Θα λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου τόσο το Χριστό όσο και την αμαρτωλή γυναίκα. Ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς μας αναλύει το γεγονός μα και γιατί δεν σκότωσαν Εκείνον μα και την αμαρτωλή γυναίκα.
Είπαν οι οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι στο Χριστό : Δάσκαλε, τη γυναίκα αυτή την πιάσαμε «έπ’ αυτοφώρω» να διαπράττει την αμαρτία της μοιχείας. Κι ό Μωυσής λέει στο νόμο του πώς τέτοιες γυναίκες πρέπει να τις λιθοβολούμε. Εσύ τί λες; (Ίωάν. η’4-6).
Θα ‘ταν σκόπιμο να ρωτούσα:
Γιατί όλοι αυτοί οι πρεσβύτεροι κι οι φύλακες του νόμου δε λιθοβόλησαν μόνοι τους την αμαρτωλή γυναίκα; Γιατί την έφεραν μπροστά στον Ιησού; Ό νόμος του Μωυσή τούς έδινε το δικαίωμα να την λιθοβολήσουν.
Κανένας δε θα βρισκόταν να προβάλει αντίρρηση, να τούς κατηγορήσει. Ποιος διαμαρτύρεται στις μέρες μας όταν απαγγέλλεται ή ποινή του θανάτου σε κάποιον εγκληματία; Γιατί οι Εβραίοι πρεσβύτεροι έφεραν την αμαρτωλή γυναίκα στον Κύριο;
Όχι, δεν περίμεναν οι πρεσβύτεροι να πετύχουν κάποια μετατροπή της ποινής ή ν’ αποσπάσουν επιείκεια από μέρους Του. Κάθε άλλο μάλιστα. Την έφεραν μ’ ένα προμελετημένο και μοχθηρό σχέδιο: να παγιδεύσουν τον Κύριο, να πει λόγια αντίθετα στο νόμο κι έπειτα να τον κατηγορήσουν.
Ήθελαν μ’ ένα χτύπημα να τελειώνουν με δύο ζωές: μια της αμαρτωλής γυναίκας κι άλλη μια τού Χριστού.
—«Συ ουν τί λέγεις;», τόν ρώτησαν.
Γιατί τον ρώτησαν αφού ό νόμος του Μωυσή ήταν σαφής; Ό ευαγγελιστής αποκαλύπτει το δόλο τους με τα έξης λόγια: «Τούτο δε ειπόν έκπειράζοντες αυτόν, ίνα σχώσι κατηγορίαν κατ αυτού» (Λουκ. η’ 6). Το είπαν αυτό για να τον βάλουν σε πειρασμό και να βρουν έπειτα αιτία να τον κατηγορήσουν.
Είχαν ξανασηκώσει μια φορά τα χέρια τους για να τον λιθοβολήσουν, αλλά τους ξέφυγε. Τώρα όμως πίστευαν πώς βρήκαν μια ευκαιρία να πραγματοποιήσουν την επιθυμία τους. …….
Θα λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου τόσο το Χριστό όσο και την αμαρτωλή γυναίκα. Και βέβαια ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να λιθοβολήσουν το Χριστό παρά την πόρνη, όπως αργότερα ζήτησαν με περισσό ζήλο από τον Πιλάτο να ελευθερώσει τον ληστή Βαραββά αντί για το Χριστό.
Όλοι όσοι παρευρίσκονταν στη σκηνή περίμεναν δύο πράγματα να γίνουν:
είτε με την ευσπλαχνία Του ό Κύριος να ελευθερώσει την αμαρτωλή γυναίκα, παραβιάζοντας έτσι το νόμο, είτε να τηρήσει το νόμο και να τους πει: «Πράξετε όπως ορίζει ό νόμος». Έτσι όμως θα παρέβαινε τη δική Του εντολή για έλεος και καλοσύνη. Στην πρώτη περίπτωση θα τον καταδικάζανε σε θάνατο. Στη δεύτερη θα γινόταν ρεζίλι, άξιος χλευασμού και περιφρόνησης.
Με το πού του έκαναν την ερώτηση «σύ ουν τί λέγεις;» οι κατήγοροι, επικράτησε νεκρική σιγή. Σιγή ανάμεσα στο πλήθος πού είχε συγκεντρωθεί και σιγή ανάμεσα στους κριτές της αμαρτωλής γυναίκας. Ή σιγή είχε κόψει και την ανάσα στην ψυχή της αμαρτωλής γυναίκας.
Τότε ό νομοθέτης της αγάπης και της ευσέβειας έσκυψε κι άρχισε να γράφει ήρεμα με το χέρι Του στο έδαφος (βλ. Ίωάν. η’ 6). Τί έγραφε ό Χριστός στο χώμα; Ό ευαγγελιστής κρατά σιγή εδώ, δε μας αναφέρει τί έγραφε ό Χριστός.
Ήταν πολύ κακό κι αποτρόπαιο αυτό για να το γράψει στο βιβλίο της χαράς. Το αναφέρει ή παράδοση όμως κι είναι κάτι τρομερό. Ό Χριστός έγραψε κάτι αναπάντεχο πού θα ξάφνιαζε τούς πρεσβύτερους, τούς κατήγορους της αμαρτωλής γυναίκας.
Με το δάχτυλο Του αποκάλυψε την κρυφή ανομία τους. Γιατί αυτοί οι διαπομπευτές των αμαρτιών των άλλων ήξεραν πολύ καλά να κρύβουν τα δικά τους κρίματα. Είναι όμως άσκοπο να προσπαθείς να κρύψεις κάτι από το μάτι πού τα βλέπει όλα.
Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν, έγραψε ό Κύριος στο έδαφος:
Ό Μ(εσουλάμ) έκλεψε θησαυρό από το ναό.
Ό Ά (σήρ) διέπραξε μοιχεία με τη γυναίκα του αδελφού του.
Ό Σ(αλούμ) έχει κάνει ψευδομαρτυρίες.
Ό Έ(λέντ) έχει δείρει τον πατέρα του.
Ό Ά(μαρίς) είναι σοδομίτης.
Ό Ί(ωήλ) έχει προσκυνήσει τα είδωλα.
Αυτά έγραψε, τη μια πρόταση μετά την άλλη, το δάχτυλο του δίκαιου κριτή. Κι εκείνοι στους οποίους αναφέρονταν τα λόγια αυτά έσκυψαν και τα διάβασαν με ανέκφραστο τρόμο. Έτρεμαν από φόβο, δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ό ένας τον άλλον στα μάτια. Ξέχασαν πια τελείως την αμαρτωλή γυναίκα. Το μόνο πού σκέφτονταν ήταν ό εαυτός τους, ό δικός τους θάνατος πού είχε χαραχτεί στο χώμα. Ούτε μια γλώσσα δεν είχε τη δύναμη να κινηθεί, να ξανακάνει την ενοχλητική και πονηρή ερώτηση: «Σύ ουν τί λέγεις;»
Ό Κύριος δεν είπε τίποτα. Αυτό πού είναι τόσο βρώμικο, του πρέπει να γραφτεί στο βρώμικο χώμα. Ένας άλλος λόγος πού ό Κύριος έγραψε στο χώμα είναι ακόμα πιο δυνατός και πιο σπουδαίος. Αυτό πού γράφεται στο χώμα σβήνει εύκολα. Ό Χριστός δεν ήθελε να μάθει ό καθένας τις αμαρτίες τους. Αν το ήθελε αυτό, θα τις είχε διακηρύξει μπροστά σε όλους. Και τότε όλοι θα τούς κατηγορούσαν και θα τούς λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου, σύμφωνα με το νόμο.
Εκείνος όμως, ό άκακος αμνός του Θεού, δε ζήτησε εκδίκηση ή θάνατο για κείνους πού του είχαν προετοιμάσει χιλιάδες θανάτους, πού ήθελαν το δικό Του θάνατο περισσότερο απ’ όσο ποθούσαν για τούς ίδιους την αιώνια ζωή. Ό Κύριος ήθελε μόνο να τούς διορθώσει, να τούς μάθει πώς πρέπει να σκέφτονται τον εαυτό τους, ν’ ασχολούνται με τις δικές τους αμαρτίες. Ήθελε να τούς υπενθυμίσει πώς ενώ τούς βάραινε το φορτίο των δικών τους αμαρτιών, δεν έπρεπε να κρίνουν τις αμαρτίες των άλλων. Αυτό μόνο ήθελε ό Κύριος. Κι όταν αυτό έγινε, το χώμα Ισοπεδώθηκε πάλι κι όσα είχαν γραφτεί σβήστηκαν.
Μετά απ’ αυτά ό Κύριος σηκώθηκε και τούς είπε ήρεμα: «Ό άναμάρτητος υμών πρώτος λίθον βαλέτω έπ’ αυτήν» (Ίωάν. η’7). Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας της ρίξει την πρώτη πέτρα. Αυτό λειτούργησε σα να αφαίρεσε κάποιος τα όπλα των εχθρών κι υστέρα τούς είπε: «Και τώρα πυροβολήστε!»
Οι πρώην αγέρωχοι δικαστές της αμαρτωλής γυναίκας έστεκαν τώρα αφοπλισμένοι, ένιωθαν αυτοί τώρα σαν ένοχοι μπροστά στον κριτή, άφωνοι, ακίνητοι, λες κι ήταν καρφωμένοι στη γη.
Εκείνο πού είναι σπουδαίο, είναι πώς με το γράψιμο στο χώμα πέτυχε τρεις στόχους:
πρώτο, έδωσε τέλος και διάλυσε την καταιγίδα πού του είχαν ετοιμάσει οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων
δεύτερο, ξύπνησε τη ναρκωμένη τους συνείδηση στις νεκρωμένες καρδιές τους, έστω και για λίγο- και
τρίτο, γλίτωσε την αμαρτωλή γυναίκα από το θάνατο.
Αυτό γίνεται φανερό από τα λόγια του ευαγγελίου: «οι δε άκούσαντες έξήρχοντο εις καθ εις, άρξάμενοι από των πρεσβυτέρων, και κατελείφθη ό Ιησούς και ή γυνή εν μέσω ουσα» (Ίωάν. η’ 9).
Εκείνοι δε σαν άκουσαν τα λόγια Του άρχισαν να φεύγουν ό ένας μετά τον άλλον, με πρώτους τούς πρεσβύτερους στην ηλικία. Στο τέλος έμεινε μόνος ό Ιησούς και ή γυναίκα, πού έστεκε όρθια ανάμεσα σε όλους.
Το προαύλιο του ναού ξαφνικά άδειασε. Δεν έμεινε κανένας, έκτος από τούς δύο πού οι πρεσβύτεροι τούς είχαν καταδικάσει σε θάνατο, δηλαδή ή αμαρτωλή γυναίκα κι ό αναμάρτητος Χριστός. Ή γυναίκα έστεκε όρθια, ό Χριστός ήταν σκυφτός κι έγραφε στο έδαφος.
Για λίγο επικράτησε απόλυτη σιγή. Μετά ό Κύριος ανασηκώθηκε, κοίταξε τριγύρω κι αφού δεν είδε κανέναν είπε στη γυναίκα: «Γύναι, που είσιν; ουδείς σε κατέκρινεν;». Που είναι οι κατήγοροι σου; Κανένας δεν σε κατέκρινε, δε ζητάει το λιθοβολισμό σου;
Ό Κύριος γνώριζε πώς κανένας δεν την καταδίκαζε τώρα. Αλλά θέλησε με την ερώτηση Του να της εμπνεύσει εμπιστοσύνη, ώστε να μπορέσει ν’ ακούσει και να κατανοήσει καλύτερα αυτά πού θα της έλεγε στη συνέχεια. Λειτούργησε όπως ένας επιδέξιος γιατρός, πού πρώτα δίνει κουράγιο στον άρρωστο κι ύστερα του χορηγεί τη θεραπεία.
Ουδείς σε κατέκρινεν; Ή γυναίκα κατόρθωσε να ξαναβρεί τη λαλιά της κι απάντησε: «ουδείς, Κύριε». Κανένας δεν με κατακρίνει πια, Κύριε. Τα λόγια αυτά τα πρόφερε ένα αξιολύπητο πλάσμα, πού πριν από λίγο δεν έλπιζε να ξαναμιλήσει, ένα πλάσμα πού ένιωθε μια ανάσα πραγματικής χαράς Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της.
Τελικά ό αγαθός Κύριος είπε στη γυναίκα: «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω πορεύου και από του νύν μηκέτι άμάρτανε» (Ίωάν. η’11). Ούτε εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε. Μόνο από τώρα και στο έξης μην αμαρτήσεις ξανά.