Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η εορτή του Δωδεκαημέρου ήταν μόνο μια: τα Άγια Θεοφάνεια, τα οποία και αποτελούν την παλαιότερη Δεσποτική εορτή.
Ωστόσο, από τον 4ο αιώνα αρχίζουν και υπάρχουν περιπτώσεις χωριστού εορτασμού των εορτών των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, σύμφωνα τόσο με τον Μέγα Βασίλειο, όσο και με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Για τις εορτές και τις λατρευτικές τελετές των εορτών των δύο πρώτων αιώνων και για τον λόγο και τον ορισμό τους σε συγκεκριμένη ημέρα πληροφορίες παρέχουν ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο Κλήμης Ρώμης και άλλοι χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα.
Στα κείμενα αυτά φαίνεται ότι οι Χριστιανοί γιόρταζαν την ίδια μέρα Χριστούγεννα και Θεοφάνεια καλύπτοντας, κυρίως, τρεις γιορτές που είναι α) η φανέρωση του Θεού ως βρέφους στους ανθρώπους γενικά, β) η φανέρωση του Θεού στους Μάγους ειδικά και γ) η φανέρωση της Αγίας Τριάδος στον Ιορδάνη.
Από τον 4ο αιώνα όμως και μετά η Εκκλησία αποφασίζει να χωρισθούν οι εορτές για να δώσει θρησκευτικό και σωτηριολογικό περιεχόμενο και να αντιταχθεί στις δυο μεγάλες ειδωλολατρικές που ήταν στην μεν Δύση ο Θεός-Ήλιος στην δε Ανατολή οι Επιφάνειες.
Η προέλευση, πιθανότατα, είναι εξωβιβλική: είναι γνωστό, ότι αιγύπτιοι λάτρεις ενός μυστηριακού θρησκεύματος εόρταζαν την εμφάνιση του Χρόνου ή Κρόνου μέσα από τα νερά του Νείλου στις 6 Ιανουαρίου.
Αυτή ήταν μια από τις πολλές ειδωλολατρικές «Επιφάνειες». Είναι φανερό ότι οι Χριστιανοί ξεκίνησαν στην Αίγυπτο να δίνουν τη δική τους απάντηση για το ποια είναι η πραγματική «Επιφάνεια» του Θεού μέσα από τα νερά: αυτή του βαπτιζομένου Ιησού.
Με το παράδειγμά Του και την εντολή Του αργότερα για βάπτιση των πιστευόντων όχι μόνο πλέον «εν ύδατι» (όπως στην θρησκευτική πρακτική πολλών ανατολικομεσογειακών θρησκειών, όπου το λιγοστό νερό θεωρείται πάντα θεόσταλτο καθαρτήριο), αλλά και «εν Πνεύματι», ο Χριστός αναδείκνυε τη μοναδική ιστορική «Επιφάνεια» του Θεού σε μια ιστορία ευθύγραμμη, που δεν επαναλαμβάνεται. Αντίθετα, η «Επιφάνεια» των νερών ή του θεού-Ηλίου (solis invicti) στη Δύση, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, ήταν η αποθέωση της κυκλικής φυσικής ροής του κόσμου.
Στη Ρώμη είχε αρχίσει από τις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα (περί το 330-340) ο εορτασμός των Χριστουγέννων ως απάντηση στα ειδωλολατρικά Βρουμάλια ή Σατουρνάλια, που ήταν η λατρεία του αναγεννώμενου Ηλίου, όταν (περισσότερο εμφανώς στα βορειότερα κλίματα) άρχιζε να ξαναμεγαλώνει η μέρα, μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο.
Οι Χριστιανοί στη λατρεία του «ξαναγεννημένου Ήλιου» του φυσικού κύκλου, απαντούσαν με τη γέννηση του «νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης». Περί το 375 άρχισαν να εορτάζονται τα Χριστούγεννα και στη Συρία και το 386 ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πρεσβύτερος στην Αντιόχεια, εξέφρασε στο Λόγο του «Εις την γενέθλιον ημέρα του Σωτήρος» τη χαρά του, που επιτέλους η 25η Δεκεμβρίου μπήκε επίσημα στο εορτολόγιο της πόλης. Μέχρι το 432 η εορτή είχε φθάσει και στην Αλεξάνδρεια.
Εκτός της κύριας ονομασίας της εορτής, ο κόσμος γνωρίζει την Βάπτιση του Κυρίου μας ως εορτή των Θεοφανείων ή των Φώτων. Το γνωστό σε όλους μας απολυτίκιο της Εορτής περιγράφει ακριβώς και δικαιολογεί τις δύο αυτές ονομασίες.
πηγη dogma.gr