Αρχική Ειδήσεις Εκκλησία Το μνημόσυνο της Γερόντισσας Μαρίας Τσολάκη-Δενδρινέλλη που αγαπούσε ιδιαίτερα την Παναγία

Το μνημόσυνο της Γερόντισσας Μαρίας Τσολάκη-Δενδρινέλλη που αγαπούσε ιδιαίτερα την Παναγία

0
2437

Σήμερα Τρίτη 07 Σεπτεμβρίου 2021, παραμονή της μεγάλης Θεομητορικής εορτής του γενεσίου της Θεοτόκου, τελέστηκε στον ΙΝ Αγίου Παύλου Κω – της πρώτης και αγαπημένης ενορίας της- το 6μηνο μνημόσυνο της μακαριστής και ευλαβεστάτης Γερόντισσας Μαρίας Τσολάκη-Δενδρινέλλη η οποία αγαπούσε ιδιαίτερα την Παναγία.

Το μνημόσυνο τέλεσε ο π. Περικλής Κιάρης και παρέστησαν οι αγαπημένες της αδελφές Αννέζα και Ευαγγελία, ανίψια, πνευματικοπαίδια, ενορίτες και ενορίτισσες της μακαριστής γερόντισσας.

Η εὐλαβεστάτη Μαρία Τσολάκη Δενδρινέλλη, καταγομένη από την Κω ήταν μία γυναίκα βαθείας πίστεως και πολλής ευλάβειας.

Η Γερόντισσα που αγαπούσε την Παναγίας, είχε το εικόνισμά της, που είχε φέρει από τα Δωδεκάννησασ, στο πιο κεντρικό σημείο του μικρου σπιτιού της, στην Αγία Παρασκευή Αττικής.

Την Παρασκευή έγινε το μνημόσυνο της Γερόντισσας που αγαπούσε την Παναγία - Έφυγε στις 7 Μαρτίου

Ἡ γραῖα αὐτή, κυρά-Μαρία, ὅπως ὅλοι τήν ἤξεραν, ἦταν ἕνας ὑπέροχος ἄνθρωπος. Στή ζωή της ἐφαρμόστηκε τό τοῦ Ψαλμωδοῦ «Κύριος, ὀρφανόν καί χήραν ἀναλήψεται» (Ψαλμ. 145, 9). Καί πράγματι, ὁ Θεός ἦταν ὁ βοηθός καί σκεπαστής καί ἀντιλήπτωρ, σ’ ὅλη της τήν δύσκολη ζωή. Ἔζησε πολύ πτωχικά (καθάριζε σπίτια καί σκάλες) χωρίς μισθό, χωρίς σύνταξη, χωρίς πλούτη, χωρίς κοσμικές δόξες, χωρίς χειροκροτήματα, χωρίς τιμητικά διπλώματα καί παράσημα. Τά δικά της παράσημα ἦταν: Ἡ δυνατή πίστη της, ἡ αὐστηρή τήρηση τῆς νηστείας (δέν γεύθηκε κρέας τά τελευταῖα 40 χρόνια) ἡ ὑποδειγματική εὐλάβειά της, ἡ γενναία ὑπομονή της, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή της, ἡ χαριτωμένη ἁπλότητά της (ἡ ἀγαπημένη της μάλιστα προσφώνηση ἦταν: «παιδάκι μου, λουλουδάκι μου»), ἡ βαθειά ἀγάπη της γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Γι’ αὐτό και ἡ γαλήνη καί ἡ χαρά στό πρόσωπό της εἶχαν μόνιμη θέση, καθ’ ὅτι ἴσχυε τό βιβλικόν: «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παροιμ. 15, 13).

Τό σπιτάκι της ἀνάμεσα σέ πολυκατοικίες ἐπί τῆς ὁδοῦ Κομνηνῶν, ἀρ. 5, στήν Ἁγία Παρασκευή, ἦταν ὡς ἕνα μικρό κελί μοναχῆς. Ἄλλωστε καί ἡ ἴδια ζοῦσε ὡς μοναχή. Οἱ τοίχοι γεμᾶτοι εἰκόνες. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι, παλαιοί καί νέοι. Τό καντῆλι της ποτέ σβηστό. Θυμιάτιζε πρωΐ καί ἑσπέρας καί μέσα στόν οἰκίσκο της καί ἀπέξω ἀπ’ αὐτόν, ὅλους τούς γείτονες. Τό βιβλιαράκι τῆς Παράκλησης πρός τήν Παναγία, δίπλα στό μαξιλάρι της. Καί ἡ κουζινίτσα της ἦταν τό ἐργαστήριο γιά τά πρόσφορα, τά καταπληκτικά πού ἔφτιαχνε τηρῶντας ὅλη τήν «ἱεροτελεστία», γιά νά σταλοῦν κατόπιν σέ Ναούς, σέ Μοναστήρια, σέ ἀκριτικά νησιά, ἀκόμη καί σέ χώρες ὅπου γινόταν ἱεραποστολή. Πολλές φορές στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν μέ τά ὑπέροχα πρόσφορα τῆς κυρᾶς-Μαρίας ἐτελεῖτο ἡ Προσκομιδή. Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χριστόδουλος, μέ τά δικά της πρόσφορα ἤθελε νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία. Μία ἡμέρα μάλιστα τήν ἐπεσκέφθη μέ δῶρα καί ἄλλες εὐλογίες στό φτωχικό της καί ἡ χαρά ἔλαμπε κυριολεκτικά στό πρόσωπό της. Οἱ γείτονες, τότε, ἔβλεπαν καί ἔλεγαν: «Ὁ Χριστόδουλος στό καλυβάκι τῆς κυρά-Μαρίας, πῶς αὐτό;». Ναί, «μεγάλος» Ἀρχιεπίσκοπος στή πτωχοτάτη κυρά-Μαρία ἐξωτερικά,ά ἀλλά πλούσια ἐσωτερικά.

Ἀγαποῦσε ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή εἶχε παρακολουθήσει πολλά σεμινάρια στόν Ἑρυθρό Σταυρό ἤξερε καί ἔκαμνε ἐνέσεις σέ ὅσους ἀσθενεῖς τήν καλοῦσαν. Ἀλλά ἀκόμη πήγαινε στά νοσοκομεῖα καί τάϊζε ἀσθενεῖς κληρικούς, μοναχούς καί μοναχές. Σεβόταν ἀπόλυτα ὅλους τούς κληρικούς. Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς. Γιά ὅλους προσευχόταν, ἰδιαίτερα γιά τά νέα παιδιά, γιά τίς πτωχές οἰκογένειες, γιά ἐκείνους πού εἶχαν πάρει διαζύγιο, γιά τούς μοναχικούς ἀνθρώπους, γιά τούς ναρκωμανεῖς, γιά τούς ἀρρώστους, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά τούς πολυτέκνους, γιά τούς βασανισμένους ἀνθρώπους, γιά τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Τό ἔργον της ἦταν: Νά ζυμώνει πρόσφορα καί νά προσεύχεται.

Ἐεπειδή οὐδέποτε ἀπέκτησε χρήματα, τήν συντηροῦσαν οἱ πιστοί χριστιανοί. Ἔλεγαν οἱ νοικοκυρές ὅταν πήγαιναν γιά τά ψώνια τους «ἑπτά κουτιά γάλα, πέντε γιά τό σπίτι μου καί δύο γιά τήν κυρά-Μαρία. Τρία κιλά ρύζι. Δύο γιά μένα, ἕνα γιά τήν κυρά-Μαρία». Κάποιος κληρικός τίς ἀγόραζε τά φάρμακα. Ἄλλος οἰκογενειάρχης τίς ἔβαζε τό πετρέλαιο γιά τήν σόμπα καί ἄλλος ἄλλα. Ὁ φούρναρης τίς πήγαινε τά σακιά τό ἀλεύρι γιά τά πρόσφορα καί ὁ ταχυδρόμος πλήρωνε τά ταχυδρομικά γιά τήν ἀποστολή τῶν προσφόρων. Κάποτε προθυμοποιήθηκαν φοιτητές καί ἐλευθέρωσαν τό σπιτάκι της ἀπό τά πολλά χιόνια καί ἄλλοι τήν πήγαιναν σέ ἰατρεῖο, ἄν χρειαζόταν, κάποια ἰατρική ἐξέταση. Ὅταν ἀρρώστησε σοβαρά καί βρισκόταν μονάχη της στό «Ἀττικόν» νοσοκομεῖο, στό διάδρομο, καθισμένη σ’ ἕνα πάγκο καί βέβαια πονοῦσε, ἀργά τό μεσημέρι τήν ἀντιλήφθηκε ἕνας νέος ἰατρός καί τίς εἶπε «τί ἔχεις», τότε τοῦ μίλησε καί αὐτός τήν ἀνέλαβε, ὁ ἰατρός, ὡς μάνα του. Τίς εἶπε: «Δέν ἔχεις κανένα νά σέ φροντίσει;». Ἐκείνη ἀπάντησε: «Ναί, ἔχω τό Θεό» καί ἔδειξε τόν οὐρανό!

Ἡ ἐπικοινωνία μαζί της στό ἀπέριττο σπιτάκι της ἦταν πάντοτε εὐκαιρία πνευματικῆς χαρᾶς καί οἰκοδομῆς. Μοιραζόνταν τίς δοκιμασίες καί τίς θλίψεις ὅσων τήν ἐπισκέπτονταν. Παρηγοροῦσε μέ τά σοφά λόγια της. Ἔδινε συμβουλές γιά ἀντοχή, ὑπομονή, κουράγιο καί καταφυγή στήν γλυκιά μάνα Παναγία. Ὅσοι ἀναχωροῦσαν ἀπό τό πτωχικό της ἦσαν γεμάτοι ἀπό παραμυθία καί ἠρεμία στή ψυχή τους. Ἦταν ὁ οἰκίσκος τῆς καλωσύνης!

Ἀγαποῦσε νά ἀκούει ἱερές ἀγρυπνίες, καί μόνο ἤθελε λόγια στά αὐτιά της χριστιανικά, ὠφέλιμα, διδακτικά γιά τήν ψυχή της. Ἔλεγε ἡ ἴδια συνεχῶς: «Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει». Χαιρόταν τήν ἐξομολόγηση στόν πνευματικό της, τόν ἀείμνηστο π. Σπυρίδωνα Καλύβα, χαιρόταν τίς ὠφέλιμες συζητήσεις μέ τούς ἁγιορεῖτες πατέρες πού συχνά τήν ἐπισκεπτόντουσαν, χαιρόταν τά παιδιά ἀπό τά σχολεῖα πού πήγαιναν νά τίς ποῦν τά κάλαντα. Μά ἡ μεγάλη της ἐπισκεψη, ὅπως ἔλεγε, ἦταν, ὅταν δέν μποροῦσε νά ἐκκλησιαστεῖ, ὁ ἱερέας μέ τό Ἅγιο Ποτήριο γιά νά τήν κοινωνήσει. Ὑποδεχόταν πνευματικά προετοιμασμένη τόν Μεγάλο Ἐπισκέπτη τῆς ψυχῆς της, τόν Χριστό. Ἦταν ἡ προσωποποίηση τοῦ πρώτου Μακαρισμοῦ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε’, 3).

Καί πράγματι, τώρα, ἡ κυρά-Μαρία μας ἀναπαύεται στόν Κῆπο τῆς Ἐδέμ. Εἶναι μαζί μέ τήν Παναγία, μέ τούς Ἀγγέλους, πού ἔβλεπε πρίν τήν ὁσιακή κοίμησή της, συντροφιά μέ τήν ἀγαπημένη της Ὁσιοπαρθενομάρτυρα Ἁγία Παρασκευή.

«Πολλές φορές μου έδινε την εντύπωση πως ξέχναγε το δικό της πρόβλημα και επικεντρωνόταν στο δικό σου! Γυρνούσε προς την εικόνα της Παναγίας μας και έλεγε : «Ναι Παναγία μου! Θα γίνει καλά το παιδάκι μου, έτσι δεν είναι; Το ξέρω ότι θα το βοηθήσεις! Κάνε το καλά!..Το ξέρω είναι καλό παιδί!…» Και το Θαύμα. ..έτσι απλά γινόταν!

Έτσι με τέτοιο μοναδικό τρόπο ήταν οι προσευχές της για όλους εμάς προς τον μονάκριβο της θησαυρό, την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οικονόμισσας! Ένα οικογενειακό κειμήλιο περίπου 800 ετών, που κατείχε στα χέρια της από Πάππου προς Πάππου, προερχόμενο από τα βάθη της Ανατολής, τα Μύλασα της Μικρής Ασίας!

Μια Αγία Εικόνα που προμήνυε για κάθε κακό, όπως αναγράφεται στο απολυτίκιο της! Αρκετές φορές η Γιαγιά Μαρία έπαιρνε το μήνυμα μέσω της εικόνας για τα επερχόμενα, με τέτοιο τρόπο όπως εκείνη βίωνε!

Χρόνια δύσκολα, με τις ταλαιπωρίες εκείνης της εποχής πορεύθηκε η Γιαγιά Μαρία και από την Νήσο Κω μεταφέρθηκε στην Αθήνα με μοναδική της προστασία την Παναγιά της την Οικονόμισσα! Έτσι φτωχική και λιτή ήταν η βιοτή της, όπου για κάθε τι φρόντιζε και της το οικονομούσε η Παναγία μας που η Γιαγιά Μαρία διακονούσε ασταμάτητα!

Τα πονεμένα της χέρια ήταν ροζιασμένα και κομπιασμένα από την πολύωρη καθημερινή εργασία της που καθάριζε σπίτια, χωρίς αυτό να την εμποδίσει να ζυμώνει τα τόσα αμέτρητα πρόσφορα, όπου απέστελνε σε κάθε Μοναστήρι και Εκκλησία σε κάθε Ιεραποστολή, σχεδόν παντού στην Ελλάδα και Εξωτερικό!

Η προσφορά της και η ελεημοσύνη της αμέτρητη και απερίγραπτη προς όλο τον κόσμο και παντού! Σε ασθενείς, σε νοσοκομεία, σε Ιερείς, σε Μοναχούς, σε Χήρες, σε Ορφανά, σε Ναρκομανείς και σε κάθε πονεμένη και βασανισμένη ψυχή! Ακόμα και όταν αρρώστησε βαριά και δεν μπορούσε να φάει, εκείνη μαγείρευε και τάιζε όλο τον κόσμο.»

Ας έχουμε την ευχή της!

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ