείς-μαθητές στην εξέδρα, όπου ανεβαίνοντας, μετά από μια βαθειά αλληλοϋπόκλιση, κάθονται στα καθίσματά τους, εκατέρωθεν, από τα έξω προς τα μέσα. Και ακολουθούν τη σειρά, ως φέρονται από το Διδάσκαλό τους αγρευθέντες στην πορεία του διά της Γαλιλαίας, σαν μαθητές του, αρχή κάνοντας από τους υιούς του Ζεβεδαίου. Έτσι συνεχίζουν, ωσότου μεταφέρουν και τους δώδεκα. Ο τελευταίος είναι ο Ιούδας. Το ρόλο του παλαιότερα, κατά παρέκκλιση, ανελάμβανε να διαδραματίση ένας πολίτης, «κοσμικός», σ’ αντίθεση προς το κληρικός. Κι’ αμείβονταν με … πενήντα γρόσια κι’ ένα τυρομύζηθρο. Έπειτα, όμως, ο ρόλος του Ιούδα ανατίθονταν σ’ ένα μοναχό, σαν τον Πολύκαρπο ή τον Ισίδωρο. Στο τέλος φτάνει ο Ηγούμενος και μαζύ του ανεβαίνουν στην εξέδρα οι τέσσερης διάκοι, στέκοντας πλάϊ του. Στο αναμεταξύ ο εκκλησιάρχης ψέλνει αργά, σ’ ένα άφθαστο βυζαντινό μέλος, το απολυτίκιο «ότε οι ένδοξοι μαθηταί εν τω νιπτήρι του δείπνου εφωτίζοντο» και την καταβασία «τω συνδέσμω της αγάπης συνδεόμενοι οι Απόστολοι». Μόλις πάρουν θέση όλοι τους στην εξέδρα, τότε αρχίζει να ξετυλίγεται, διαλογικά αρχικά, και μετά, με δυο συμβολικές πράξεις, το όλο δράμα του ιερού Μυστικού Δείπνου.

Στο πρώτο του μέρος -όπως τον διαιρούν σε τρία- γίνεται μιά, πλατειά, διδασκαλία από τον μεγάλο Διδάσκαλο της αγάπης του «αγαπάτε αλλήλους», σ’ ένα διάλογο σύντομο, πλούσιο από παραστάσεις και θεόπνευστα νοήματα. Και ακολουθεί, σαν δεύτερο μέρος, σε συνέχεια, το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών, που αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη της ταπεινοφροσύνης του Ιησού. Τρίτο μέρος είναι εκείνο, που διαδραματίζεται η αγωνία του Κυρίου, με την προσευχή του στο Όρος των Ελαιών, όπου δοκιμάζεται σαν άνθρωπος, για να υπερισχύση, στο τέλος, και κατισχύση, θριαμβικά, σαν Θεός!

***

Ο Ευαγγελιστής, από την περίοπτη θέση του, διαβάζει μελωδικά, αργά, περικοπές από τα κατά Ιωάννην, Ματθαίον και Μάρκον ευαγγέλια, από το διάλογο που διαμείβεται μεταξύ Διδασκάλου και μαθητών, ενώ εκείνος επαναλαμβάνει, στερεότυπα, μπροστά από κάθε ερώτηση και απάντηση: «ο δε είπεν» και «οι δε είπον». Πρώτο ευαγγέλιο διαβάζεται το κατά Μάρκον «τω καιρώ εκείνω παραλαμβάνει ο Ιησούς τους δώδεκα μαθητάς αυτού και ήρξατο λέγειν αυτοίς τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν», που το ακολουθεί αμέσως ο διάλογος πούναι παρμένος από όλα τα ευαγγέλια, το κατά Ιωάννην Δ’ (10-11), Ματθ. Κ’ (22-29) και Μαρκ Ι’ (32-45), εξιστορώντας τα μέλλοντα να συμβούν εις αυτόν, αφού θερμά τους συνιστά νάχουν αγάπη ανάμεσά τους.

Κι’ έρχεται, μετά το διάλογο αυτό, το δεύτερο μέρος, το νίψιμο των ποδιών των μαθητών. Ο ευαγγελιστής διαβάζει το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα δέδωκεν αυτώ ο Πατήρ εις τας χείρας,εγείρεται εκ του δείπνου και τίθησι τα ιμάτια αυτού. Και λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν: είτα βάλλει ύδωρ εις τον νιπτήρα και ήρξατο νίπτειν τους πόδας των μαθητών…» Τη στιγμή αυτή ο Ηγούμενος ζώνει στη μέση του ένα βελουδένιο, βυσσινί τετράγωνο άμφιο, το «λέντιον» και αμέσως βάζει νερό από το«μπρίκι» στον νιπτήρα. Αρχίζει δε από τον Ιούδα να πλένη τα πόδια των μαθητών, που δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ένα ράντισμα μ’ ανθόνερο, το γνωστό στο

νησί μας «ροδόσταμο», με το «κανί», στις συμβολικά αποκαλυπτόμενες κνήμες των μοναχών. Είναι το πιο εντυπωσιακό μέρος της σκηνής αυτό μαζύ με την άρνηση του Πέτρου -αξέχαστος στο ρόλο αυτό ο αείμνηστος μοναχός Μπακρατάκης-, που μετά την επιτίμηση του Διδασκάλου, δέχεται «ου μόνον τους πόδας, αλλά τας χείρας και την κεφαλήν», να του πλύνη Εκείνος.

***

-«Τότε έρχεται ο Ιησούς συν τοις μαθηταίς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή και παραλαβών τον Πέτρον και τους δύο υιούς Ζεβεδαίου ήρξατο λυπείσθαι και αδημονείν», διαβάζει ο ευαγγενιστής, ο δε Ηγούμενος με τους τρεις παραπάνω μαθητές κατεβαίνει από την εξέδρα, και εκείνος μεν πορεύεται προς την άκρη της πλατείας, ενώ αυτοί μπροστά από την εξέδρα, πλάϊ στην κυρία είσοδο, πάνω σε προσκέφαλα γονυκλινούν, κατ’ εντολήν Εκείνου: «μείνατε ώδε, γρηγορείτε…»

Εδώ διαδραματίζεται το τρίτο μέρος του Μυστικού Δείπνου. Μέσ’ απ’ αυτό πηγάζει η δοκιμασία του Ναζωραίου, που η ψυχή του είναι περίλυπη μέχρι θανάτου, για να ανακράξη τελικά «ουχί ως εγώ, αλλ’ ως σύ…». Δοκιμάζεται όμως ταυτόχρονα και η αφοσίωσις των μαθητών του προς το πρόσωπό του, στην πιο δύσκολη στιγμή του δράματός του. Στην άκρη της πλατείας, όπου έφτασεν ο Ηγούμενος προσεύχεται μπροστά από την εικόνα του «Ερχομένου», μια μεγάλη παμπάλαιη εικόνα τέμπλου, σπάνιας βυζαντινής τέχνης, από τα κειμήλια της Μονής μας. Είναι η εικονική προσευχή του Ιησού στο Όρος των Ελαιών.

-«Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί παρελθέτω το ποτήριον τούτο…». Και πάλιν «πλην ουχ’ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ…» (Ματθ.ΚΣΤ’ 40-42). Και ξαναγυρνά στον ίδιο τόπον της προσευχής. Η αδημονία και η λύπη τον θλίβουν. Και επαναλαμβάνει «ου δύναται το ποτήριον τούτο παρελθείν;..» Για δεύτερη φορά επιστρέφοντας τους βρίσκει νάχουν βαρειά τα βλέφαρα. Και γυρνά για τρίτη φορά να προσευχηθή στον ουράνιο Πατέρα του, ενισχυμένο τώρα πια για το ρόλο που τούταξε να διαδραματίση στη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, με πιότερη απόφαση «άγωμεν, ήγγικεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται, ίνα δοξασθή… Ματθ. ΚΣΤ’ 44-46) κράζει προς τους μαθητές του που εγείρονται από το βαθύ τους ύπνο, καθώς για τρίτη φορά έρχεται κοντά τους.

Οι τρεις ιερείς σηκώνονται από την γονυκλινή θέση τους. Και με τον Ηγούμενο μαζύ ανεβαίνουν πάλι στην εξέδρα. Εδώ τελειώνει η συμβολική παράστασις του Μυστικού Δείπνου. Ο Ηγούμενος παίρνει θέση στην είσοδο της εξέδρας, κρατώντας το ευαγγέλιο και μια μικρή ανθοδέσμη, τη «μαντζουράνα» κατά την τοπική μας διάλεχτο, για να ραντίση με το αγιασμένο νερό του νιπτήρος το πλήθος που θα περάση μπροστά του ασπαζόμενο το ιερό ευαγγέλιο και να αλληλοευχηθούν τα «χρόνια πολλά» ή τα «σπολάτες», δηλαδή τα πολλά έτη των χωρικών μας.

Τέλος με την ίδια τάξη, ενώ βροντόηχα και πάλι χτυπούν οι καμπάνες του Μοναστηριού μας, γυρνούν οι μοναχοί στο αιώνιο κατάλυμά τους, το γκρίζο αυτό βυζαντινό κάστρο, που στάθηκε ανά τους αιώνες ιερή κιβωτός των πιο μεγάλων παρακαταθηκών του Έθνους και της Θρησκείας.

Κι’ ένας λαός, θεία μυσταγωγημένος, με ψυχή μεταρσιωμένη, σκορπιέται στα σπιτικά του, γαλήνιος, οιστρηλατημένος μπορεί να πη κανείς, για να συνεχίση την υπόλοιπη Μεγαλοβδομάδα με τις σπάνιες θρησκευτικές τελετές, με την ίδια κατάνυξη, την ίδια θρησκευτική συγκίνηση, κάτω από την πιο γλυκειά φύση, με την ασάλευτη γαλήνη, του νησιού εκείνου που ενέπνευσε τους θεόπνευστους οραματισμούς, της μικρής μας πανσέβαστης Πάτμου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ